Δύσκολα μπορεί κάποιος να πιστέψει ότι το «εθνικό» γλυκό της Αργεντινής, το περίφημο Mantecol, μια ευφάνταστη, βουτυρένια παραλλαγή του χαλβά Φαρσάλων, με πρώτη ύλη το αράπικο φιστίκι, φέρει υπογραφή ελληνική.
Κι αποτελεί τη δημιουργία ενός δαιμόνιου νεαρού χιώτη μετανάστη. Του Μιχάλη – μετέπειτα Μιγκέλ – Γεώργαλου. Στην προπολεμική Βαρσοβία έμαθε την τέχνη του χαλβά από ξαδέλφια του.
Από τη Βαρσοβία στο Μπουένος Αϊρες
Το 1939, ενώ οι Ναζί εισέβαλαν στην Πολωνία, μπάρκαρε χωρίς διαβατήριο για το άγνωστο με το πρώτο διαθέσιμο βαπόρι. O 24χρονος Γεώργαλος είχε όμως «άστρο»: το πλοίο που πήρε είχε προορισμό το Μπουένος Αϊρες.
Στην Αργεντινή, χώρα των τεράστιων ευκαιριών («όπου και οι κόκορες γεννούσαν αβγά», σύμφωνα με τους πρώτους έλληνες μετανάστες), ο Μιχάλης Γεώργαλος διαισθανόταν πως με τον χαλβά μπορεί να προκόψει. Η ιστορία τον δικαίωσε. Ξεκίνησε να πουλά την αργεντίνικη πατέντα του τυλιγμένη σε ζελατίνη με ένα καροτσάκι. Σύντομα με το πείσμα, το επιχειρηματικό του δαιμόνιο, την εργατικότητά του και τη λατρεμένη αργεντινή σύζυγό του Μαρκέλα στο πλευρό του, κατόρθωσε να ανοίξει το πρώτο εργοστάσιο στο Μπουένος Aϊρες.
Βήμα-βήμα, χρόνο τον χρόνο, ο χιώτης μετανάστης δημιούργησε τη μεγαλύτερη αυτοκρατορία ζαχαροπλαστικής στην Αργεντινή, κι από τις μεγαλύτερες στη Λατινική Αμερική, με την επωνυμία Georgalos Hermanos (αρχικά ονομαζόταν La Greco Argentina), παράγοντας και σοκολάτες και καραμέλες και μπάρες.
«Ο πατέρας μου είχε το επιχειρηματικό δαιμόνιο του Ωνάση, ο οποίος επίσης δημιουργήθηκε στην Αργεντινή. Προώθησε πολύ μεθοδικά κι έξυπνα το Mantecol, τονίζοντας τα θρεπτικά συστατικά του. Δημιούργησε μια τεράστια επιχείρηση, χωρίς όμως να έχει τα ανακατέματα που είχε ο Ωνάσης με τις γυναίκες. Ο πατέρας μου ήταν πιστός και καλός σύζυγος. Δουλευταράς που δεν υπάρχει δεύτερος. Είμαστε περήφανοι που είχαμε αυτόν τον πατέρα» λέει σήμερα στο «Βήμα» η μεγαλύτερη κόρη του Μαρία Γεώργαλα, έχοντας δίπλα της, στη βάση της επιχείρησης-κολοσσό, στην Κόρδοβα του Μπουένος Αϊρες, την τρίτη γενιά της αυτοκρατορίας Georgalos Hermanos, την κόρη της, Κάτια Γουναρίδη. Αν ο γεννηθείς το 1915 στα Νένητα της Χίου γεννήτορας της εταιρείας δεν είχε μεταβεί στη Βαρσοβία το 1937, θα υπήρχε Mantecol; «Πιθανότατα όχι. Ζήτησαν οι συγγενείς μας, που διατηρούσαν εκεί ζαχαροπλαστείο, από τους παππούδες μου να στείλουν τον πατέρα μου γιατί ξέραν πως είναι ντόμπρος και δουλευταράς. Του έμαθαν τη δουλειά μέχρι να μπουν οι Γερμανοί στην πόλη, οπότε μπάρκαρε» εξηγεί η κυρία Μαρία Γεώργαλου.
Φτάνοντας ο Μιχάλης στο Μπουένος Αϊρες, το 1939, βρήκε να τον περιμένουν Ελληνες, οι οποίοι τον εγκατέστησαν σε ένα δωμάτιο. Μέσα σε αυτό ξεκίνησε να φτιάχνει λουκούμια. «Εβγαινε με ένα καρότσι και τα πουλούσε στους Αραβες, τους Αρμένιους και τους Εβραίους. Αλλά ήθελε να κάνει κάτι πιο μεγάλο με τον χαλβά». Το πρόβλημα, διαπίστωσε αμέσως, ήταν η πρώτη ύλη: το σουσάμι.
«Δεν υπάρχει στην Αργεντινή. Ο σπόρος είναι πανάκριβος και εισαγόμενος. Εσπαζε το κεφάλι του τι μπορούσε να κάνει» συνεχίζει την αφήγηση η κυρία Γεώργαλου.
Ο νεαρός Χιώτης δεν το έβαλε κάτω. Κλεισμένος στην κάμαρά του άρχισε να πειραματίζεται για ώρες σε ένα κατσαρολάκι. Ωσπου η λύση βρέθηκε «αντικαθιστώντας το σουσάμι με φιστίκι, που υπάρχει στη χώρα άφθονο». Ετσι γεννήθηκε το Mantecol (με πρώτο συνθετικό το «manteca», το βούτυρο στα ισπανικά), προϊόν που καταγράφεται πως πρωτοεισήχθη στην αργεντίνικη αγορά το 1940. Παραμένει το δημοφιλέστερο καθημερινό γλυκό σνακ τριών γενεών εδώ και 80 χρόνια. «Αγαπήθηκε τόσο πολύ στη χώρα που αναδείχθηκε στο εθνικό γλυκό» επιβεβαιώνει η 76χρονη συνομιλήτριά μας. «Δεν υπάρχει σπίτι χωρίς Mantecol τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά».
Στο μεταξύ, το προϊόν κατέκτησε και τις αγορές της Ουρουγουάης, της Παραγουάης και της Χιλής, ενώ έχει σημαντική παρουσία στις ΗΠΑ και στον Καναδά (παραδόξως, δεν μπόρεσε να εισέλθει στην ελληνική αγορά, «παρότι το προσπαθήσαμε πολύ και μέσω των Διεθνών Εκθέσεων. Τελικά εγκαταλείψαμε την προσπάθεια»).
Μετά τον πόλεμο, ο Μιγκέλ έφερε στην Αργεντινή από τη Χίο γονείς, αδέλφια και ξαδέλφια. Μεγαλώνοντας μπήκαν σε αυτήν και τα τρία παιδιά του και συγκληρονόμοι της: η Μαρία, η Κλεοπάτρα και ο Γιάννης.
Η Georgalos Hermanos ξεκίνησε με 20 άτομα. Σήμερα απασχολεί 2.000 άτομα που εργάζονται σε 6 εργοστάσια που παράγουν 20.000 τόνους γλυκισμάτων ετησίως.
Η κρίση του 2001 και η επανάκαμψη
Η Μαρία Γεώργαλου έζησε και τους κλυδωνισμούς της Georgalos Hermanos, το 2001, χρονιά που ο επικεφαλής της και μοναχογιός του Μιγκέλ, Γιάννης, αποφάσισε και πούλησε το brand Mantecol. Η οικογένεια βίωσε την απώλεια ως πλήγμα.
«Μας έμεινε αξέχαστη η οικονομική κρίση του 2001. Από το να κλείναμε την επιχείρηση και να αφήναμε άνεργο τόσο κόσμο προτιμήσαμε να πουλήσουμε το brand της ναυαρχίδας μας» διευκρινίζει η κυρία Γεώργαλου.
Τo brand Mantecol πωλήθηκε στην Cadbury Stani (αργεντινή θυγατρική της Cadbury Schweppes) προς 22,5 εκατομμύρια δολάρια. Η Kraft Foods Inc. εξαγόρασε την Cadbury το 2010 και η Mantecol κατέστη μία από τις επωνυμίες της. Δύο χρόνια αργότερα η Kraft διαχώρισε τις δραστηριότητές της σε δύο νέες εταιρείες. Μία εκ των δύο, η Mondelez International, ανέλαβε την Cadbury και στη συνέχεια την επωνυμία και τα προϊόντα Mantecol. Τον Ιούλιο του 2022 η Mondelez πούλησε το brand Mantecol μαζί με το εργοστάσιο παραγωγής στο Μπουένος Αϊρες κι η εταιρεία Georgalos Hermanos, μετά από 21 χρόνια, επανέκτησε την κυριότητα της επωνυμίας που την καθιέρωσε.
«Ηταν συναισθηματικά πολύ φορτισμένη και σημαντική η επιστροφή της στην οικογένεια» εξομολογείται η εγγονή του Μιγκέλ, Κάτια Γουναρίδη. «Είμαστε τρεις γενιές στην επιχείρηση. Πλέον μπήκε σε αυτήν και η τέταρτη. Και συνεχίζουμε!» λέει χαμογελώντας η δυναμική μητέρα της και κόρη του πολυμήχανου Μιγκέλ.