Πόσο κοντά μπορεί να βρισκόμαστε σε μια νέα πανδημία; Η ερώτηση αυτή, αν και προκαλεί πλήθος επιστημονικών σεναρίων και ασκήσεων ετοιμότητας, δεν είναι εύκολο να απαντηθεί. Και αν τις προηγούμενες ημέρες αναρωτηθήκαμε, σύσσωμη η επιστημονική κοινότητα διατείνεται με απόλυτη σιγουριά πως κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να προκληθεί από τον μεταπνευμονοϊό (hMPV), για τον οποίο έγινε πολλή συζήτηση τις τελευταίες ημέρες αλλά παραλλαγές του γνωρίζει η ανθρωπότητα πάνω από δύο δεκαετίες.

Η πρόσφατη αναστάτωση η οποία προκλήθηκε μετά και τις εικόνες από τα νοσοκομεία της Κίνας αποδίδεται κυρίως στην ανασφάλεια που έχουμε όλοι μετά την πανδημία του κορωνοϊού και την εκτίμηση ότι η χώρα αυτή αποτέλεσε εφαλτήριό της. Ωστόσο, όπως εξηγούν οι επιστήμονες, από εκεί και πέρα δεν συντρέχει κανένας άλλος λόγος ουσιαστικής ανησυχίας.

Ο καθηγητής Επιδημιολογίας – Προληπτικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος του ΔΣ ΕΟΔΥ Δημήτρης Παρασκευής λέει στο «Βήμα» ότι «με βάση τα δεδομένα και τις πληροφορίες που έχουμε για τον μεταπνευμονοϊό, δεν υπάρχει κάποια ανησυχία».

«Βιώνουμε μια συνήθη εικόνα, υψηλής κυκλοφορίας λοιμώξεων του αναπνευστικού αυτή την περίοδο, σε όλες τις περιοχές του Βόρειου Ημισφαιρίου» λέει ο κ. Παρασκευής. «Τα δε χαρακτηριστικά σε ό,τι αφορά τα ποσοστά των παθογόνων στην Κίνα είναι παρόμοια με άλλες χώρες, με μεγαλύτερα τα ποσοστά γρίπης. Δεν αναφέρεται κάποια κατάσταση συναγερμού ή κάτι ασυνήθιστο. Βλέποντας αυτά τα στοιχεία και τα χαρακτηριστικά των ατόμων που νοσούν, επιβεβαιώνεται αυτή η εικόνα. Συγκρίνοντάς τα δε με το τι συνέβη το 2019, πιστεύω ότι οι κινεζικές Αρχές δεν απέκρυψαν κάτι εκείνη την περίοδο. Τον Δεκέμβριο του 2019 είχαν ανακοινώσει ότι έχουν περιστατικά λοιμώξεων αναπνευστικού άγνωστου αιτιολογίας και λίγες ημέρες μετά, και συγκεκριμένα στις 31 Δεκεμβρίου 2019, είχε ανακοινωθεί ήδη η κατάσταση παγκόσμιας ανησυχίας».

Ο κ. Παρασκευής υπερασπίζεται επίσης την άποψη ότι μετά την πανδημία έχουν βελτιωθεί και τα αντανακλαστικά ετοιμότητας των υγειονομικών συστημάτων στις περισσότερες χώρες της υψηλίου. Οπως εξηγεί, «μετά την πανδημία έχουν γίνει και βήματα σε διάφορους τομείς, όπως στη διαθέσιμη τεχνογνωσία, στον εξοπλισμό, τους διαγνωστικούς ελέγχους, τις μεθόδους διαχείρισης αλλά και σε ό,τι αφορά το Σύστημα Υγείας. Βέβαια κανένα σύστημα σε καμιά χώρα δεν μπορεί να είναι έτοιμο να διαχειριστεί ένα δεκαπλάσιο φορτίο, αλλά σίγουρα υπάρχει ένας βαθμός ετοιμότητας και από πλευράς διαχείρισης και από πλευράς εξοπλισμού, εμπειρίας και συστημάτων επιτήρησης». Ο ίδιος αναφέρεται στην ετοιμότητα του ΕΟΔΥ και εξηγεί ότι «αν υπάρξει θέμα, αν μεταβούμε σε μια κατάσταση αυξημένου κινδύνου, τότε θα υπάρξει και η σχετική αντίδραση. Τώρα θα έλεγα ότι είμαστε σε μια κατάσταση κινδύνου ρουτίνας, η οποία δεν σημαίνει ότι ο Οργανισμός είναι σε απραξία».

