Πολλές φορές η ιστορία επαναλαμβάνεται με τραγικό τρόπο, ακολουθώντας ένα πανομοιότυπο μοτίβο θανάτου. Είκοσι τρία χρόνια πριν από τη θυσία του Χρήστου Μουλά και του Περικλή Στεφανίδη στον βωμό του καθήκοντος, δύο άλλοι άνδρες με την ίδια γενναιότητα και την ίδια τραγική τύχη έχασαν τη ζωή τους επιχειρώντας να δαμάσουν μια ακόμα δασική πυρκαγιά. Στις 15 Ιουλίου 2000 ο 41χρονος επισμηναγός Γιάννης Μυλωνάς επιβιβάστηκε μαζί με τον 25χρονο ανθυποσμηναγό Γιάννη Καρασάββα σε Canadair της 355 Μοίρας Τακτικών Μεταφορών με προορισμό το Πήλιο. Αποστολή τους να συνδράμουν στον περιορισμό του μεγάλου πύρινου μετώπου που κατέκαιγε παρθένο δάσος. Οι δύο αξιωματικοί έμελλε να μην επιστρέψουν ποτέ στον αεροδιάδρομο της Ελευσίνας, αφού το αεροσκάφος τους συνετρίβη στο πεδίο.
Σε αντίθεση με τον Χρήστο Μουλά, που δεν γνώρισε ποτέ το παιδί του, ο Γιάννης Μυλωνάς άφησε πίσω δύο ανήλικα αγόρια και ένα κορίτσι: Τον Γιώργο, τον Θανάση και τη Σίλια. Ο Θανάσης, ο δευτερότοκος, ήταν 12 ετών όταν έχασε τον πατέρα του, όμως του είχε ήδη μεταδώσει το «μικρόβιο» του Ικάρου. Ορκίστηκε στον εαυτό του ότι θα έκανε πράξη το παιδικό του όνειρο. Και τα κατάφερε. Σήμερα, 23 χρόνια μετά, είναι σμηναγός στην Πολεμική Αεροπορία και έχει επίσης αποκτήσει δύο παιδιά.
Αναφερόμενος στις αναμνήσεις που έχει από τον πατέρα του εξομολογείται: «Θυμάμαι πράγματα που κάναμε μαζί, αλλά δυσκολεύομαι να θυμηθώ τη μορφή του, θα πρέπει να κοιτάξω κάποια φωτογραφία. Εχω, όμως, έντονες αναμνήσεις μαζί του. Για παράδειγμα, το Ράλι Ακρόπολις. Ηταν κάτι που παρακολουθούσαμε με τον πατέρα και τον αδελφό μου και συνεχίζω να πηγαίνω κάθε χρόνο. Οι μνήμες πάντα θα υπάρχουν, αλλά πλέον δημιουργώ νέες με τη δική μου οικογένεια. Ο εγκέφαλος φορτώνει σιγά-σιγά δικές σου μνήμες».
Μιλώντας για τις πρώτες δύσκολες ώρες μετά τη συντριβή του Canadair και την ενημέρωση για τον χαμό του πατέρα του, θυμάται το σθένος της μητέρας: «Μας συγκέντρωσε και μας είπε «θα συνεχίσουμε να είμαστε οικογένεια». Δεν μας έκανε ποτέ να νιώσουμε ότι διαλυθήκαμε. Δεν χάσαμε ποτέ την παιδικότητά μας. Στο σπίτι συζητούσαμε για τον πατέρα. Δεν το κρύβαμε. Μετά το δυστύχημα μετακομίσαμε στη Λαμία, εκεί που βρίσκονται μέχρι και σήμερα οι περισσότεροι συγγενείς. Οπου και να έβγαινες σε κοιτούσαν έντονα, με ένα βλέμμα – περισσότερο – καλοσύνης».
Το «βαρύ» όνομα που κληρονόμησε, ωστόσο, εκτός από την υπερηφάνεια έφερε ταυτόχρονα ευθύνες και μικρούς περιορισμούς που στα μάτια ενός εφήβου έμοιαζαν πρόσκαιρα μεγάλοι. «Ενιωθα ότι δεν μπορούσα να κάνω κάποια πράγματα, όπως ένα εφηβικό μεθύσι, υπό το βάρος του ονόματος του πατέρα μου και του φόβου να μην τον εκθέσω. Ημουν ο γιος του ήρωα, δεν έπρεπε να φανώ κατώτερος των περιστάσεων. Ειδικά σε μια μικρή επαρχιακή πόλη. Δεν ήμουν αυτός που έσβηνε τις φωτιές, αλλά ένα παιδάκι 12 ετών, σαν όλα τα παιδιά, που ήθελε να παίξει, να τσακωθεί. Οταν πια μπήκα στη Σχολή Ικάρων, σταμάτησαν να λένε «ο γιος του Γιάννη». Τότε έγινα ο Θανάσης» περιγράφει ο 35χρονος σμηναγός.
Με την ένταξή του στη μεγάλη οικογένεια της Πολεμικής Αεροπορίας ξύπνησαν ξανά και οι παιδικές μνήμες. «Ξαφνικά πετούσα με τα πυροσβεστικά αεροσκάφη που πετούσε και ο πατέρας μου, τα μέρη που περπατούσα με τον πατέρα μου τώρα τα περπατάω με τα δικά μου παιδιά. Στα παιδιά μου βλέπω τον εαυτό μου και εμένα στη θέση του πατέρα μου» παραδέχεται, σπεύδοντας να συμπληρώσει πως η αποδοχή του κινδύνου αποτελεί αναπόσπαστη συνθήκη της δουλειάς του, της ζωής του. «Στην Αεροπορία αναλαμβάνεις συνειδητά το ρίσκο ότι «ζεις μέρα με τη μέρα». Είναι σίγουρα ηρωικό το να κάνεις μια πράξη αλτρουισμού εν καιρώ ειρήνης και να πέφτεις στο καθήκον. Από την άλλη, για εμένα υπάρχουν άλλοι, καθημερινοί ήρωες, που τα βγάζουν πέρα πάρα πολύ δύσκολα και ίσως είναι πιο ήρωες από εμάς. Εγώ κάνω απλά τη δουλειά μου. Αυτό που έχω ορκιστεί να κάνω».
Αλλωστε, μιλώντας για τους άρρηκτους δεσμούς τόσο του ίδιου όσο και της οικογένειάς του με την Πολεμική Αεροπορία, επιλέγει τις λέξεις του προσεκτικά και απόλυτα συνειδητά. «Ως γιος επισμηναγού έζησα την Πολεμική Αεροπορία ως παιδί και πλέον ως ενήλικος την υπηρετώ από το πόστο του σμηναγού. Ετσι, όλη η ζωή μου είναι συνυφασμένη με την Αεροπορία, η οποία είναι σαν δεύτερη οικογένεια για εμένα. Η Αεροπορία μάς έχει στηρίξει πολύ, όπως και όλους τους συγγενείς των πεσόντων» λέει, ενώ δεν παραλείπει να εξάρει την ηθική αλλά και την έμπρακτη βοήθεια της Βουλής.
Κλείνοντας, αναφέρεται με συγκίνηση στον φίλο και συνάδελφό του Χρήστο Μουλά, τον τελευταίο κρίκο στην ανθρώπινη αλυσίδα των ηρωικώς πεσόντων της Πολεμικής Αεροπορίας. «Με τον Χρήστο ήμασταν μαζί από τη Σχολή Ικάρων. Μαζί και αργότερα στα πυροσβεστικά. Εχω πολλές αναμνήσεις. Ομως, δεν πηγαίνω σε κηδείες συναδέλφων. Ούτε στου Χρήστου πήγα. Αδυνατώ να διαχειριστώ τον πόνο των δικών τους ανθρώπων εκείνη τη στιγμή. Ειδικά των γονιών…».