Με τις συζητήσεις για διακρατικές συνεργασίες, ερευνητικές συμφωνίες ή επιχειρηματικούς σχεδιασμούς να έχουν «φουντώσει» στον χώρο της ιδιωτικής αγοράς τριτοβάθμιας εκπαίδευσης της χώρας, η κυβέρνηση «ανοίγει» την εφετινή ΔΕΘ με το θέμα των μη κρατικών ΑΕΙ ανάμεσα στις κεντρικές εξαγγελίες της.
Οι αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Παιδείας, με τη συνεργασία νομικών και εμπειρογνωμόνων, εργάζονται αυτές τις ημέρες πυρετωδώς, προκειμένου να συνταχθεί σχετικός νόμος που θα περιλαμβάνει τη διαδικασία διαμόρφωσης των κριτηρίων για τη λειτουργία των ιδιωτικών πανεπιστημίων από την ηγεσία της Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης της χώρας (ΕΘΑΑΕ) και να παρουσιαστεί ο συνολικός σχεδιασμός των νέων διακρατικών συμφωνιών που απαιτούνται, το μεθεπόμενο Σαββατοκύριακο στη Θεσσαλονίκη.
Στο περιθώριο αυτών όμως, οι συνταγματολόγοι διασταυρώνουν ήδη με φλογερό πνεύμα τα νομικά τους «ξίφη»: υπερισχύει ή όχι το κοινοτικό δίκαιο του ελληνικού Συντάγματος; Για πόσο μπορεί η Ελλάδα να στέκεται πίσω από το άρθρο 16 του Συντάγματος, τη στιγμή που δεκάδες κολέγια λειτουργούν ήδη στη χώρα μας ως παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων δίνοντας πτυχία ισότιμα σε επίπεδο επαγγελματικών δικαιωμάτων με εκείνα των ελληνικών δημοσίων ΑΕΙ; Και η ακαδημαϊκή υπόσταση των πτυχίων;
Τα ερωτήματα αυτά αναμένεται να αναλυθούν τις επόμενες ημέρες εκτενώς. Οπως είναι γνωστό, η κυβέρνηση θα αξιοποιήσει τις διακρατικές συμφωνίες του άρθρου 28 του Συντάγματος, οι οποίες μπορούν να γίνουν με χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης ή με άλλες χώρες του κόσμου, ώστε να ξεπεράσει τους περιορισμούς του άρθρου 16 και να επιτρέψει τη λειτουργία ιδιωτικών ΑΕΙ στη χώρα. Βέβαιο είναι ότι θα συνταχθούν κατά προτεραιότητα σχετικές συμφωνίες με την Κύπρο, ενώ στην περίπτωση των ΗΠΑ θα χρειαστεί μια διαφορετική «εξίσωση» δεδομένου του ότι αποτελείται από Πολιτείες με διαφορετική νομολογία.
Φαίνεται δε ότι η νομική «οχύρωση» της νέας διάστασης στην ανώτατη εκπαίδευση της χώρας συνδέεται κατ’ αρχήν με ένα απλό δεδομένο: την εγκατάσταση σε πρώτη φάση παραρτημάτων στην Ελλάδα αλλοδαπών ιδιωτικών ΑΕΙ και όχι την ίδρυση από την αρχή επί ελληνικού εδάφους μη δημοσίων πανεπιστημίων.
Σε αδύναμα θεμέλια
Η αλήθεια είναι βέβαια ότι όσο και αν διαφωνήσει κάποιος με την ιεράρχηση των οικονομικών όρων και συμφωνιών στις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ενωσης ή άλλων χωρών του κόσμου, το θέμα της άρνησης από τη χώρα μας στη λειτουργία επί εδάφους της μη κρατικών πανεπιστημίων μοιάζει να στηρίζεται σε αδύναμα θεμέλια, σε μια εποχή δε που οι παράλληλοι συνταγματικοί δρόμοι αλλά και οι διαφορετικές νομολογίες που συνδέονται σε ελληνικό αλλά και διεθνές επίπεδο, έχουν φτιάξει ήδη τις δικές τους νέες πραγματικότητες.
Κρίσιμο δε για την Ελλάδα σήμερα δεν είναι τόσο το αν θα μπορέσουν να λειτουργήσουν σε αυτήν μη κρατικά ΑΕΙ αλλά το να στηριχθούν πολιτικά, οικονομικά και θεσμικά τα δημόσια πανεπιστήμιά της.
Οσον δε αφορά τη διάκριση μεταξύ ακαδημαϊκής και επαγγελματικής αναγνώρισης ενός τίτλου σπουδών, το θέμα φαίνεται ότι επίσης θα λυθεί με τις νέες διατάξεις και τη νομική ώσμωση που αναπόφευκτα θα φέρουν αυτές, μεταξύ δημοσίων και ιδιωτικών ΑΕΙ στη χώρα.
