Είναι Δευτέρα, το ημερολόγιο γράφει 26 Φεβρουαρίου του 2024 και οι δείκτες του ρολογιού πλησιάζουν τη 10η βραδινή. Είναι η στιγμή που ο κυβερνήτης της φρεγάτας «Υδρα» δίνει την εντολή για απόπλου του πάνοπλου πλοίου από την προβλήτα του Ναυστάθμου Σαλαμίνας. Τελικός προορισμός η εμπόλεμη ζώνη της Ερυθράς Θάλασσας και βασική αποστολή – στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής επιχείρησης «Ασπίδες» – η προστασία της διεθνούς ναυσιπλοΐας έναντι της ασύμμετρης απειλής, με drones και πυραύλους, από τους αντάρτες Χούθι της Υεμένης.

Εντός του πλοίου βρίσκονταν 198 ετοιμοπόλεμα στελέχη του Πολεμικού Ναυτικού, τα οποία κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν πρωτόγνωρες καταστάσεις, παραμένοντας σε επιφυλακή για 102 ημέρες. Ωστόσο, εκ του αποτελέσματος και έπειτα από δύο εμπλοκές που είχαν ως αποτέλεσμα την αποτροπή επιθέσεων και την κατάρριψη ενός εχθρικού UAV (Unmanned Aerial Vehicle – Μη Επανδρωμένο Αερόχημα), η αποστολή χαρακτηρίζεται ως πλήρως επιτυχημένη.

«Το Βήμα» βρέθηκε στη Σαλαμίνα και επιβιβάστηκε στο πλοίο, όπου συνομίλησε με τον κυβερνήτη και μέλη του πληρώματος, τα οποία έδωσαν για πρώτη φορά πληροφορίες για την επιχείρηση, τις συνθήκες που αντιμετώπισαν, αλλά και μια πιο προσωπική οπτική για το πώς λειτουργούν τα μέλη του ΠΝ όταν το θερμόμετρο ανεβαίνει επικίνδυνα.

«Ηταν όντως μια πολύ δύσκολη αποστολή και για το πλοίο ως πλατφόρμα και για το πλήρωμα, στην οποία καταφέραμε να αντεπεξέλθουμε και να τη φέρουμε εις πέρας με υπερηφάνεια. Και το πλοίο και το προσωπικό του ανταποκρίθηκαν πλήρως στις απαιτήσεις της επιχείρησης» αναφέρει χαρακτηριστικά ο κυβερνήτης της φρεγάτας «Υδρα», αντιπλοίαρχος Χρήστος Δρούγκας, διαψεύδοντας – ανυπόγραφα – δημοσιεύματα που τις τελευταίες ημέρες εμφανίστηκαν στο Διαδίκτυο και έδιναν μια εντελώς διαφορετική εικόνα για τα όσα εκτυλίχθηκαν εντός του πλοίου στη διάρκεια της αποστολής, επικαλούμενα… ανώνυμες πηγές.

Στην ευρωπαϊκή ναυτική αρμάδα συμμετείχε, εκτός από τη χώρα μας, η Ιταλία με ένα αντιτορπιλικό καθώς και φρεγάτες από τη Γερμανία, τη Δανία και τη Γαλλία, ενώ το Στρατηγείο στη Λάρισα έπαιξε καταλυτικό ρόλο καθώς έχει τον επιχειρησιακό έλεγχο. Σύμφωνα με τον αντιπλοίαρχο Δρούγκα, η συνεργασία της φρεγάτας μας με τα πλοία της επιχείρησης «Ασπίδες» αλλά και τα λοιπά πολεμικά πλοία που δρούσαν στο σημείο ήταν άριστη. «Υπήρξε συνεχής επικοινωνία με όλους τους δρώντες στην περιοχή, αλληλεπίδραση και ανταλλαγή πληροφοριών καθ’ όλη τη διάρκεια παραμονής μας στην Ερυθρά Θάλασσα».

