Η δωρεά του Iδρύματος Ωνάση, ύψους 70 εκατ. ευρώ, με πυξίδα τον εκσυγχρονισμό και την αναβάθμιση του Ωνάσειου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου (ΩΚΚ), τη λειτουργία σύγχρονου εθνικού κέντρου μεταμοσχεύσεων, καθώς και εθνικού παιδικού καρδιοχειρουργικού κέντρου, δίνει σημαντική ώθηση και ανάσα στο δοκιμαζόμενο δημόσιο σύστημα υγείας.
Στόχος είναι να εδραιωθεί το ΩΚΚ ως κέντρο αριστείας και αναφοράς σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ανοίγοντας παράλληλα τις πόρτες του σε όλους τους πολίτες – μεταξύ των οποίων και στους ανασφάλιστους.
Υπό τα δεδομένα αυτά, ήταν αυτονόητο ότι το σχετικό νομοσχέδιο θα υπερψηφιζόταν στη Βουλή στα τέλη του περασμένου μήνα, με τους 680 εργαζομένους (στον αριθμό αυτόν δεν συμπεριλαμβάνεται το ιατρικό προσωπικό) του ΩΚΚ να δίνουν τη δική τους ψήφο εμπιστοσύνης στην ενίσχυση των παρεχόμενων υπηρεσιών και του δημόσιου χαρακτήρα του νοσοκομείου.
Παράλληλα όμως, οι υποστηρικτές του φαίνεται να «βυθίζονται» σε εργασιακή ανασφάλεια, καθώς ο νομοθέτης ανοίγει το παράθυρο για εργαζομένους πολλών ταχυτήτων μέσα στο ίδιο νοσηλευτικό ίδρυμα, με αποτέλεσμα οι εργασιακές σχέσεις που δρομολογούνται να συνθέτουν ένα παζλ για δυνατούς λύτες.
Κινητοποιήσεις
Εν τω μεταξύ και ώσπου τα… κομμάτια να μπουν στη θέση τους, οι εργαζόμενοι διαμαρτύρονται με στάσεις εργασίας (όλη την περασμένη εβδομάδα), όπως την ερχόμενη Δευτέρα, κλιμακώνοντας τις κινητοποιήσεις τους με 24ωρη απεργία που έχουν προγραμματίσει για την επόμενη ημέρα (Τρίτη 30 Οκτωβρίου).
Τα παραδείγματα της «ασάφειας» του νομοθέτη που επικαλούνται είναι πολλά. Αρχικά η παράγραφος 15 του άρθρου 6, η οποία προβλέπει τα εξής: «Το προσωπικό του ΩΚΚ (πλην των διευθυντών), που υπηρετεί κατά την ημέρα που τίθεται σε ισχύ ο παρών νόμος και έχει σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, κατατάσσεται σε αντίστοιχες προβλεπόμενες οργανικές θέσεις ως Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου (ΙΔΑΧ)».
Ωστόσο, για το λοιπό προσωπικό (πλην των διευθυντών και του ιατρικού προσωπικού, όπως υπογραμμίζει ο νομοθέτης) που προσλαμβάνεται μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου, ισχύει μια δοκιμαστική περίοδος ενός έτους. «Μετά τη δοκιμαστική περάτωση της δοκιμαστικής περιόδου απασχολείται με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και αμείβεται σύμφωνα με το μισθολόγιο των εργαζομένων στα νοσοκομεία του ΕΣΥ».
Στην προηγούμενη δε παράγραφο προβλέπεται επίδομα παραγωγικότητας, για κάθε κατηγορία, το οποίο καθορίζεται κατ’ έτος με απόφαση του ΔΣ. Οπως όμως διευκρινίζεται, «τυχόν διαφορά μεταξύ των αποδοχών που λαμβάνει ήδη το υφιστάμενο προσωπικό του ΩΚΚ και των αποδοχών του μισθολογίου του ΕΣΥ διατηρείται ως προσωπική διαφορά».
«Στην πράξη διαμορφώνεται ένα σκληρό εργασιακό περιβάλλον που υιοθετεί τις δυσκολίες του ιδιωτικού τομέα και τις αδυναμίες του Δημοσίου» σημειώνει στο «Βήμα» ο πρόεδρος του Σωματείου Εργαζομένων κ. Αλέκος Διονυσόπουλος. Και προσθέτει: «Εως την ψήφιση του νόμου είχαμε ό,τι ίσχυε στον ιδιωτικό τομέα. Εάν αποφασιζόταν η πλήρης ένταξη στο ΕΣΥ, θα το αντιμετωπίζαμε διαφορετικά. Βρισκόμαστε όμως σε μια ενδιάμεση κατάσταση, χωρίς να έχουν αποσαφηνιστεί σημαντικά θέματα, με αποτέλεσμα να διαμορφώνονται πολλές κατηγορίες εργαζομένων που αδικούνται κατά περίπτωση».
Τα ερωτήματα
Σύμφωνα με τον ίδιο τα ερωτήματα που «βασανίζουν» το προσωπικό είναι πολλά και (προς το παρόν) αναπάντητα. Για παράδειγμα, στο ΩΚΚ οι εργαζόμενοι έχουν ενταχθεί πλήρως στα βαρέα και ανθυγιεινά, με αποτέλεσμα, πέραν του σχετικού επιδόματος (το οποίο σημειωτέον λαμβάνουν και συγκεκριμένες ειδικότητες στο ΕΣΥ), να κατοχυρώνουν νωρίτερα δικαίωμα σύνταξης σε σχέση με τους συναδέλφους τους στο Δημόσιο. Τι θα ισχύσει όμως με το νέο καθεστώς;
Αντίστοιχα, στην περίπτωση άδειας μητρότητας η νομοθεσία διαφέρει μεταξύ του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα. «Οι εργαζόμενες που προσελήφθησαν πριν από την ψήφιση του νόμου θα αντιμετωπίζονται διαφορετικά από τις νεοδιοριζόμενες;» αναρωτιέται ο κ. Διονυσόπουλος. Και προσθέτει ότι το ζητούμενο θα έπρεπε να είναι η βελτίωση των συνθηκών εργασίας και των απολαβών για όλους και όχι το αντίθετο.