Ποια είναι τα επόμενα βήματα; Οπως προαναφέρθηκε, το άρθρο 28 του Συντάγματος και οι διακρατικές συμφωνίες που οριοθετεί είναι εκείνα που προτάσσουν οι νομικοί που συντάσσουν τις νέες διατάξεις για την ανώτατη εκπαίδευση και την ΕΘΑΑΕ και οι οποίες αναμένεται να γίνουν γνωστές ως το τέλος του 2023, δίνοντας το νομικό «έδαφος» για να πατήσουν οι εκπαιδευτικές συμφωνίες που ήδη σχεδιάζονται για τη νέα χρονιά.
Τι σημαίνει αυτό; Σε πρώτη φάση, θα «νομιμοποιηθούν» και θα λειτουργήσουν με διαφορετικό καθεστώς αναγνωρισμένα από την αγορά της χώρας ιδρύματα που ως σήμερα λειτουργούσαν με το καθεστώς του κολεγίου. Ή θα εγκαθιδρυθούν συμφωνίες που ήταν ήδη στα «σκαριά» τους τελευταίους μήνες για τη δημιουργία νέων εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων σε επιστημονικές περιοχές με μεγάλη ζήτηση στην Ελλάδα, η οποία ωστόσο συναντούσε πολύ αυστηρό αξιολογικό σύστημα εισόδου στα ελληνικά δημόσια ΑΕΙ.
Τι ισχύει στην Ευρώπη – Η αποκρυπτογράφηση του άρθρου 28
Οι διεθνείς συμφωνίες που ορίζει το άρθρο 28 γίνονται «με την επικύρωσή του αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου» όπως αναφέρεται στις διατάξεις του.
Οι προβλέψεις του δε, αναφέρουν οι συνταγματολόγοι, υπερισχύουν της ελληνικής σχετικής νομοθεσίας σε ό,τι αφορά βεβαίως μόνο το πεδίο της εφαρμογής του, που περιλαμβάνει στην περίπτωση αυτή την ίδρυση και λειτουργία πανεπιστημιακού ιδρύματος ή παραρτήματος χώρας στην Ελλάδα και το αντίστροφο, της Ελλάδας σε άλλες χώρες. Η επικύρωσή τους γίνεται, εξάλλου, υπό τον όρο της αμοιβαιότητας και του «σεβασμού των δημοκρατικών αρχών και της άσκησής τους σύμφωνα με τις διαδικασίες που ορίζουν οι εθνικές νομοθεσίες» των χωρών. Στα παραπάνω η Εθνική Αρχή για την Ανώτατη Εκπαίδευση (ΕΘΑΑΕ) θα πρωτοστατήσει ακριβώς στο να ορίσει «τι» θεωρείται πανεπιστήμιο για τη χώρα μας και να συντάξει τα περίφημα νέα κριτήρια για αυτό με βάση όσα ισχύουν ήδη κατ’ αντιστοιχία στα δημόσια πανεπιστήμια της Ελλάδας.
Τα παραπάνω θα δώσουν τη δυνατότητα δημιουργίας των νέων Ιδρυμάτων ή παραρτημάτων ΑΕΙ του εξωτερικού στην Ελλάδα, τη συνεργασία τους με ελληνικά πανεπιστήμια ή άλλους αναγνωρισμένους εκπαιδευτικούς φορείς. Στην Ευρωπαϊκή Ενωση σήμερα, πέραν των δημόσιων ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, στα οποία φοιτά η συντριπτική πλειονότητα των σπουδαστών, υπάρχουν ιδιωτικά πανεπιστήμια – που συνδέονται με το κράτος ή είναι ανεξάρτητα.
Τα τελευταία στοιχεία της Eurostat που εκδόθηκαν το 2020 ανέφεραν ότι συνολικά στην ΕΕ το 79,7% των σπουδαστών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης φοιτούσαν σε δημόσια ιδρύματα. Οι δύο χώρες με αποκλειστικά δημόσια ΑΕΙ ήταν η Ελλάδα και το Λουξεμβούργο.
- 24 δημόσια ΑΕΙ λειτουργούν σήμερα στην Ελλάδα (χωρίς να υπολογιστούν ΑΣΠΑΙΤΕ και Εκκλησιαστικές Ακαδημίες). Παράλληλα, σύμφωνα με το υπουργείο Παιδείας, επίσημα θεσμοθετημένα κολέγια στην Ελλάδα υπάρχουν 32.
- 2 χώρες στην ΕΕ έχουν αποκλειστικά δημόσια ΑΕΙ: η Ελλάδα και το Λουξεμβούργο. Ωστόσο και στα περισσότερα άλλα κράτη–μέλη η συμμετοχή νέων στα ιδιωτικά ΑΕΙ ήταν σχετικά μικρή. Σε 22 από τα 27 κράτη–μέλη τα 3/4 των φοιτητών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σπουδάζουν σε δημόσια πανεπιστήμια.