Η ώρα που ανέβηκαν  οι σφυγμοί

Μιλώντας για το «βάπτισμα του πυρός», την πρώτη εμπλοκή δηλαδή της φρεγάτας «Υδρα» στην Ερυθρά Θάλασσα, ο κυβερνήτης της είναι ιδιαίτερα γλαφυρός: Είναι οι πρωινές ώρες της Τετάρτης 13 Μαρτίου και όλα τα μέλη του πληρώματος ειδοποιούνται να λάβουν θέσεις μάχης. Λίγο αργότερα δίνεται η εντολή να χρησιμοποιηθεί το πρωραίο πυροβόλο των πέντε ιντσών εναντίον δύο drones, σύμφωνα με τους κανόνες εμπλοκής. Τα drones των Χούθι τελικά απωθούνται. «Η πρώτη εμπλοκή που έγινε με πραγματικά πυρά ήταν μετά από έναν εντοπισμό UAV κοντά στο πλοίο, κατά τη διάρκεια συνοδείας ενός εμπορικού πλοίου. Το γεγονός ότι εμπλεχτήκαμε με πραγματικά πυρά ήταν μια απόφαση προσωπική δική μου και την οποία είχα πάρει πολύ πριν, από τη στιγμή δηλαδή που έβλεπα ότι υπήρχε κάποια απειλή που ενδεχομένως να επηρέαζε την ασφάλεια του εμπορικού ή του πολεμικού πλοίου. Η εμπλοκή ήταν επιτυχής, καθώς απομακρύνθηκαν τα UAVs και συνεχίσαμε την αποστολή μας όπως έπρεπε».

Αυτή ήταν η πρώτη εμπλοκή πλοίου του ΠΝ με βολές έναντι πραγματικού στόχου ύστερα από δεκαετίες, με τον κυβερνήτη να αναφέρει ότι είχε το «ελεύθερο» να πράξει τα δέοντα. «Από τη στιγμή που είχαμε αποφασίσει να εμπλακούμε, δεν υπήρξε δεύτερη σκέψη. Παράλληλα, το προσωπικό και το υλικό λειτούργησαν άριστα, χωρίς να υπάρχουν περιστροφές και χωρίς κανέναν απολύτως δισταγμό» προσθέτει.

Οι σφυγμοί των μελών του πληρώματος της φρεγάτας «Υδρα» ανέβηκαν ξανά όταν την 25η Απριλίου, κατά τη διάρκεια συνοδείας ενός ακόμα εμπορικού πλοίου, εντόπισαν στα ραντάρ δύο εχθρικούς στόχους να πλησιάζουν επικίνδυνα. Και πάλι δεν δίστασαν. Η δεύτερη εμπλοκή, μάλιστα, κατέληξε στην κατάρριψη ενός UAV που πετούσε κοντά στο πλοίο. «Στη συγκεκριμένη περίπτωση καταφέραμε και καταρρίψαμε επιτυχώς ένα από αυτά τα UAVs με τη χρήση του πυροβόλου πέντε ιντσών. Και σε αυτή την περίπτωση δεν υπήρξε κανένας δισταγμός και το πλοίο λειτούργησε άψογα» περιγράφει ο αντιπλοίαρχος Δρούγκας.

Σωτήρια παρουσία για την εμπορική ναυτιλία

Η δράση των Χούθι είχε – και συνεχίζει να έχει – ως αποτέλεσμα να επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό η διεθνής ναυσιπλοΐα και πολλά εμπορικά πλοία να αναγκαστούν να αλλάξουν ρότα, επιλέγοντας ασφαλέστερες αλλά κατά πολύ μακρύτερες πορείες. Ωστόσο, η παρουσία της συμμαχικής αρμάδας και της φρεγάτας με την ελληνική σημαία να κυματίζει στην πρύμνη είχε τα επιθυμητά αποτελέσματα: την αποτροπή κακόβουλων ενεργειών. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να τονιστεί ότι η «Υδρα», στη διάρκεια της παραμονής της στα νερά της Ερυθράς Θάλασσας, πραγματοποίησε το 25%-30% των συνολικών αποστολών συνοδείας που ανέλαβε η συμμαχική ναυτική δύναμη. Πρόκειται, όπως εξηγεί ο κυβερνήτης της, για το πέμπτο υψηλότερο ποσοστό μεταξύ του συνόλου των πλοίων της επιχείρησης «Ασπίδες».