Σε πεδίο διαφορετικών ερμηνειών εξελίσσεται και το θέμα των επιδομάτων που αναγνωρίζονται στον ιδιωτικό τομέα – ενδεικτικά αναφέρεται ότι οι υπάλληλοι του ΩΚΚ λαμβάνουν επίδομα παιδικού σταθμού. Ωστόσο και πάλι ο νομοθέτης δημιουργεί ασάφεια: αφενός οι πρώτοι φαίνεται να αποκλείονται και αφετέρου οι δεύτεροι θα διατηρήσουν το δικαίωμα εφόσον δεν καταλήξει στον… κουβά της προσωπικής διαφοράς.
Υπό τα δεδομένα αυτά, σημείο αιχμής για τους εργαζομένους είναι και η κατάργηση του δικαιώματος συλλογικής διαπραγμάτευσης, καθώς ενώ είχαν λάβει διαβεβαιώσεις για άμεση εκκίνηση των διαπραγματεύσεων για τη σύναψη νέας επιχειρησιακής σύμβασης βρίσκονται αιφνιδιαστικά σε ένα καθεστώς ασαφειών και διχασμού.
«Ο διευθυντής είναι αλλιώς»…
Αρνητική εντύπωση προκαλεί – εκτός όλων των άλλων – στους εργαζομένους και το γεγονός ότι ο νομοθέτης προβλέπει… άλλες συνθήκες εργασίας για τους διευθυντές και τους γιατρούς.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ο μισθός ενός γιατρού κατώτερης βαθμίδας (αντίστοιχη του επιμελητή Β’ στο ΕΣΥ) που εργάζεται στο ΩΚΚ υπολογίζεται μηνιαίως στα 3.000 ευρώ (καθαρά) τουλάχιστον, όταν οι αποδοχές γιατρού αντίστοιχης βαθμίδας στο δημόσιο σύστημα υγείας έχουν διαμορφωθεί (έπειτα από τις περικοπές) στα 1.200 ευρώ.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ο μισθός ενός γιατρού κατώτερης βαθμίδας (αντίστοιχη του επιμελητή Β’ στο ΕΣΥ) που εργάζεται στο ΩΚΚ υπολογίζεται μηνιαίως στα 3.000 ευρώ (καθαρά) τουλάχιστον, όταν οι αποδοχές γιατρού αντίστοιχης βαθμίδας στο δημόσιο σύστημα υγείας έχουν διαμορφωθεί (έπειτα από τις περικοπές) στα 1.200 ευρώ.
Αντιστρόφως ανάλογα, και σύμφωνα πάντα με τους εργαζομένους του ΩΚΚ, η «ψαλίδα» στις λοιπές κατηγορίες εργαζομένων ανάμεσα στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα είναι μικρότερη, καθώς σε γενικές γραμμές και ανάλογα με την ειδικότητα δεν υπερβαίνει το 20%.
Στο πλαίσιο αυτό, ενδεικτικά αναφέρουν την περίπτωση νοσηλεύτριας με 15 χρόνια προϋπηρεσίας, η οποία εργάζεται στα εξωτερικά ιατρεία του ΩΚΚ και λαμβάνει μηνιαίως 1.090 ευρώ (δεν συμπεριλαμβάνονται νυχτερινά). Ο αντίστοιχος μισθός στο ΕΣΥ υπολογίζεται περί τα 1.000 ευρώ.
Υπενθυμίζεται ότι ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας κατά την ψήφιση του νομοσχεδίου στη Βουλή αναφέρθηκε στα προηγούμενα οικονομικά βαρίδια του ΩΚΚ, σημειώνοντας χαρακτηριστικά ότι «το 2015 παραλάβαμε το Ωνάσειο με χρέη ύψους 120 εκατ. ευρώ που δημιουργήθηκαν την περίοδο 2010-2014. Το 2018, με τις πολιτικές που εφαρμόσαμε, το Ωνάσειο δεν έχει δημιουργήσει νέο χρέος. Επί κυβέρνησής μας, χρηματοδοτήθηκε με 70 εκατ. ευρώ και αποπλήρωσε χρέη ύψους 90 εκατ. ευρώ, τα οποία είχαν δημιουργηθεί από το “πάρτι” που γινόταν στο Ωνάσειο με τα υπερτιμολογημένα υλικά που ήταν στον Θεό».
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι η τιμή προμήθειας για ένα στεντ μειώθηκε από τα 4.500 ευρώ στα 150 ευρώ και για τους βηματοδότες από τα 10.000 ευρώ στα 1.500 και από τα 60.000 στα 20.000, ανάλογα με τον τύπο.
Ο ίδιος δεν παρέλειψε να αφήσει αιχμές για «υπερβολικούς, προκλητικούς μισθούς», προσθέτοντας ότι «και σε αυτό πρέπει να μπει μια τάξη». Οι εργαζόμενοι παραδέχονται ότι υπάρχουν κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις, οι οποίες όμως πλέον αποτελούν εξαιρέσεις και όχι τον κανόνα.