Ποιες είναι όμως σήμερα οι αντοχές και η δυνατότητα ανταπόκρισης του Εθνικού Συστήματος Υγείας; Στην ερώτηση αυτή, ο υφυπουργός Υγείας Μάριος Θεμιστοκλέους απαντάει ότι «το Σύστημα πλέον γνωρίζει πώς να ανταποκριθεί εάν παραστεί ανάγκη. Το ΕΣΥ διαθέτει πλέον μνήμη επιχειρησιακής αντίδρασης και ανταπόκρισης και είναι σε θέση να εφαρμόσει σχέδια».

Η εικόνα στα ελληνικά νοσοκομεία

Μιλώντας στο «Βήμα», ο υφυπουργός Υγείας συμπληρώνει ακόμα ότι «το ΕΣΥ αυτή τη στιγμή δεν πιέζεται από την κυκλοφορία των αναπνευστικών ιών, και μάλιστα, με βάση τα στοιχεία από τις εισαγωγές στα νοσοκομεία, είμαστε σε καλύτερα επίπεδα σε σχέση με πέρυσι, δηλαδή υπάρχουν πολύ λιγότερες εισαγωγές».

Από την πλευρά τους οι επιδημιολόγοι, ειδικά όσοι βρίσκονταν στην «πρώτη γραμμή» την περίοδο της πανδημίας, λένε στο «Βήμα» ότι ανησυχούν περισσότερο για τη γρίπη και την εξέλιξή της παρά για τον πνευμονοϊό. Πάντως, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΟΔΥ, αποδεικνύεται ότι η κατάσταση στα νοσοκομεία στην αρχή του 2025 είναι σαφώς καλύτερη έναντι της αντίστοιχης περιόδου του 2024.

Συγκεκριμένα το διάστημα 30 Δεκεμβρίου 2024 – 5 Ιανουαρίου 2025 καταγράφηκαν 538 νέες εισαγωγές λόγω COVID-19, ενώ ο μέσος εβδομαδιαίος αριθμός νέων εισαγωγών κατά τις προηγούμενες τέσσερις εβδομάδες ήταν 548. Επίσης ο αριθμός των νέων διασωληνώσεων ήταν 8, με τον μέσο εβδομαδιαίο αριθμό κατά τις προηγούμενες τέσσερις εβδομάδες να είναι 9. Ο δε αριθμός των ασθενών με λοίμωξη που νοσηλεύονται διασωληνωμένοι είναι 26.

Επίσης όσον αφορά τη γρίπη, την ίδια εβδομάδα καταγράφηκαν 7 νέα σοβαρά κρούσματα με νοσηλεία σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, ενώ συνολικά τις τελευταίες 13 εβδομάδες έχουν καταγραφεί 31 εργαστηριακά επιβεβαιωμένα κρούσματα γρίπης με νοσηλεία σε ΜΕΘ.

Αντίστοιχα, το 2024 την πρώτη εβδομάδα του έτους ο αριθμός των εισαγωγών από λοίμωξη COVID-19 είχε ανέλθει στις 1.679, παρουσιάζοντας αύξηση 15% σε σχέση με τον μέσο εβδομαδιαίο αριθμό εισαγωγών τις προηγούμενες 4 εβδομάδες.