Σε ό,τι αφορά τον τρόπο δράσης και την αλληλεπίδραση με τα εμπορικά πλοία, ο έμπειρος αντιπλοίαρχος του ΠΝ σημειώνει πως σε γενικές γραμμές τα πλοία τα οποία συνοδεύτηκαν ήταν πλήρως εναρμονισμένα με τις οδηγίες που λάμβαναν από τη γέφυρα του «Υδρα». «Αυτό ήταν ξεκάθαρο και σε αυτούς. Δεν υπήρχε καμία παρέκκλιση. Είχε οριστεί ένα σημείο που δίναμε «ραντεβού» και συναντιόμασταν για να ξεκινήσει η συνοδεία. Πάντοτε είχαμε επικοινωνία από πολύ νωρίτερα για το πώς θα πρέπει να γίνει η συνοδεία, με ποια μέτρα ασφαλείας και με ποιον τρόπο. Κάθε τέτοια αποστολή διαρκούσε συνήθως περί τις οκτώ ώρες. Σε όλες τις περιπτώσεις, μόλις ολοκληρωνόταν η διαδικασία, διατύπωναν την ευγνωμοσύνη τους προς εμάς είτε μέσω τηλεφώνου είτε με μέσω e-mail».

Οι διαφορές με το Αιγαίο

Η «Υδρα» έφερε εις πέρας μια αποστολή 2.500 μίλια μακριά από τα εγχώρια ύδατα και όπως σημειώνουν οι έλληνες αξιωματικοί, η παρουσία της χώρας μας ως εγγυήτριας δύναμης επί του πεδίου γεμίζει περηφάνια όσους συμμετείχαν ή θα συμμετέχουν στο μέλλον σε αντίστοιχα εγχειρήματα.

Μιλώντας, όμως, για τις διαφορές μεταξύ των θαλασσών – του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου, όπου συνήθως δρουν τα πλοία του ΠΝ, και της Ερυθράς Θάλασσας – το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν είναι το… χρώμα, λένε αστειευόμενοι. Ενδεικτικά, ο κυβερνήτης της φρεγάτας «Υδρα» αναφέρει ότι πρόκειται για μια θάλασσα πολύ πιο ανοιχτή, γεγονός που αυτομάτως αναγκάζει το πλήρωμα να προσαρμόσει τον τρόπο δράσης του. «Εχει κάποιες ιδιαιτερότητες σε σχέση με το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, ενώ είναι πολύ διαφορετικές και οι κλιματικές συνθήκες, στις οποίες επίσης αντεπεξήλθαμε πλήρως καθ’ όλη τη διάρκεια της επιχείρησης. Εξ ου και το πλοίο πήγε και γύρισε χωρίς ουσιαστικά ιδιαίτερη επιβάρυνση. Βεβαίως και υπήρχε καταπόνηση σε έναν βαθμό, ωστόσο είχαμε την απαραίτητη υποστήριξη και γυρίσαμε πίσω με την ίδια επιχειρησιακή ικανότητα που είχαμε όταν φύγαμε. Ούτως ή άλλως έχουμε ξαναβρεθεί στην περιοχή στο πλαίσιο της επιχείρησης «Αταλάντα», επομένως υπήρχε εμπειρία για αυτή τη συγκεκριμένη περιοχή».

Από την πλευρά του και ο Α’ μηχανικός του πλοίου, πλωτάρχης Αριστείδης Τζώρτζης, ο άνθρωπος που είχε την ευθύνη της εύρυθμης λειτουργίας του, μιλώντας για την «καρδιά» της φρεγάτας «Υδρα» τονίζει ότι στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων, παρά τη μεγάλη πίεση σε υλικά και προσωπικό, και επισημαίνει με νόημα: «Κανείς μας δεν αγχώθηκε ιδιαίτερακαι και αυτό αποδεικνύεται ξεκάθαρα από το γεγονός ότι το πλοίο όπως έφυγε από εδώ, με την προετοιμασία που έκανε αυτό το δίμηνο για να μπορέσει να φτάσει στην καλύτερη δυνατή κατάσταση, ακριβώς έτσι επέστρεψε μετά από 102 ημέρες σε αποστολή. Δεν υπήρχαν σημαντικές βλάβες, παρ’ όλο που οι συνθήκες εκεί κάτω είναι πάρα πολύ δύσκολες, οι συνθήκες περιβάλλοντος εννοώ. Δεν μιλώ επιχειρησιακά, εγώ μιλάω για τα της μηχανής, για την πρόωση και την ενέργεια. Το πλοίο, υπό αυτές τις συνθήκες, επιβαρύνεται πάρα πολύ. Ολα τα μηχανήματα. Από τη ζεστή θάλασσα, από τη ζεστή ατμόσφαιρα, από την υγρασία. Ολα αυτά παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην απόδοση των μηχανημάτων. Με την πολύ καλή απόδοση, όμως, του προσωπικού και τη συνεργασία όλα κύλησαν άψογα».

