Το ταξίδι της αριστείας στα εκπαιδευτικά συστήματα του κόσμου, έχει δύο κεντρικούς σταθμούς: τα ακραία αυταρχικά συστήματα της Ανατολικής Ασίας ή τα θεαματικά φιλελεύθερα της σκανδιναβικής χερσονήσου, με τις βαλτικές χώρες, μέσω της Εσθονίας, να οδηγούν τα τελευταία χρόνια τον «χορό των καλύτερων» εντός του ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης).
Τα συστήματα των άκρων
Πειθαρχία, απαιτητικοί κανόνες και αυστηρή οριοθέτηση από τη μια πλευρά. Συνεργατικές παιδαγωγικές μέθοδοι, έλλειψη ανταγωνισμού και αυστηρών τεστ από την άλλη. Θεαματικό ως συμπέρασμα, όσο και αποκαλυπτικό: τα εκπαιδευτικά συστήματα του κόσμου που παράγουν τα καλύτερα αποτελέσματα (τουλάχιστον όπως τα μετρούν οι εκπαιδευτικές αναλύσεις της Pisa) είναι εκείνα τα εκπαιδευτικά συστήματα των άκρων.
Και πού βρίσκεται η Ελλάδα; Πουθενά… Οπως λέει στο «Βήμα» ο αναπληρωτής καθηγητής στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αθηνών Δημήτρης Φωτεινός «τα εκπαιδευτικά συστήματα για να δείξουν τα αποτελέσματά τους θέλουν είκοσι χρόνια εφαρμογής πριν αξιολογηθούν». Αφέθηκε στην Ελλάδα καμία εκπαιδευτική μεταρρύθμιση τις τελευταίες δεκαετίες πάνω από 5 χρόνια να «βλαστήσει»; Οχι. «Τα αποτελέσματα του τι διδάσκουμε σήμερα θα το δούμε (εάν δεν έχουμε αιφνίδιες αλλαγές) μετά από είκοσι χρόνια» προσθέτει.
Πίσω όμως στην αρχική μας διαπίστωση. Η αριστεία… κατοικεί στα «άκρα» των εκπαιδευτικών συστημάτων. «Στην Κίνα δεν έχει σημασία αν έχεις καλό βαθμό ή όχι, πρέπει έτσι κι αλλιώς να μελετήσεις σκληρά με πρότυπο εκείνους που αριστεύουν» λέει στη σύμβουλο εκπαίδευσης που έγραψε ολόκληρο βιβλίο για το θέμα Lucy Crehan η συγγενής μαθητή σε σχολείο της Σανγκάης.
Από την άλλη πλευρά, στη Φινλανδία τα παιδιά δεν πηγαίνουν στο σχολείο πριν συμπληρώσουν τα 7 τους χρόνια («για ένα μικρότερο παιδί το παιχνίδι είναι η δουλειά του» λένε οι Φινλανδοί), οι εκπαιδευτικοί τους ξέρουν ότι οι περισσότερες μαθησιακές δυσκολίες είναι βασικά κοινωνικές και συναισθηματικές δυσκολίες και η κοινωνία τους σέβεται ανεπιφύλακτα.
Η τελευταία εκπαιδευτική μέτρηση της Pisa (της έκθεσης αξιολόγησης του ΟΟΣΑ) έγινε το 2018. Ο διαγωνισμός γίνεται κάθε 3 χρόνια, ωστόσο λόγω της πανδημίας η τελευταία εξέταση έγινε το 2022 και αναμένεται να ανακοινωθεί προς το τέλος του 2023. Σε αυτόν, παρά τις προσπάθειες μεταρρυθμίσεων των προηγούμενων ετών, οι πληροφορίες αναφέρουν ότι οι έλληνες μαθητές και μαθήτριες βρίσκονται εκ νέου σε μια από τις χαμηλότερες θέσεις αξιολόγησης.
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι Κίνα και Ιαπωνία έχουν προσαρμόσει απολύτως την εκπαίδευσή τους στα ερωτήματα που θέτει ο ΟΟΣΑ στην Pisa του, οπότε αριστεύουν χωρίς εμπόδια. Από την άλλη πλευρά όμως, ούτε η Φινλανδία ούτε η Εσθονία (που βρίσκονται επίσης στην κορυφή των διαγωνισμών του) έχουν κάνει κάτι αντίστοιχο. Κατ’ επέκταση, η… εξήγηση για την επιτυχία των δύο εκπαιδευτικών «ακρών» βρίσκεται αλλού.
Σχολιάζοντας το θέμα στο «Βήμα» ο εκ των συντονιστών του προγράμματος της Pιsa για την Ελλάδα και του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) Κώστας Αποστολόπουλος λέει ότι «τα συστήματα με ακραία πιεστικό και αυταρχικό εκπαιδευτικό σύστημα δίνουν καλές επιδόσεις και στηρίζονται στο ότι οι μαθητές και μαθήτριες απαντούν με μεγάλη επιτυχία στα πιο μαθηματικοποιημένα γνωστικά αντικείμενα, ενώ εκείνοι των πιο φιλελεύθερων εκπαιδευτικών μοντέλων απαντούν πιο ολοκληρωμένα σε ερωτήσεις που συνδέονται με πληροφορίες οι οποίες αντλούνται από κείμενα. Δηλαδή, η δεύτερη κατηγορία κατανοεί περισσότερο το νόημα όσων διαβάζει και αξιοποιεί ακριβώς τις κρυμμένες πληροφορίες των κειμένων».
