Από το 1991, η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ώθησε τον νομοθέτη να ενεργοποιήσει την επιβαλλόμενη από το Σύνταγμα του 1975 χωροταξική αναδιάρθρωση της χώρας και αυτός αποδέχθηκε τις αρχές που είχε θέσει, με πρωταρχική τη διάκριση του προορισμού των ακινήτων ιδιοκτησιών που ευρίσκονται μέσα σε περιοχές με σχέδιο πόλεως («εντός σχεδίου») ή σε νόμιμους παλαιότερους οικισμούς από εκείνον των ιδιοκτησιών που ευρίσκονται εκτός αυτών («εκτός σχεδίου»), δηλαδή σε περιοχές όπου ο σχεδιασμός της δόμησης ελλείπει, αλλά όχι επειδή η δόμηση απαγορεύεται έτσι κι αλλιώς να πραγματοποιηθεί (π.χ. αρχαιολογικές περιοχές, δάση).
Συνεπώς, ενώ οι πρώτες είναι προορισμένες να δομηθούν γιατί ευρίσκονται σε χώρο οργανωμένο προς τούτο, οι δεύτερες, ακριβώς επειδή η οργάνωση αυτή ελλείπει, προορίζονται να δομηθούν μόνο κατ’ εξαίρεση και με ιδιαίτερα αυστηρούς όρους, ιδίως αν η χρήση τους σχετίζεται με οικιστικές δραστηριότητες, προκειμένου να αποφευχθεί η άναρχη δημιουργία οικισμών και να ελαχιστοποιηθεί η περιβαλλοντική υποβάθμιση. Η προστασία τόσο των εντός όσο και των εκτός σχεδίου ιδιοκτησιών δεν συνεπάγεται, όπως από παλαιά έχει κριθεί, ούτε τη διατήρηση της αγοραίας αξίας τους λόγω της θέσης και των όρων δόμησής τους όταν αποκτήθηκαν, ούτε την αιώνια οικοδομησιμότητά τους, ιδίως των εκτός σχεδίου, που, επιπλέον, είναι αδιανόητο να δομούνται με όρους ευνοϊκότερους εκείνων των εντός σχεδίου.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος