Εικοσιτετράωρα μετρούν πια οι καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών προτού μπουν στις περίφημες «ηλεκτρονικές» τους κάλπες για να αναδείξουν τον επόμενο πρύτανη του Ιδρύματός τους. Βέβαια, με το νέο εκλογικό σύστημα που ψήφισε πρόσφατα η κυβέρνηση οι καθηγητές των ΑΕΙ δεν ψηφίζουν απευθείας για πρύτανη όπως έκαναν τα προηγούμενα χρόνια, αλλά για τα μέλη ενός Συμβουλίου Διοίκησης, από το οποίο όμως θα προέρχεται ο νέος ηγέτης των Ιδρυμάτων τους.
Ετσι, την επόμενη Πέμπτη 11 Μαΐου, το αρχαιότερο ίδρυμα της χώρας θα εκλέξει τη νέα διοίκησή του. Εν όψει της εκλογικής διαδικασίας στην οποία και θα συμμετάσχει ως υποψήφιος, ο πρόεδρος της Ιατρικής Σχολής, καθηγητής Καρδιολογίας Γεράσιμος Σιάσος απαντά στις ερωτήσεις του «Βήματος».
Τι νομίζετε ότι χρειάζεται σήμερα το Πανεπιστήμιο Αθηνών για να μπει στη νέα εποχή του;
«Το Ιδρυμά μας έχει διανύσει δύο αιώνες δυναμικής παρουσίας σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Η σημερινή εποχή όμως διαθέτει προκλήσεις αλλά και ευκαιρίες τις οποίες θα πρέπει να εκμεταλλευτούμε με διορατικότητα, μεθοδικότητα και αποφασιστικότητα για να περάσουμε στην επόμενη μέρα του. Οπότε νομίζω ότι νέες μέθοδοι διδασκαλίας και μέσα πρέπει να ενισχυθούν. Ψηφιακά εργαλεία, υποδομές, συμμετοχή σε διεθνή προγράμματα και συνεργασίες, ανταλλαγές, συμπράξεις με οργανισμούς, δημόσιους φορείς και επιχειρήσεις, διεπιστημονικότητα. Ειδικά η διεπιστημονικότητα, η αλληλεπίδραση δηλαδή μεταξύ των ανθρωπιστικών σπουδών με τις θετικές επιστήμες, η δημιουργία κοινών προγραμμάτων σπουδών ή και η διδασκαλία μαθημάτων σε προπτυχιακό επίπεδο από τις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες μόνο θετικά μπορεί να λειτουργήσει για την ολοκλήρωση ενός νέου επιστήμονα. Προέρχομαι από την Ιατρική Σχολή και πιστεύω ότι ο σύγχρονος γιατρός πρέπει να είναι ο νέος ανθρωπιστής. Σήμερα, στην επέλαση της τεχνητής νοημοσύνης, του σπουδαίου αυτού εργαλείου, να προτάξουμε την προσωπική ηθική όπως αυτή αναδύεται από τις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες».