Η συναίνεση το βασικό ζητούμενο
«Στο ερώτημα γιατί και ποια είναι τα πιο επιτυχημένα εκπαιδευτικά συστήματα, βλέπουμε κάποια συμπεράσματα, αλλά αναζητούμε την αιτία» λέει ο κ. Φωτεινός. «Η ουσία λοιπόν εδώ είναι η έννοια της πειθαρχίας και της δέσμευσης». Ο κ. Φωτεινός εκφράζει τη διαφωνία του με τα ακραία απολυταρχικά εκπαιδευτικά συστήματα και λέει ότι «πρέπει να ξέρουμε πως η εκπαίδευση έχει να κάνει με το πώς είναι η κοινωνία μας τη δεδομένη στιγμή που τη μετράμε. Δεν είναι σωστό να βλέπουμε τι κάνουν οι άλλες χώρες και να ακολουθούμε τα εκπαιδευτικά μοντέλα τους. Εμείς είμαστε διαφορετική κοινωνία, πρέπει να βρούμε ποιες είναι οι ανάγκες της δικής μας κοινωνίας».
Πέραν όμως της εκπαιδευτικής συναίνεσης στην καθημερινότητα των σχολείων μας, πρέπει να βρούμε την πολιτική συναίνεση μέσα στην κοινωνία στα θέματα παιδείας, λέει ο ίδιος. «Δυστυχώς στη χώρα μας δεν υπάρχουν αντίστοιχες διαδικασίες μακροχρόνιας στρατηγικής, χάραξης στόχων και αξιολόγησής τους» συνεχίζει.
Η Αμαλία Υφαντή από το Παιδαγωγικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Πατρών αναφέρει ότι «το να αναζητάμε την επιτυχία ενός εκπαιδευτικού συστήματος ανάλογα με την αποδοτικότητά του δεν είναι συχνά η σωστή οπτική γωνία και αυτό δεν σημαίνει ότι έτσι θα αντιμετωπίσει και τις ανάγκες της κοινωνίας γύρω του που διαρκώς μεταβάλλονται» λέει η κυρία Υφαντή. Και προσθέτει ότι τα σχολεία δεν πρέπει να ωθούνται να είναι ανταγωνιστικά μεταξύ τους.
Αριθμοί:
- 6.403 15χρονοι από σχολεία 79 χωρών και οικονομιών που εξετάστηκαν σε τρία γνωστικά αντικείμενα πήραν μέρος στην Pisa του 2018 μαθητές από 256 σχολεία της Ελλάδας διαγωνίστηκαν στην τελευταία Pisa. Η χώρα μας (19,9%) σε σχέση με τον μέσο όρο ΟΟΣΑ (13,4%) βρέθηκε στα χαμηλότερα επίπεδα εγγραμματισμού και στα τρία γνωστικά αντικείμενα
- 8,7% των συμμετεχόντων από χώρες του ΟΟΣΑ έφτασε στα δύο υψηλότερα επίπεδα. Τα αποτελέσματα της επόμενης έκθεσης της Pisa αναμένονται στο τέλος του 2023
- 77% των μαθητών στις χώρες του ΟΟΣΑ, κατά μέσον όρο, κατατάχθηκαν τουλάχιστον στο βασικό επίπεδο κλίμακας εγγραμματισμού στην κατανόηση κειμένου
- 600.000 6.403 15χρονοι από σχολεία 79 χωρών και οικονομιών που εξετάστηκαν σε τρία γνωστικά αντικείμενα πήραν μέρος στην Pisa του 2018
Συνδυασμός ατομικής σκέψης και επίλυσης προβλημάτων
Στην έρευνά της για τα καλύτερα εκπαιδευτικά συστήματα του κόσμου, η εκπαιδευτικός Lucy Crehan διαπίστωσε ότι οι καλύτερες αίθουσες διδασκαλίας είναι αυτές που συνδυάζουν την ατομική σκέψη και την επίλυση προβλημάτων. Οπως διαπίστωσε από την έρευνά της, στα συστήματα υψηλής απόδοσης οι εκπαιδευτικοί είχαν υψηλότερες προσδοκίες για όλους τους μαθητές και δεν ξεχώριζαν αυτούς που είναι καλύτεροι από εκείνους που ήταν πιο αδύναμοι μέχρι την ηλικία των 15 ή 16 ετών. Στη Βρετανία από την άλλη πλευρά, έχει ξεκινήσει μια «πικρή» δημόσια συζήτηση περί των πιο αυστηρών εκπαιδευτικών μοντέλων, τα οποία μέρος της κοινής γνώμης στη χώρα θεωρεί πιο αποδοτικά, ειδικά μετά τη μεγάλη απόσταση που πήραν οι νέοι από την εκπαίδευση τα χρόνια της πανδημίας. Ηδη, ιδιωτικά σχολεία που έχουν ανοίξει στη χώρα εφαρμόζουν πολύ αυστηρό πρόγραμμα και κανόνες πειθαρχίας στη λειτουργία τους, κάτι που έχει προκαλέσει κοινωνικά debates σχετικά με το πόσο αυστηρή η πειθαρχία πρέπει να είναι στις βρετανικές τάξεις.