Στην ενεργοβόρα βιομηχανία και στους ιδιώτες που θα επενδύσουν στην ενεργειακή αξιοποίηση των σκουπιδιών μεταθέτει η κυβέρνηση το βάρος της επίτευξης των ευρωπαϊκών στόχων διαχείρισης των απορριμμάτων. Σήμερα, στην Ελλάδα μόνο το 20% των αστικών αποβλήτων ανακυκλώνεται, ενώ περίπου το 80% καταλήγει σε ΧΥΤΑ (Χώρους Υγειονομικής Ταφής Απορριμμάτων) και σε όσες χωματερές δεν έχουν ακόμη σφραγιστεί. Δηλαδή, η χώρα μας βρίσκεται πολύ μακριά από τον ευρωπαϊκό στόχο που ορίζει ότι έως το 2030 θα θάβεται μόνο ένα 10% των υπολειμμάτων των σκουπιδιών (έπειτα από την ανάκτηση, ανακύκλωση κ.λπ.).
Ετσι, πριν από μία τριετία, μέσω μιας πρόβλεψης που περιελήφθη στο αναθεωρημένο Εθνικό Σχέδιο Διαχείρισης Απορριμμάτων (ΕΣΔΑ), τέθηκε στο επίκεντρο της στρατηγικής διαχείρισης των απορριμμάτων στην Ελλάδα η καύση, ως απαραίτητη μέθοδος για την επίτευξη της μείωσης των υπολειμμάτων στο 10% εντός της δεκαετίας. Μάλιστα, τέσσερις μήνες πριν, σε μια νέα τροποποίηση του ΕΣΔΑ, προωθήθηκε η ενεργειακή αξιοποίηση όχι μόνο απορριμματογενών καυσίμων, αλλά και σύμμεικτων σκουπιδιών.
Η τεχνική έκθεση και οι συζητήσεις
Ωστόσο, το… κεφάλαιο της ενεργειακής αξιοποίησης των σκουπιδιών δεν έχει ακόμη ανοίξει, αν και όλες οι δρομολογούμενες μονάδες διαχείρισης απορριμμάτων περιλαμβάνουν τη μετατροπή του υπολείμματος σε απορριμματογενές καύσιμο. Μόλις πρόσφατα, το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ) ολοκλήρωσε την τεχνική έκθεση η οποία αναλύει την αγορά διάθεσης δευτερογενών καυσίμων και υπολειμμάτων σκουπιδιών τα οποία εκτιμάται ότι θα παράγονται στην Ελλάδα – έπειτα από την ανάκτηση υλικών και την ανακύκλωση – έως το 2030. Ετσι, ξεκίνησε η σχετική διαβούλευση με την αγορά. Την περασμένη εβδομάδα, σύμφωνα με πληροφορίες, ξεκίνησαν και οι επαφές με τη βιομηχανία και όσους δραστηριοποιούνται στη διαχείριση απορριμμάτων ώστε να προσδιοριστεί το ύψος των ποσοτήτων που μπορεί να απορροφήσουν οι παραγωγικές μονάδες της χώρας ως καύσιμα, να ξεκαθαριστεί ο αριθμός των μονάδων ενεργειακής αξιοποίησης που τελικά μπορεί να «σηκώσει» η χώρα, βάσει των ποσοτήτων που θα απομείνουν, και να διερευνηθεί το επενδυτικό ενδιαφέρον.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της τεχνικής έκθεσης, τα συνολικά παραγόμενα υπολείμματα αστικών αποβλήτων και δευτερογενών καυσίμων το 2030 θα είναι 1.204.000 τόνοι ανά έτος, έπειτα από την ανάκτηση των ανακυκλούμενων υλικών από την επεξεργασία των περίπου 5,5 εκατ. τόνων αστικών απορριμμάτων που παράγονται κάθε χρόνο στην Ελλάδα. Οπως αναφέρει στο «Βήμα» ανώτατο στέλεχος του ΥΠΕΝ, υπολογίζεται ότι από αυτές τις ποσότητες, περίπου 700.000 τόνοι θα καταλήγουν στις τσιμεντοβιομηχανίες και οι υπόλοιπες στο δίκτυο των μονάδων ενεργειακής αξιοποίησης. Με αυτά τα δεδομένα, η ίδια πηγή εκτιμά ότι απαραίτητες θα είναι δύο ή τρεις μονάδες καύσης (για ενεργειακή αξιοποίηση μέσω θερμικής επεξεργασίας), μία στην Αττική και μία στην Πτολεμαΐδα (Δυτική Μακεδονία), στις υπό απολιγνιτοποίηση εκτάσεις της ΔΕΗ και πιθανώς (εάν κριθεί απαραίτητο) μία στην Κρήτη η οποία θα εξυπηρετεί και τα νησιά.
Ωστόσο, η πλήρης εικόνα θα διαμορφωθεί αφού ολοκληρωθεί η διαβούλευση που μόλις ξεκίνησε στην οποία έχουν κληθεί οι τσιμεντοβιομηχανίες και άλλοι παραγωγικοί φορείς να δηλώσουν τις ποσότητες απορρόφησης δευτερογενών καυσίμων με βάση την υφιστάμενη παραγωγική δομή τους και τις ενδεχόμενες προγραμματισμένες επεκτάσεις της δραστηριότητάς τους. Απαιτείται επίσης να εξασφαλισθεί σε μακροχρόνιο ορίζοντα ένας σταθερός ρυθμός απορρόφησης των δευτερογενών καυσίμων ή και υπολειμμάτων από κάθε ενεργοβόρα βιομηχανία ή μονάδα ενεργειακής αξιοποίησης. Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας θα διερευνηθεί το πιθανό ενδιαφέρον για επενδύσεις σε μονάδες ενεργειακής αξιοποίησης και – εφόσον υπάρχει – θα προσδιοριστούν οι ποσότητες δευτερογενών καυσίμων και υπολειμμάτων που μπορεί να απορροφηθούν και οι απαιτήσεις ως προς την ποιότητά τους. Επίσης, θα διερευνηθεί τεχνοοικονομικά μια κρίσιμη παράμετρος που αφορά τη μέγιστη απόσταση μεταφοράς τους (από τον τόπο όπου παράγονται στις μονάδες), η οποία επηρεάζει το συνολικό κόστος της διαχείρισης.
Τρεις μονάδες σε Αττική, Δ. Μακεδονία και Κρήτη
Οι μελετητές της τεχνικής έκθεσης του αρμόδιου υπουργείου ανέλυσαν την αγορά ώστε να προσδιοριστεί η σκοπιμότητα δημιουργίας δικτύου μονάδων ενεργειακής αξιοποίησης αστικών αποβλήτων. Ετσι, έχει ήδη χαρτογραφηθεί το μέγιστο δυναμικό παραγωγής δευτερογενών καυσίμων και υπολειμμάτων, λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνο τις υφιστάμενες Μονάδες Επεξεργασίας Αποβλήτων (ΜΕΑ) ή Μονάδων Ανάκτησης Ανακύκλωσης (ΜΑΑ), αλλά και τις προβλεπόμενες στον σχεδιασμό (ήδη δρομολογημένες ή μελλοντικές) μονάδες. Επίσης, εκτιμήθηκε η παραγωγή υλικών ανά μονάδα σε χρονικό ορίζοντα 25ετίας.
Οπως ήταν αναμενόμενο, η μεγαλύτερη παραγωγή προβλέπεται σε Αττική, Κεντρική Μακεδονία και Κρήτη, όπου συγκεντρώνονται και οι μεγαλύτεροι πληθυσμοί της χώρας, όπου προσδιορίζεται ότι θα χωροθετηθούν και οι μονάδες ενεργειακής αξιοποίησης.
Τι είναι δευτερογενές/απορριμματογενές καύσιμο
Ανακτάται από Μονάδες Επεξεργασίας Αστικών Αποβλήτων (ΜΕΑ) αφού γίνει διαχωρισμός των απορριμμάτων με συστήματα μηχανικής επεξεργασίας και ανάκτηση των ανακυκλώσιμων υλικών και ακολουθήσει ειδική επεξεργασία. Δευτερογενές καύσιμο ενδεχομένως να προκύψει και από Κέντρα Διαλογής Ανακυκλώσιμων Υλικών.
Οι μετρήσεις και οι προβλέψεις
Οι περιβαλλοντικές απαιτήσεις
Στην τεχνική έκθεση του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας προσδιορίζονται και περιβαλλοντικές απαιτήσεις ως προς την καύση, όπως είναι οι μετρήσεις διοξινών και φουρανίων με δώδεκα δειγματοληψίες ανά κλίβανο σε ετήσια βάση (αντί για δύο/έτος που προβλέπεται από την ισχύουσα νομοθεσία), η δημοσιοποίησή τους στην ανοιχτή πλατφόρμα καταγραφής αέριων ρύπων καθώς και η σύνταξη, ανά τέσσερα έτη, μελέτης διασποράς αέριων ρύπων. Προβλέπεται ακόμη δημιουργία ανοιχτής ηλεκτρονικής πλατφόρμας καταγραφής επτά τοξικών αέριων ρύπων (σκόνη, οξείδια του αζώτου, διοξείδιο του θείου, ολικό οργανικό άνθρακα, αμμωνία, υδροχλώριο, υδροφθόριο) ώστε κάθε πολίτης να συγκρίνει τις εκπομπές αέριων ρύπων κάθε εργοστασίου που καίει δευτερογενή καύσιμα ή υπολείμματα αποβλήτων με τις ημερήσιες οριακές τιμές όπως αυτές ορίζονται στην εθνική νομοθεσία. Στην ίδια πλατφόρμα θα δημοσιοποιούνται και οι μετρήσεις διοξινών και φουρανίων.