Δευτέρα βράδυ, στον δρόμο για τα νότια προάστια. Το ραντεβού μας είναι γύρω στις 22.00. Στην πόλη επικρατεί μια ηρεμία, η κίνηση είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Κατευθυνόμαστε στην περιοχή όπου κάθε βράδυ έρχονται να προφυλαχθούν από την επίθεση του κρύου άνθρωποι που μένουν στον δρόμο. Αστεγοι. Ανθρωποι που βολεύονται σε αυτοσχέδιες κατοικίες, μέσα στις κουβέρτες τους, προφυλαγμένοι κάτω από υπόστεγα ή σε στοές.

Πώς βιώνει ένας άνθρωπος τη ζωή στον δρόμο; Πώς έφτασε ως εδώ; Πώς μπορεί να βοηθηθεί; Οι ερωτήσεις στριφογυρίζουν, γίνονται συναισθήματα στο βλέμμα, καλωσορίζουν τους συνομιλητές μας. Στο σημείο του ραντεβού που έχουμε δώσει, τρεις άνθρωποι χαμογελούν με ηρεμία. «Τι θα πιείτε;» ρωτούν χαριτολογώντας. Ενα ήσυχο καφέ είναι δίπλα μας, αλλά κανείς δεν κάνει την κίνηση να το πλησιάσει.

Η γυναίκα της παρέας μας ξεκινάει κάπως παράδοξα: «Εγώ μεγάλωσα στο Κολωνάκι» λέει. Στην απορία που γεννάει η δήλωσή της συνεχίζει περιγράφοντας μια διαφορετική ζωή. Είναι δική της; Την έχει επινοήσει; «Η οικογένεια της μητέρας μου έχει εταιρείες, εγώ δεν ήθελα να εμπλακώ» λέει χαρακτηριστικά. Ακουμπάει στο αυτοσχέδιο κρεβάτι της. «Δεν μου άρεσε να είμαι κάπου κλεισμένη, αλλά τελικά με έφαγε το νοσοκομείο, δούλευα για χρόνια στο χειρουργείο, με τον κορωνοϊό τα είδα όλα» συνεχίζει τη διήγησή της. Στην πρώτη ερώτησή μας, στο αίτημα να συστηθεί, απαντάει ότι έχει μόνο ένα υποκοριστικό. Της το δώσανε τα παιδιά στην περιοχή του λιμανιού. Δεν θέλει όμως να το πει.

 

«Δεν υπάρχει πραγματική αγάπη»

Για τα δικά της παιδιά μιλάει με περηφάνια. Ξέρουν ότι μένει στον δρόμο; «Ξέρουν ότι είμαι μπαινάκης-βγαινάκης εγώ, δεν θέλω να μείνω μαζί τους, δεν μου αρέσει στο Κέντρο, μου αρέσει το σπίτι μου αλλά δεν μένω εκεί για το σπίτι, είναι μεγάλο, έχουμε ένα μικρό πρόβλημα και είμαστε στα δικαστήρια» απαντάει αυθόρμητα. Πώς έζησε; Ελεύθερη, απαντάει. «Οποιος με παντρευότανε με ήθελε για την περιουσία μου…». Εκανε δυο γάμους, χώρισε και από τους δυο. «Δεν υπάρχει πραγματική αγάπη» απαντάει. Αλλά το χαμόγελό της κρύβει πόνο.

Πλησιάζουν τα μεσάνυχτα. «Τι θα κάνετε μέχρι το πρωί;» μοιάζει η επόμενη φυσική ερώτηση. «Θα πάω στο κτίριο αυτής της εταιρείας, που είχε σχέση με την οικογένειά μου» απαντάει και δείχνει ενα κτίριο δίπλα μας. Μεταξύ μας απλώνεται η σιωπή. Και η αποδοχή των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της ζωής που περιγράφει. Ο,τι λέει μένει έτσι όπως το λέει. Η θερμοκρασία πέφτει, η υγρασία απειλεί. «Εδώ έρχομαι γιατί παίρνω τον καθαρό μου τον αέρα, πέρυσι θα πάθαινα πνευμονία και με το που κατέβηκα εδώ δίπλα στη θάλασσα μου πέρασαν όλα» προσθέτει με φυσικότητα η συνομιλήτριά μας. Ρωτάμε για τις δυσκολίες. «Δεν είναι δύσκολο να μένω εδώ όταν έχεις συνηθίσει, είμαι σκληρόπετση… Εγώ κάνω μπάνιο στο σπίτι μου. Σιγά-σιγά θα φύγω από εδώ, περιμένω και κάποια χρήματα. Το δικαστήριο είναι τέλη Ιανουαρίου» συνεχίζει πάντα με χαμόγελο. «Είμαι άνθρωπος του έξω».

Τους προσκαλούμε να καθίσουμε στο ήσυχο καφέ. Στο τραπέζι μπροστά μας βρίσκεται ένα τάβλι κλειστό. Η συζήτηση γυρίζει στην τύχη. Οι δυο άνδρες, παρέα της συνομιλήτριάς μας, άστεγοι και αυτοί που παρακολουθούν τόση ώρα την κουβέντα μας, μπαίνουν στην κουβέντα, στα ζάρια, στις στατιστικές πιθανότητες που έχει κάποιος να «γυρίσει» το παιχνίδι της ζωής. «Εγώ σπούδασα στο Οικονομικό της Νομικής» λέει ο Γιάννης. Η κουβέντα μας μεταφέρεται στις γιορτές, κάποιος αναφέρει τη Μεγάλη Παρασκευή, σχολιάζοντας την αγαπημένη του εορταστική περίοδο του χρόνου. «Ιερή μέρα» σχολιάζει ο Κώστας ανάβοντας τσιγάρο.

Σαν παλιοί φίλοι συζητούμε. Αποκτάει μια αμεσότητα η κουβέντα μας, σαν να γνωριζόμαστε χρόνια. Η κουβέντα μας γρήγορα φτάνει στην επικαιρότητα και στο νομοσχέδιο για την τεκνοθεσία ομόφυλων ζευγαριών. Οι απόψεις διίστανται, η κουβέντα «ανάβει». Κάποιοι είναι υπέρ τού να δοθεί η δυνατότητα αυτή από την πολιτεία στα ομόφυλα ζευγάρια, άλλες απόψεις είναι φανατικά εναντίον.

«Δεν μπορώ να μείνω εγώ σε σπίτι»

Η θερμοκρασία είχε πέσει για τα καλά. Και η ζεστασιά; Και η ασφάλεια; «Τους ξέρουμε όλους εδώ, είναι και πιο πίσω άλλο ζευγάρι. Οταν κάνει κρύο, μένουμε στα αμάξια το βράδυ. Θα γυρίσω πάλι στη δουλειά αυτή την εβδομάδα. Είμαι νταλικέρης, έχω γυρίσει όλη την Ευρώπη. Εχω τρία παιδιά. Δεν πολυμιλάμε, έχουμε το αμερικανικό στυλ «όταν έχετε ανάγκη είμαι εδώ«» λέει ο Κώστας.

«Ξέρουν πού να σας βρουν;» ρωτάμε. «Οχι, δεν θα με ψάξουν… μιλάμε όταν έχουμε κάτι να πούμε». Η κουβέντα επανέρχεται στην περίοδο των εορτών και τα συναισθήματα που τις συνοδεύουν. «Για εμένα δεν υπάρχουν γιορτές» λέει ο Γιάννης. «Δεν μπορώ να μείνω εγώ σε σπίτι, δε θέλω, είμαι τόσα χρόνια έξω, μου έχουνε προτείνει να μείνω σε σπίτι, δεν θέλω, η ελευθερία είναι έξω. Είμαι 14 χρόνια έξω, έχω νοικιάσει και σπίτι, πήγαινα στις 12 η ώρα το βράδυ και έφευγα στις 5 το πρωί. Δεν μπορούσα να κάτσω μέσα. Ακόμα και όταν ήμουν παντρεμένος, έλειπα συνέχεια, δεν μπορούσα μέσα, μια εβδομάδα δεν καθόμουνα στο σπίτι, το πολύ που άντεχα ήταν 5 ημέρες. Μεγάλωσα τα παιδιά μου, τα σπούδασα…».

«Εξω δεν αρρωσταίνεις, ενώ στο σπίτι αρρωσταίνεις» παρεμβαίνει ο Κώστας. «Ναι, εδώ πεθαίνεις πριν προλάβεις να αρρωστήσεις» συνεχίζει χαριτολογώντας ο Γιάννης.

«Και εγώ γύρναγα τον κόσμο και παντρεύτηκα μεγάλος» συνεχίζει ο Γιάννης. «Εχω ένα παιδί στο πανεπιστήμιο τώρα και έχω και ένα πιο μικρό παιδί. Μια κόρη. Αυτή με ψάχνει… Τη βλέπω, την πάω στα ιδιαίτερα. Ξέρει πού είμαι».

Γιατί δεν πηγαίνουν στις δημοτικές δομές

Τους ρωτάμε γιατί δεν πηγαίνουν σε δομές του δήμου για να μείνουν εκεί το βράδυ και να μην αντιμετωπίζουν το κρύο ή άλλες απειλές. «Ετσι όπως είμαστε εδώ ελεύθεροι, να πάμε εκεί, να κλείνουν 9 η ώρα οι πόρτες… Με τίποτα» απαντούν και οι τρεις σχεδόν σαν να είναι συνεννοημένοι.

«Ο καθένας κάνει ό,τι θέλει, έχει το δικό του πλάνο» απαντούν. «Εγώ θα φύγω, θα πιάσω ένα σπίτι εδώ κοντά για να είμαι και κοντά στο παιδί μου» λέει ο Γιάννης.

«Εχει έρθει και ο Πρωθυπουργός εδώ και η Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Δεν μας είπε κάτι, η παρουσία τους όμως ήταν σημαντική. Δεν θέλουμε να μας φέρει κάτι» λέει με σιγουριά ο Κώστας.

«Θέλω να ζω έξω. Αυτή είναι η ζωή μου. Η ελευθερία είναι ευτυχία» επαναλαμβάνει ο ίδιος. «Η ζωή εδώ γίνεται συνήθεια, 22 χρόνια, δεν μπορώ να το αλλάξω αυτό. Υπάρχει και μια κυρία η οποία μαγειρεύει 300 μερίδες κάθε Πέμπτη μόνη της και μας φέρνει και φαγητό. Εδώ είμαστε με θέα τη θάλασσα». Η εικόνα της θάλασσας μοιάζει πράγματι να σε ηρεμεί. Και μπροστά στη θέα της οι λέξεις υποχωρούν. Οσες δηλαδή ένωσαν τους δρόμους μας για λίγο.