Στη βραβευμένη με Οσκαρ ισπανική ταινία «Η θάλασσα μέσα μου» ο Ραμόν Σαμπέρδο, πρώην ναυτικός, μένει παράλυτος από τον λαιμό και κάτω εξαιτίας ενός ατυχήματος. Εκτοτε, παλεύει για το δικαίωμά του σε έναν αξιοπρεπή θάνατο, ζητώντας να του δοθεί το δικαίωμα της ιατρικά υποβοηθούμενης αυτοκτονίας. «Μια ζωή που αρνείται την ελευθερία δεν είναι ζωή» λέει χαρακτηριστικά ο κινηματογραφικός ήρωας μιας ταινίας που το 2004 προκάλεσε τριγμούς στην ισπανική κοινωνία, καθώς βασίζεται σε αληθινή ιστορία.
Δυο δεκαετίες αργότερα, με το θέμα να έχει επανέλθει από τον Πέδρο Αλμοδόβαρ και τη νέα του ταινία, αλλά και τον Κώστα Γαβρά, στην Ισπανία η εποχή έχει αλλάξει. Το δικαίωμα της ευθανασίας έχει πλέον κατοχυρωθεί υπό προϋποθέσεις στη χώρα, με τον υπόλοιπο κόσμο ωστόσο διχασμένο.
Στη Μ. Βρετανία μάλιστα η δημόσια συζήτηση γύρω από τον εθελούσιο υποβοηθούμενο θάνατο άνοιξε ξανά τις προηγούμενες ημέρες, μετά την ψήφιση σχετικού νομοσχεδίου από τη Βουλή των Κοινοτήτων. Ερωτήματα ωστόσο από το ακανθώδες αυτό ζήτημα άρχισαν να εγείρονται και στη χώρα μας. Οπως εξηγεί στο «Βήμα» ο ομότιμος καθηγητής Ογκολογίας στην Ιατρική του Πανεπιστημίου της Κρήτης Βασίλης Γεωργούλιας, πρόκειται για ένα αρκετά σύνθετο ζήτημα με πολλές παραμέτρους.
«Εχω συναντήσει ογκολογικούς ασθενείς που ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση, εύχονταν να πεθάνουν και τελικά έζησαν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Εχουμε εκπλαγεί πολλές φορές και διαψευστεί για το προσδόκιμο ζωής ασθενών. Δεν υπάρχει μαύρο και άσπρο στην ιατρική. Αυτή τη στιγμή στην Ογκολογία υπάρχουν συνεχείς εξελίξεις στον τομέα των θεραπειών. Βλέπουμε, δηλαδή, πράγματα τα οποία δεν πιστεύαμε πριν από λίγα χρόνια».
Ιδιαίτερη σημασία έχει για τον ίδιο το κατά πόσο η επιθυμία του ασθενούς για ιατρικά υποβοηθούμενο θάνατο προέρχεται από ενδογενείς ή εξωγενείς παράγοντες. Μπορεί, όπως λέει, για κάποιον να αποτελεί συνειδητή επιλογή αλλά για κάποιον άλλον η επιθυμία αυτή να πηγάζει από τη συμπεριφορά συγγενών που είτε κουράστηκαν ψυχικά είτε θέλουν να επισπεύσουν τον θάνατο του δικού τους ανθρώπου λόγω υστεροβουλίας.
«Γνωρίζουμε ότι η επιθυμία για έναν ταχύτερο θάνατο μπορεί να αυξομειώνεται καθώς οι άνθρωποι πλησιάζουν στο τέλος της ζωής τους και σε ορισμένους η επιθυμία αυτή μπορεί να εξαφανιστεί εντελώς με την πάροδο του χρόνου. Παράγοντες όπως η κατάθλιψη, τα σοβαρότερα σωματικά συμπτώματα, το αίσθημα απαξίωσης από το συγγενικό περιβάλλον και η απώλεια αξιοπρέπειας συνδέονται με την επιθυμία για επίσπευση του θανάτου» εξηγεί από την πλευρά της η Κάθριν Σλίμαν, γιατρός και καθηγήτρια Παρηγορικής Φροντίδας στο King’s College του Λονδίνου.
Παρηγορική Φροντίδα
Θα μπορούσε, άραγε, η Παρηγορική (γνωστή και ως ανακουφιστική) Φροντίδα να συμβάλει στην ανακούφιση ασθενών τελικού σταδίου και να τους προσφέρει μια αξιοπρεπή ζωή; Για την Αθηνά Βαδαλούκα, αναπληρώτρια καθηγήτρια Αναισθησιολογίας, Θεραπείας Πόνου και Παρηγορικής Φροντίδας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, η απάντηση είναι ναι.
«Πριν από λίγα χρόνια με επισκέφτηκε στο Κέντρο Πόνου που ίδρυσα στο Αρεταίειο νοσοκομείο μια γυναίκα με καρκίνο η οποία υπέφερε από τους πόνους και ήθελε να μεταβεί στην Ελβετία προκειμένου να υποβληθεί σε ευθανασία» λέει στο «Βήμα». «Της ζήτησα να μείνει κοντά μας, κάναμε ό,τι έπρεπε για τη θεραπεία του πόνου της, ενώ παράλληλα η ψυχολόγος της ομάδας τής παρείχε στήριξη. Η γυναίκα έζησε άλλα 2,5 ποιοτικά χρόνια. Οι άνθρωποι που βρίσκονται στο τελικό στάδιο, τη θέλουν τη ζωή τους, την αγαπάνε, αρκεί να μην υποφέρουν» σημειώνει.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο Σωκράτης Παπαγεωργίου, καθηγητής Νευρολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστηµίου Αθηνών, υπεύθυνος του Τμήματος Νευροεκφυλιστικών Παθήσεων και του Ιατρείου Μνήµης, Ανοιας και νόσου Πάρκινσον, µέσω του Εθνικού ∆ικτύου Τηλεϊατρικής (Ε∆ΙΤ). «Κάποιες χώρες, κυρίως ευρωπαϊκές, έχουν κάνει μεγάλη πρόοδο στην ανακουφιστική θεραπεία και πλέον συζητούν εκτενώς θέματα που αφορούν το ποια πρέπει να είναι η βοήθεια στον ασθενή που πλησιάζει στον θάνατο υποφέροντας» αναφέρει.
«Στην Ελλάδα δεν μπορούμε να μιλάμε για ιατρικά υποβοηθούμενη αυτοκτονία ή για ευθανασία όταν απουσιάζει η οργανωμένη ανακουφιστική φροντίδα για τους βαρέως πάσχοντες ασθενείς. Πάρτε για παράδειγμα έναν ασθενή με εξελισσόμενη αναπηρία από νευροεκφυλιστικό νόσημα. Η λύση στο πρόβλημα της αυτονομίας του, που τόσο τον ταλαιπωρεί ψυχικά, θα πρέπει να είναι το δικαίωμά του στην αυτοκτονία ή η παροχή ενός υποστηρικτικού πλαισίου ανακουφιστικής φροντίδας σε συνδυασμό με πόλεις φιλικές προς τα ΑμεΑ, που θα του επιτρέπουν να κυκλοφορεί με το αμαξίδιό του και να αισθάνεται ενεργός στην καθημερινότητά του;» διερωτάται.
Υπάρχουν περιπτώσεις που η ανακουφιστική φροντίδα δεν πετυχαίνει και ο ασθενής έχει μια κακή καθημερινότητα και μικρό προσδόκιμο ζωής. Τότε, σύμφωνα με τον ομότιμο καθηγητή Παθολογίας-Νεφρολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρο του Ωνάσειου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου Ιωάννη Μπολέτη, θα έπρεπε υπό προϋποθέσεις ο πάσχων να έχει το δικαίωμα της ιατρικά υποβοηθούμενης αυτοκτονίας. «Μέχρι να φτάσουμε όμως εκεί θα πρέπει η Ιατρική να κάνει ό,τι μπορεί για τον ασθενή προκειμένου να τον ανακουφίσει και να του δώσει μια προοπτική ζωής. Να μην πάμε, δηλαδή, κατευθείαν σε εύκολες λύσεις» τονίζει.
«Η στιγμή που δεν θα ξεχάσω ποτέ»
Για τη Ζωή Γραμματόγλου, πρώην καρκινοπαθή και ιδρύτρια των Συλλόγου Καρκινοπαθών ΚΕΦΙ, το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των ασθενών τελικού σταδίου στον θάνατο θα έπρεπε να είναι νομικά κατοχυρωμένο.
«Δε θα ξεχάσω ποτέ τον Θανάση Σεφερλή, χειρουργό-ορθοπαιδικό στη Σουηδία που διαγνώστηκε με καρκίνο στον εγκέφαλο. Εζησε 18 χρόνια άρρωστος αλλά από ένα σημείο κι έπειτα οι μεταστάσεις τον έκαναν να πονά αφόρητα και να χάσει τη φωνή του. Τότε μου έγραψε σε ένα χαρτάκι: «Ζωή, τώρα χρειάζεται ο υποβοηθούμενος θάνατος»»…
Πέδρο Αλμοδόβαρ στο «Βήμα» : «Είμαστε οι ιδιοκτήτες της ζωής μας»
«Ως σκηνοθέτης θέλω, φυσικά, να ψυχαγωγήσω, αλλά επιθυμώ, επίσης, και να συγκινήσω τους θεατές. Η ταινία αυτή αφηγείται την ιστορία μιας φιλίας, και ταυτόχρονα την ιστορία ενός ανθρώπου, του χαρακτήρα της Τίλντα, που επιθυμεί η φίλη της να τη συντροφεύσει στις τελευταίες μέρες της ζωής της. Μερικές φορές, πράγματι, το σημαντικότερο πράγμα που μπορεί ένας άνθρωπος να κάνει για κάποιον άλλον είναι απλώς το να είναι παρών, στο διπλανό δωμάτιο, σιωπηλός, ως σύντροφος.
Είναι πολύ σπουδαίο, δείχνει συμπόνια. Ισως είναι κλισέ, αλλά όταν κάποιος χρειάζεται τη βοήθειά μας, είναι ίσως η πιο σωστή επιλογή. Θέλω, ακόμα, να μιλήσω και για το πώς αισθάνομαι σχετικά με τη θνητότητα. Πιστεύω πως είμαστε οι ιδιοκτήτες της ζωής μας, πρέπει να μπορούμε να επιλέξουμε ελεύθερα τον τρόπο που ζούμε, αλλά και όταν πια βρισκόμαστε ασθενείς να μπορούμε να επιλέξουμε τον τρόπο που θα πεθάνουμε.
Οταν ο χαρακτήρας της Τίλντα ζητεί σε μια από τις καλύτερές της φίλες να τη συνοδεύσει στο τέλος της ζωής της, είναι μια ενδιαφέρουσα κατάσταση δύο φίλων που επαναπροσεγγίζουν τη φιλία τους και αναστοχάζονται τον τρόπο με τον οποίο αλληλεπιδρούν, με αφορμή αυτή την τόσο ευάλωτη, ακραία κατάσταση».