Ηθικόν ακμαιότατον

Και οι δυσκολίες που συνεπάγεται – σε ψυχολογικό επίπεδο – η μακρά παρουσία σε μια εμπόλεμη ζώνη; Ο αντιπλοίαρχος Δρούγκας είναι ξεκάθαρος: «Το ηθικό είναι ακμαιότατον και ήταν καθ’ όλη τη διάρκεια της επιχείρησης. Απόδειξη αυτού, ότι το προσωπικό αντεπεξήλθε πλήρως – με απόλυτη πειθαρχία – σε ό,τι γινόταν». Η πειθαρχία, συνεχίζει ο ίδιος, «ήταν ενσυνείδητη, ενώ και η διαχείριση του προσωπικού συνέβαλε στην ανύψωση του ηθικού».

«Φυσικά και υπήρξαν δύσκολες περίοδοι, ωστόσο σε αυτές ακριβώς τις δύσκολες περιόδους ήταν που το πλήρωμα τα έφερε εις πέρας όπως ακριβώς προβλέπεται και από την ιδιότητά μας ως στελέχη του Πολεμικού Ναυτικού» λέει στο ίδιο μήκος κύματος και ο «Νο 2» του πλοίου, ο ύπαρχος της φρεγάτας «Υδρα», πλωτάρχης Χρήστος Μπάλιας. «Προσωπικά για εμένα δεν υπήρξε καμία αμφιβολία για το αν θα συμμετάσχω στην επιχείρηση. Τουναντίον, ήταν ιδιαίτερη τιμή να αναλάβω τα καθήκοντα του υπάρχου σε μια φρεγάτα η οποία κλήθηκε να εκτελέσει μια αποστολή σαν αυτή. Χωρίς δεύτερη σκέψη θα το ξαναέκανα» τονίζει.

Αναφερόμενος, δε, στις ουκ ολίγες περιπτώσεις που η αδρεναλίνη βρέθηκε στα ύψη, ο ύπαρχος του «Υδρα» επισημαίνει: «Ηταν ένα συναίσθημα το οποίο δεν το βιώνουμε πολύ συχνά, παρ’ όλα αυτά είναι κάτι που είναι στο πλαίσιο των καθηκόντων μας, στο πλαίσιο της δουλειάς μας και θα πρέπει να αντιμετωπίζουμε το κάθε συναίσθημα με ψυχραιμία και να κάνουμε πάρα πολύ απλά τη δουλειά μας, όπως έχουμε εκπαιδευτεί. Το πλήρωμα ήταν προσηλωμένο στην αποστολή, προσηλωμένο στην εκάστοτε απειλή την οποία αντιμετωπίσαμε και για αυτόν τον λόγο τα καταφέραμε στο τέλος. Με πάσα βεβαιότητα, το Πολεμικό Ναυτικό μπορεί να σταθεί σε πολύ υψηλό επίπεδο».

Κλείνοντας, ο κυβερνήτης της φρεγάτας «Υδρα» απαντά στο «Βήμα» για τα συναισθήματα που και ο ίδιος αλλά και οι υφιστάμενοί του κλήθηκαν να διαχειριστούν: «Ημασταν συνεχώς σε μια περιοχή κινδύνου και το θέμα του φόβου είναι κάτι που ο καθένας το διαχειρίζεται διαφορετικά. Από εκεί και πέρα, ο καθένας είχε στο μυαλό του να κάνει τη δουλειά του όπως πρέπει και να προσέχει κυρίως – σύμφωνα με αυτά που τους είχα πει – τον εαυτό του και τον διπλανό του. Να κάνει τα καθήκοντά του με τον τρόπο που ξέρει και έχει εκπαιδευτεί. Ολοι άφησαν οικογένειες πίσω τους, πρόσωπα να τους περιμένουν. Ωστόσο, είχαμε επικοινωνία σε καθημερινή βάση με τους δικούς μας και παρ’ όλα αυτά – θα πρέπει να τονιστεί – δεν ειπώθηκε και δεν διέρρευσε τίποτα κατά τη διάρκεια της αποστολής. Οπως ακριβώς προβλέπεται σε αντίστοιχες περιπτώσεις».

Συντονισμός:
Αγγελος Σκορδάς

Γράφει:
Γιώργος Φωκιανός

Επιμέλεια:
Παναγιώτης Σωτήρης

Φωτογραφίες
Μενέλαος Μυρίλλας