Ο «κεχρισμένος» του Θεού, ο «μεσίχα» στα αραμαϊκά, τη διάλεκτο που θεωρούμε ότι μιλούσε ο Ιησούς Χριστός, ο Μεσσίας της Καινής Διαθήκης. Ιδιότητα, προσδοκία και βάρος μεγάλο, που ακολούθησε διαδρομές ιστορικές, θρησκευτικές, πολιτικές, και βεβαίως καλλιτεχνικές και λαογραφικές μέσα στους ποταμούς των αιώνων.
Ποιες είναι όμως οι καταβολές της λέξης, του ορισμού και του μύθου του Μεσσία; «Η λέξη Μεσσίας και ο όρος μεσσιανισμός, εβραϊκής προελεύσεως αλλά και σημασιοδότησης, εκφράζει την προσδοκία του ερχομού ενός λυτρωτή και αναμορφωτή της ανθρώπινης κοινωνίας, η οποία ευρίσκεται σε παρακμή. Με την έννοια αυτή έχει επικρατήσει και σε άλλους λαούς» λέει η Αικατερίνη Πολυμέρου-Καμηλάκη, ομότιμη ερευνήτρια, τ. διευθύντρια του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών.
Η παραπομπή στον Ησίοδο
Και εξηγεί: «Παραπέμπει στον μύθο για τα πέντε ανθρώπινα γένη: το χρυσό, το αργυρό, το χάλκινο, το ηρωικό και το σιδερένιο, που εξελικτικά υπέστη τη φθορά, ηθική και σωματική με αποτέλεσμα η κοινωνία να κατακλύζεται από την αδικία και την ύβρη (Ησίοδος, Εργα και Ημέραι)».
«Παραδόσεις σχετικές με τη σωματική φθορά που υπέστη το γένος των Ελλήνων, που κατοικούσαν σε διάφορες περιοχές του ελληνικού χώρου, έχουν καταγραφεί μέχρι πρόσφατα (Ν. Γ. Πολίτης, Παραδόσεις, τ. Α΄, Αθήναι 1904) και περί αυτών έχει γράψει και ο Ιωάννης Κακριδής» προσθέτει η κυρία Πολυμέρου-Καμηλάκη. «Ετσι τουλάχιστον εξηγούσαν οι Νεοέλληνες την εύρεση μεγάλων οστών, αλλά και των κτισμάτων με υπερμεγέθεις λίθους σε αρχαίους οικισμούς. Φαντάζονταν τους κατοίκους τους ως γίγαντες τεράστιους, δυνατούς και ανίκητους, οι οποίοι για διαφόρους λόγους, και κυρίως εξαιτίας των ελαττωμάτων τους, εξελίχθηκαν στις σημερινές γενιές».
«Κάτω από τις βαριές πυραμίδες της Αιγύπτου, η ελπίδα στέναζε παίρνοντας διάφορες μορφές μεσσιανισμού»
«Ο μεσσιανισμός είναι στην ουσία η πίστη στον ερχομό ενός «σωτήρα», ενός ηγέτη με ιδιαίτερες ικανότητες και χαρίσματα, ο οποίος θα βοηθήσει στην εξομάλυνση όλων των προβλημάτων της κοινωνίας» συνεχίζει.
Ο μεσσιανισμός όμως δεν περιορίζεται στη θρησκεία. Οπως εξηγεί η ίδια, ακολουθώντας τη διαδρομή της έννοιας του Μεσσία μέσα στους αιώνες «διαποτίζει ως αντίληψη και ως προσδοκία την πολιτική και την κοινωνική ζωή κάποιων λαών. Υπάρχουν λαοί που και στην πολιτική και στην κοινωνική τους ζωή περιμένουν διαχρονικά Μεσσίες για να τους σώσουν».
«Η υπόσχεση της απελευθέρωσης»
Βέβαια, θυμίζει το ουτοπικό της προσδοκίας αυτής και αναφέρει ότι από την Ανατολή έρχεται ο λόγος του μεγάλου Ινδού ποιητή Ραμπιντρανάτ Ταγκόρ. Για να προσθέσει τις φράσεις του: «Κανένας δεν μπορεί να χτίσει για λογαριασμό σου το γεφύρι, απ’ όπου χρωστάς να περάσεις το ρεύμα της ζωής – Κανένας εκτός από σένα τον ίδιο. Υπάρχουν βέβαια μονοπάτια άπειρα και γεφύρια και ημίθεοι πρόθυμοι να σε περάσουν, μα θα ζητήσουν πληρωμή τον ίδιο σου τον εαυτό. Στον κόσμο ένας μόνο δρόμος υπάρχει, κι αυτόν κανένας άλλος δεν μπορεί να τον βαδίσει παρά εσύ».
«Ο μεσσιανισμός είναι στην ουσία η πίστη στον ερχομό ενός “σωτήρα”, ενός ηγέτη με ιδιαίτερες ικανότητες, ο οποίος θα βοηθήσει στην εξομάλυνση όλων των προβλημάτων»
«Ο μεσσιανισμός είναι ένα σύστημα ελπίδας» επανέρχεται. «Προσφέρεται στον Δούλο και του υπόσχεται την απελευθέρωσή του. Αναπτύχθηκε με την έξοδο από την «παραδείσια» πρωτόγονη κατάσταση και με το πέρασμα στους συλλογικούς πολιτισμούς. Κάτω από τις βαριές πυραμίδες της Αιγύπτου, της Βαβυλώνας, της Ινδίας, της Κίνας, ή των Αζτέκων, η ελπίδα στέναζε παίρνοντας διάφορες μορφές μεσσιανισμού.
Την πιο καθαρή μορφή θα την προσλάβει στο πιο εξελιγμένο κολεκτιβιστικό έθνος της ιστορίας, τους Εβραίους, όταν αιχμάλωτοι στη Βαβυλώνα ονειρεύονταν τη Σιών και όταν κινδύνεψαν να χάσουν την εθνική τους ταυτότητα. Ο τεχνολογικός μεσσιανισμός από την άλλη πλευρά αποτελεί εξ αρχής τον πυρήνα του νεωτερικού πνεύματος. Είναι η πίστη ότι η τεχνολογική εξέλιξη θα οδηγήσει, πρώτον, στην εξίσωση των προσβάσεων στη γνώση (θα μαθαίνεις ό,τι θέλεις, «πατώντας ένα κουμπί») και δεύτερον, στην «κοινωνία της αφθονίας», με όλα τα αγαθά «προσιτά στους πάντες«».
Πάντως, η σωτηριολογική διάσταση των Καινοδιαθηκικών χωρίων, λέει η κυρία Πολυμέρου-Καμηλάκη, είναι σαφής. «Η σωτηρία ορίζεται ως λύτρωση ή απολύτρωση. Κατά συνέπεια, ο Ιησούς είναι ο Λυτρωτής, Αυτός ο οποίος προσφέρει το αίμα Του, την ψυχή Του ως «λύτρον» για τη σωτηρία των ανθρώπων. Τι σημαίνει όμως ο όρος λύτρωση-απολύτρωση; Με ποιο τρόπο δόθηκε το αίμα Του ως «λύτρον»; Σε ποιον δόθηκε αυτό το «λύτρον»; Ποιες ήταν οι συνέπειες αυτής της προσφοράς;».
Οι πρόδρομοι του Πάσχα
Πάντως, εορτές των Παθών, δηλαδή αναπαραστάσεις θανάτου και ανάστασης, καθορισμένες από την εαρινή ισημερία, υπήρχαν σε όλες τις ηλιολατρικές θρησκείες της Aνατολής και ήταν, όπως φαίνεται, οι πρόδρομοι του χριστιανικού Πάσχα.
Εξάλλου, εξηγεί η κυρία Πολυμέρου-Καμηλάκη, και το Πάσχα ως όρος ανήκει στην εβραϊκή λατρεία, συνδέεται με την ομώνυμη εβραϊκή γιορτή που προέρχεται από τη λέξη πεσάχ, δηλαδή «πέρασμα»: η γιορτή συνδέεται με την έξοδο από την Αίγυπτο και τη διάβαση (το πέρασμα) της Ερυθράς Θάλασσας. Από κάποια χωρία της Παλαιάς Διαθήκης φαίνεται ότι το Πάσχα μπορεί να είχε ακόμη παλαιότερη προέλευση, οπότε πιθανολογείται και μια αιγυπτιακή προέλευση της λέξης.
Στα ελληνικά, λέει η ίδια, η λέξη Πάσχα πρωτοεμφανίζεται κατά τους ελληνιστικούς χρόνους (στη μετάφραση των Εβδομήκοντα – Εξοδος -, αλλά και στην Καινή Διαθήκη).