Επίσης ο αριθμός των νέων διασωληνώσεων ήταν 37, αυξημένος σε σχέση με τον μέσο εβδομαδιαίο αριθμό νέων διασωληνώσεων κατά τις προηγούμενες 4 εβδομάδες (28). Ο αριθμός των ασθενών που νοσηλεύονταν διασωληνωμένοι ήταν 78. Την ίδια περίοδο είχαν καταγραφεί 14 νέα σοβαρά κρούσματα γρίπης με νοσηλεία σε ΜΕΘ, ενώ σε διάστημα 13 εβδομάδων είχαν νοσηλευθεί 49 άτομα με εργαστηριακά επιβεβαιωμένη γρίπη σε ΜΕΘ.

ΜΕΘ χωρίς προσωπικό

Η περίοδος της πανδημίας, όπως αποδεικνύεται από την τρέχουσα εικόνα του ΕΣΥ, το προικοδότησε με έναν σημαντικά μεγάλο αριθμό νέων κλινικών σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ). Οπως επισημαίνει η κυρία Μαρία Θεοδωρακοπούλου, πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Εντατικής Θεραπείας, σήμερα υπάρχουν περίπου 800 κρεβάτια ΜΕΘ σε λειτουργία από το σύνολο των 910 που αποκτήσαμε με την πανδημία. Επίσης δίνονται από τις ιδιωτικές ΜΕΘ από 80 έως 120 κλίνες, πάντα με σύμβαση ΕΟΠΠΥ, σε περιόδους που αυξάνονται οι ανάγκες (π.χ. εποχική γρίπη). Ετσι, σε περίοδο κρίσης ξεπερνάμε τις 1.000 κλίνες και είμαστε πλέον στον ευρωπαϊκό μέσο όρο κλινών.

Το πρόβλημα ωστόσο είναι ότι κάποιες από αυτές απλώς… δεν λειτουργούν όταν το προσωπικό δεν επαρκεί. Υπολογίζεται ότι στο σύστημα περίπου ένα ποσοστό 4%-5% δεν είναι αξιοποιήσιμο. Να θυμίσουμε επίσης ότι στο πρόσφατο παρελθόν ακόμα και στελέχη του ΕΣΥ είχαν σημειώσει πως κάποιες ΜΕΘ έως και «περισσεύουν»…

Οι ίδιοι οι εντατικολόγοι μάλιστα κάνουν λόγο για σοβαρά προβλήματα όσον αφορά την ειδικότητά τους και την ορθή λειτουργία των ΜΕΘ. Σε πρόσφατη επιστολή της προς τον υπουργό Υγείας, η Εταιρεία Εντατικής Θεραπείας τονίζει ότι οι ΜΕΘ παραμένουν υποστελεχωμένες, ενώ οι συνθήκες εργασίας των εντατικολόγων χαρακτηρίζονται από εξαιρετικά μεγάλη επιβάρυνση. Παράλληλα, αναφέρουν ότι δεν υπάρχει κανένας σχεδιασμός για τη δημιουργία σύγχρονων προδιαγραφών στη λειτουργία τους, ούτε έχουν ληφθεί μέτρα για τη βελτίωση των υποδομών και των υπηρεσιών.

Απο την πλευρά της η κυρία Θεοδωρακοπούλου λέει χαρακτηριστικά ότι «η έλλειψη ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού συχνά είναι σε τραγικά επίπεδα, ενώ οι περισσότερες ΜΕΘ της χώρας που αποτελούν ραχοκοκαλιά του νοσοκομείου λειτουργούν με συνθήκες κάτω των ελάχιστων προδιαγραφών λειτουργίας και ασφάλειας».

Σχολιάζοντας τα παραπάνω, κύκλοι του υπουργείου Υγείας αναφέρονται τελικά στη συνολική ετοιμότητα του συστήματος για να ανταποκριθεί σε ένα ενδεχόμενο μιας νέας πανδημικής έξαρσης και σχολιάζουν ότι σημαντική θεωρείται η λειτουργία της ηλεκτρονικής πλατφόρμας η οποία μέσα σε 2-3 ώρες μπορεί να αξιολογήσει και να κατευθύνει τα βαριά περιστατικά στις διαθέσιμες ΜΕΘ, όταν στο παρελθόν κάτι τέτοιο μπορεί να απαιτούσε ακόμα και ένα 24ωρο.