Ωστόσο, ποια λέτε ότι είναι τα προβλήματα των ελληνικών ΑΕΙ σήμερα και ποια τα δυνατά «χαρτιά» τους;
«Ενα μεγάλο πρόβλημα σήμερα των ελληνικών πανεπιστημίων είναι η υποστελέχωσή τους. Τα πανεπιστήμια έχουν απολέσει τη τελευταία δεκαετία το 35% του προσωπικού τους χωρίς αυτό να έχει αναπληρωθεί. Επίσης οι «γερασμένες» υποδομές, η μεγάλη γραφειοκρατία του Ειδικού Λογαριασμού Ερευνας (ΕΛΚΕ) και οι χαμηλές αποδοχές των καθηγητών είναι τα σημαντικότερα προβλήματα για τη λειτουργία των πανεπιστημίων και την περαιτέρω ανάπτυξή τους. Για το μισθολογικό έχουμε κάνει πολλές παρεμβάσεις στην πολιτεία για την αποκατάσταση των αποδοχών των καθηγητών, με σημαντικότερες τις δύο αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας που μας δικαιώνουν. Ελπίζουμε έτσι ότι η Πολιτεία θα συμμορφωθεί με τις αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου και θα αποκαταστήσει τις αποδοχές των καθηγητών πανεπιστημίου στο ύψος που θα ανταποκρίνεται στα προσόντα και στο έργο που παρέχουμε. Αλλο πρόβλημα είναι η μη ύπαρξη πλήρους ανεξαρτησίας από το κράτος, με αυστηρή όμως λογοδοσία και ευθύνη. Το αυτοδιοίκητο δηλαδή που δεν έχει επιτευχθεί ποτέ. Το πανεπιστήμιο δεν μπορεί να λειτουργεί κάτω από τον βαθύ εναγκαλισμό του κράτους. Το νομοθετικό πλαίσιο αλλάζει συνεχώς με την αλλαγή της κυβέρνησης, ενίοτε και με τον ίδιο υπουργό, μη επιτρέποντας μακρόπνοους σχεδιασμούς και προγραμματισμούς. Πάρτε για παράδειγμα τον αριθμό των εισακτέων στα πανεπιστήμια. Δεν μπορείς να έχεις πεντακόσιους φοιτητές στην Ιατρική ή χίλιους φοιτητές στη Νομική ή σε τμήματα της Φιλοσοφικής ή της Σχολής Θετικών Επιστημών ανά έτος στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και να περιμένεις να ανταποκριθεί στη διδασκαλία ένα συνεχώς μειούμενο αριθμητικά ακαδημαϊκό προσωπικό. Δεν μπορείς να επαίρεσαι από τη μια για τα ολιγομελή αγγλόφωνα προπτυχιακά προγράμματα απέναντι στα υπερπληθή ελληνόφωνα τμήματα. Επίσης η ασφάλεια στους χώρους τους, η μη ολοκλήρωση των σπουδών μεγάλου αριθμού των φοιτητών, οι ανεξέλεγκτες μετεγγραφές τους στα κεντρικά πανεπιστήμια που στερούν δυναμικό από την περιφέρεια, είναι σημαντικά προβλήματα που απαιτούν λύσεις.
Τα δυνατά χαρτιά των πανεπιστημίων μας είναι το υψηλών προσόντων ακαδημαϊκό προσωπικό, γεγονός που έχει αποτυπωθεί πολλές φορές στις διεθνείς αξιολογήσεις και το υψηλών δυνατοτήτων φοιτητικό σώμα, όπως αποδεικνύεται από την προσέλκυσή τους ως αποφοίτων πλέον από τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου. Και όλα αυτά με περιορισμένη χρηματοδότηση και υποστελέχωση. Δυστυχώς τα τελευταία χρόνια με τις ελάχιστες προκηρύξεις νέων θέσεων πανεπιστημιακών και τις εξαιρετικά χαμηλές αποδοχές βιώνουμε απώλειες λόγω μετανάστευσης πολλών νέων επιστημόνων σε πανεπιστήμια του εξωτερικού».
Πώς όμως θα επιστρέψουν λέτε οι ακμαίοι επιστήμονες που έφυγαν στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης από τη χώρα μας;
«Αν δεν γίνουμε ελκυστικοί δεν θα επιστρέψει κανείς. Και εννοώ και σε επίπεδο παροχών αλλά και υποδομών. Οι περισσότεροι νέοι που έχουν φύγει, έχουν ήδη δημιουργήσει στο εξωτερικό συνθήκες και στην εργασία τους αλλά και στην προσωπική τους ζωή, όμοιες των οποίων θα επιθυμούσαν με τον γυρισμό τους στην Ελλάδα. Δυστυχώς όπως ήδη ανέφερα με τις περιορισμένες αποδοχές στη χώρα μας, αυτό είναι σχεδόν απαγορευτικό. Επίσης στο πεδίο των χρηματοδοτήσεων για έρευνα είναι σημαντικό να υπάρχει ένας σταθερός προγραμματισμός έτσι ώστε ο κάθε νέος επιστήμονας να γνωρίζει πότε θα προκηρυχθούν ερευνητικά προγράμματα, ποιον αφορούν, πόσο διαρκούν, κάθε πόσο επαναλαμβάνεται η προκήρυξή τους και τελικό και πολύ σημαντικό, πόσο γρήγορα θα αποφασίζονται και πόση γραφειοκρατία περιλαμβάνουν. Δεν νομίζω ότι οι νέοι μας ζητούν κάτι ουτοπικό και ανέφικτο. Οφείλουμε να προσελκύσουμε ακαδημαϊκό προσωπικό από το εξωτερικό, συναδέλφων καθηγητών από φημισμένα πανεπιστήμια του εξωτερικού που θα συμβάλλουν στην εκπαιδευτική διαδικασία και θα λειτουργούν ως γέφυρες στην ανάπτυξη ακαδημαϊκών δικτύων για ερευνητικούς και εκπαιδευτικούς σκοπούς με μεγάλα Ιδρύματα του εξωτερικού».
Και μια τελευταία ερώτηση… Κρίνετε ότι πρέπει να γίνουν αλλαγές στη λειτουργία ενός μεγάλου πανεπιστημίου όπως αυτό της Αθήνας στην κατεύθυνση της διεθνούς προβολής και της εξωστρέφειάς του;
«Τα τελευταία χρόνια έχει γίνει μια σημαντική προσπάθεια εξωστρέφειας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών με την ένταξή του στο πρόγραμμα CIVIS, το Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Πολιτών και βέβαια με την ίδρυση των αγγλόφωνων προπτυχιακών προγραμμάτων στη Φιλοσοφική και Ιατρική Σχολή, με στόχο την προσέλκυση φοιτητών από όλον τον κόσμο. Επίσης έχουν ιδρυθεί αγγλόφωνα μεταπτυχιακά προγράμματα. Δυστυχώς δεν φτάνει μόνον αυτό. Για να λειτουργήσουν τα προγράμματα αυτά με επάρκεια και να σταθούν απέναντι σε ανταγωνιστικά αγγλόφωνα προγράμματα γειτονικών χωρών, χρειάζονται προσωπικό, χώρους και υποδομές. Η λειτουργία τους σήμερα στηρίζεται στην εθελοντική αξιέπαινη προσπάθεια του υπάρχοντος προσωπικού. Παράλληλα δεν θα πρέπει να ξεχνούμε τα υπερπληθή προπτυχιακά τμήματα τα οποία και αυτά σήμερα λειτουργούν στα όριά τους λόγω της υποστελέχωσης και της μείωσης του ακαδημαϊκού προσωπικού τα τελευταία χρόνια. Αλλά η εξωστρέφεια δεν μετράται μόνο με την ίδρυση προπτυχιακών και μεταπτυχιακών προγραμμάτων. Σημαντικό ρόλο παίζουν και οι διεθνείς συνεργασίες, οι ανταλλαγές, ακόμη και η ίδρυση τμημάτων του πανεπιστημίου μας στο εξωτερικό. Η σύνδεσή μας με την ελληνική διασπορά είναι ένα ισχυρό εργαλείο για την εξωστρέφεια που σκοπεύουμε να το ενεργοποιήσουμε. Το Πανεπιστήμιο Αθηνών χαίρει μεγάλης εκτίμησης και φήμης στο εξωτερικό λόγω του εξαίρετου δυναμικού του. Αυτό το δυναμικό οφείλουμε να το στηρίξουμε με όλες μας τις δυνάμεις. Εξάλλου αποτελεί τη σύγχρονη εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό».