Για όσους γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στη Θεσσαλονίκη, αλλά και για αυτούς που σπούδασαν, εργάστηκαν, ξελογιάστηκαν ή και μετακόμισαν σε αυτήν, πάντα θα υπάρχει ένα διαχρονικό σύμβολο και τοπόσημο που συνδέθηκε άπαξ και διά παντός με τις αναμνήσεις και την καθημερινότητά τους και κατά κάποιον τρόπο τούς «ενώνει». Μεταξύ των κορυφαίων της κατηγορίας αυτής, είναι χωρίς άλλο η πλατεία Αριστοτέλους. Τι όμως γνωρίζουν βαθύτερα για αυτήν και οι μεν και οι δε;
Συμβαίνει λίγο-πολύ στον καθένα μας, με εξαίρεση τους ειδικούς ερευνητές και τους ιστορικούς, να ζει σε μια πόλη χωρίς να κοιτάζει τα πώς και τα γιατί που γεννά ένα μέρος από όπου περνά καθημερινά. Η αέναη συζήτηση όμως για το πώς θα δημιουργηθεί η μοντέρνα Θεσσαλονίκη μετά την πυρκαγιά 1917, που καλά κρατεί για πάνω από έναν αιώνα, περιλαμβάνει σταθερά και την ανοικοδόμηση, την αρχιτεκτονική ταυτότητα και την ανάδειξη της εμβληματικής πλατείας Αριστοτέλους της πόλης.
«Πρέπει να αποφύγουμε έναν lifestyle μικροαστικό “εξευγενισμό” και να σεβαστούμε το έργο του Εμπράρ και των φωτισμένων αστών πολιτικών του Μεσοπολέμου»
Δεσπόζουσα θέση στην αποτίμηση αυτής της συναρπαστικής – και γεμάτης γεγονότα, οικονομικές και κοινωνικές μεταβολές, συγκρούσεις και προσωπικότητες που έδρασαν – πορείας συνεχίζουν να κατέχουν ο γάλλος αρχιτέκτονας Ερνέστ Εμπράρ και οι έλληνες συνεργάτες του. Ο Εμπράρ ήταν αυτός που βρήκε τον τρόπο και εξέφρασε τις σκέψεις του Ελευθερίου Βενιζέλου και του υπουργού Δημοσίων Εργων Αλέξανδρου Παπαναστασίου για την ιστορική, αρχιτεκτονική-πολιτιστική ταυτότητα της πόλης μέσα από τα μνημεία και τα εμβληματικά μέρη της. Το «κεκτημένο» της Θεσσαλονίκης που προέκυψε από τη συμβολή του ήταν η εφαρμογή για πρώτη φορά σε τέτοιου μεγέθους κλίμακα βασικών επιλογών της ευρωπαϊκής πολεοδομίας του 20ού αιώνα.
«Ημουν κι εγώ εκεί»
Η σχέση της πλατείας με τους ανθρώπους της πόλης τεσσάρων γενεών δεν υπήρξε μονοσήμαντα συναισθηματική ή τουριστική, έστω κι αν εκεί πράγματι παίρνει κανείς την ισχυρότερη «γεύση» από Θεσσαλονίκη ενώνοντας με το βλέμμα του τη θάλασσα, τον Ολυμπο, μνημεία του κέντρου και την Ανω Πόλη. Συνδέεται παράλληλα με μεγάλα γεγονότα του δημοσίου βίου που έγιναν εκεί, για να περιοριστούμε μόνο στη μεταπολεμική περίοδο. Μεγάλες πολιτικές συγκεντρώσεις, σημαντικές πολιτιστικές εκδηλώσεις, αποτέλεσαν σημαντικό κομμάτι της συλλογικής μνήμης.
Πολλοί από εμάς λέγοντας το «ήμουν κι εγώ εκεί» συμπεριλαμβάνουν και κάτι που έγινε στην Αριστοτέλους. Το εύρος όλων αυτών μπορεί να το βρει κανείς συμβολικά και στο γεγονός ότι τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες λειτουργούσαν στην πλατεία Αριστοτέλους έξι(!) θερινοί κινηματογράφοι κάνοντας τους παλιούς Θεσσαλονικείς να αναφέρονται στην περιοχή με το ευφημιστικό σλόγκαν «το Χόλιγουντ της Θεσσαλονίκης».
Η πλατεία Αριστοτέλους όμως, που κατά μια όχι και τόσο επιτυχή αναφορά ενός πρώην δημάρχου της πόλης «τα ‘χει τα χρονάκια της», γίνεται και πάλι αντικείμενο έντονης και εκτεταμένης συζήτησης για τους όρους και τα χαρακτηριστικά της διαμόρφωσής της.
Η συζήτηση περιλαμβάνει αναγκαστικά και ιστορία, φυσιογνωμία και ταυτότητα, αλλά και τις προβλέψεις μιας νέας θέασης, που έφερε η βραβευμένη πρόταση του σχετικού διαγωνισμού, με το «δωμάτιο με τους φοίνικες» και τον «καθρέπτη» με τα νερά της πλατείας. Είτε πρόκειται για «λίφτινγκ», είτε για αναγκαία προσαρμογή στην εποχή μας, το θέμα δίχασε για μία ακόμα φορά την πόλη.
Και ενώ οι πολίτες αναμένουν τα επόμενα βήματα του έργου της διαμόρφωσης της πλατείας Αριστοτέλους, δώσαμε τον λόγο σε δύο σημαντικούς ανθρώπους της Θεσσαλονίκης, με βαρύνουσα γνώμη για τον δημόσιο χώρο και γνώστες του θέματος.
Αστικός, δημόσιος άξονας
«Η πλατεία Αριστοτέλους συνιστά, από τον αρχικό σχεδιασμό της από τον Eρνέστ Εμπράρ μέχρι σήμερα, τη μεγάλη αστική πλατεία στον «κλασικό» της προσδιορισμό, την πλατεία που περικλείεται από τα μέτωπα των κτιρίων και οριοθετείται ως περίκλειστος δημόσιος χώρος» λέει οριοθετώντας σημασία και προσδιορισμούς της πλατείας ο αρχιτέκτονας και αντιδήμαρχος Τεχνικών Εργων, Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Κινητικότητας Πρόδρομος Νικηφορίδης.
«Η πλατεία Αριστοτέλους αποτελεί την απόληξη στη θάλασσα του μεγάλου αστικού δημόσιου άξονα που είχε φανταστεί ο Εμπράρ, να διασχίζει εγκάρσια την πόλη, να ενοποιεί το ψηλότερο σημείο της με τη θάλασσα και αξιοποιώντας την τοπιογραφία της πόλης να ανοίγει μια θαυμαστή προοπτική προς τον μακρινό Ολυμπο. To συγκρότημα που συντίθεται από την πλατεία Αριστοτέλους, την οδό Αριστοτέλους, την πλατεία Αρχαίας Αγοράς και την περιοχή γύρω από τον Aγιο Δημήτριο αποτελεί τον σημαντικότερο δημόσιο χώρο της πόλης και συνιστά το γεωγραφικό οργανωτικό και μνημειακό κέντρο της πόλης».
Σύμφωνα με τον ίδιο «η μακραίωνη ιστορία της Θεσσαλονίκης βρίσκει στον άξονα της Αριστοτέλους – που απλώνεται από τους λόφους της Ανω Πόλης ως τη θάλασσα, – την ευτυχέστερη συμβολική της έκφραση, καθώς συνυπάρχουν ορισμένα από τα σημαντικότερα μνημεία όλων των ιστορικών εποχών της Θεσσαλονίκης δίπλα σε σύγχρονες κεντρικές δραστηριότητες και χώρους έντονης κοινωνικής ζωής».
«Το άνοιγμα της πλατείας Αριστοτέλους στο παραλιακό μέτωπο της πόλης αποτελεί την πλέον χαρακτηριστική και γνώριμη εικόνα της πόλης» συνεχίζει ο κ. Νικηφορίδης.
«Οφείλει να διατηρήσει τα χαρακτηριστικά της ιστορικής αστικής πλατείας και παράλληλα να εισαγάγει στον σχεδιασμό της σύγχρονα στοιχεία αστικού εξοπλισμού»
Ζητήσαμε από τον ίδιο να μιλήσει για την ευκαιρία της πόλης να αποκτήσει μια Αριστοτέλους του 21ου αιώνα που θα διατηρεί τα ιστορικά της στοιχεία:
«Τις τελευταίες δεκαετίες ο Δήμος Θεσσαλονίκης είχε δύο ευκαιρίες να προχωρήσει σε συνολική ή μερική ανάπλαση του Αξονα της Αριστοτέλους. Οι αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί είναι η πλέον ενδεδειγμένη διαδικασία επιλογής για σημαντικά έργα, ιδιαίτερα όταν είναι έργα μεγάλης κλίμακας. Για τον συνολικό Μνημειακό Αξονα της Αριστοτέλους διοργανώθηκε από την Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης Θεσσαλονίκη 1997 ένας μεγάλος αρχιτεκτονικός διαγωνισμός σε συνεργασία με τη Διεθνή Ενωση Αρχιτεκτόνων. Στον διαγωνισμό συμμετείχαν 100 γραφεία αρχιτεκτόνων από 24 χώρες. Η περιοχή ανάπλασης αφορούσε στο σύνολο του άξονα από τη Λεωφόρο Νίκης μέχρι τον Αγιο Δημήτριο. Το Α’ βραβείο κέρδισε η συμμετοχή με τίτλο «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο».
Το 2021 ο Δήμος Θεσσαλονίκης προκήρυξε έναν δεύτερο διεθνή διαγωνισμό για τμήμα του άξονα, από τη Λεωφόρο Νίκης μέχρι την οδό Εγνατία, στον οποίο συμμετείχαν 11 γραφεία αρχιτεκτόνων κυρίως από την Ελλάδα. Στο Α’ βραβείο αυτού του διαγωνισμού ανατέθηκε η μελέτη που πρόκειται να υλοποιηθεί όταν ολοκληρωθεί και εφόσον λάβει την έγκριση του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων. Η διαμόρφωση της πλατείας Αριστοτέλους οφείλει να διατηρήσει τα χαρακτηριστικά της ιστορικής αστικής πλατείας και παράλληλα να εισαγάγει στον σχεδιασμό της σύγχρονα στοιχεία αστικού εξοπλισμού.
Σημαντικό στοιχείο της διαμόρφωσης της πλατείας είναι η σωστή διαχείριση των χρήσεων ώστε να μην εμποδίζεται η διέλευση των πεζών και να μην υποβαθμίζεται ο ρόλος της ως ανοικτού δημόσιου τόπου. Ως προς τα παραπάνω υπήρξαν πολλές επισημάνσεις από την Υπηρεσία Νεωτέρων Μνημείων και Τεχνικών Εργων Κεντρικής Μακεδονίας, στις οποίες το Α’ βραβείο του διαγωνισμού οφείλει να απαντήσει με τις ανάλογες προσαρμογές. Θα ακολουθήσουν η μελέτη εφαρμογής και τα τεύχη δημοπράτησης που ελπίζουμε ότι θα ολοκληρωθούν σύντομα. Το έργο θα χρηματοδοτηθεί από την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας».
Η μοναδικότητά της
«Η ανασύνταξη του ιστορικού παλίμψηστου της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917 εστιάστηκε στην εμβληματική χειρονομία της Αριστοτέλους. Ενσωματώθηκαν νεωτερικά στοιχεία, αναζητώντας παράλληλα το τοπικό στίγμα στην πόλη, που βρισκόταν στο μεταίχμιο Ανατολής – Δύσης. Η μεγάλη χειρονομία του κεντρικού άξονα δεν υλοποιήθηκε συνολικά, ωστόσο αξιοποίησε στοιχεία του αστικού παλίμψηστου. Η μνημειακή λεωφόρος είναι πολύτιμο πολιτισμικό κοίτασμα, ως σημαντικότερος δημόσιος χώρος της Θεσσαλονίκης. Η ανάπλαση προϋποθέτει προσεκτική ανάγνωση των συστατικών του στοιχείων». Τα παραπάνω λέει ο ομότιμος καθηγητής Αρχιτεκτονικής του ΑΠΘ, ιστορικός και συγγραφέας Νίκος Καλογήρου, απαντώντας στο ερώτημά μας για τα δεδομένα που διαμορφώνουν τη μοναδικότητα και τη σημασία της πλατείας Αριστοτέλους.
«Δεν είναι ευρύτερα αντιληπτό ότι η Αριστοτέλους αποτελεί μια μοντέρνα κατασκευασμένη παράδοση του 20ού αιώνα, εκφράζοντας έναν εκλεκτικό τοπικισμό με νεοβυζαντινά οράματα» τονίζει και συμπληρώνει: «Η σημερινή ανισότροπη οικειοποίηση του χώρου απαιτεί ειδική διαχείριση της ανάπλασης. Πρέπει να αποφύγουμε έναν lifestyle μικροαστικό «εξευγενισμό» και να σεβαστούμε το έργο του Εμπράρ και των φωτισμένων αστών πολιτικών του Μεσοπολέμου. Η πρόταση που διακρίθηκε στον διαγωνισμό προκαλεί προβληματισμούς. Οι επιμέρους διαιρέσεις δημιουργούν όρια, ανατρέποντας τη συνέχεια του άξονα.
Ενα «φοινικόδασος» στην Εγνατία αποκρύπτει το μοναδικό πλήρες αρχικό μέτωπο του Εμπράρ (Εμπορικό – Βιοτεχνικό Επιμελητήριο, Κτίριο Ισραηλιτικής Κοινότητας). Η κεντρική λωρίδα πρασίνου, βασικό στοιχείο του αρχικού σχεδιασμού, καταργείται. Πλευρικές δενδροφυτεύσεις αποκρύπτουν τις εμβληματικές προσόψεις. Στην πλατεία προτείνεται διευθέτηση με νερό-ατμούς. Με δύσκολη διαχείριση, δεν έχει κλιματικό νόημα στο θαλάσσιο μέτωπο. Είναι ίσως χρήσιμη ψηλότερα στον άξονα. Τα προτεινόμενα συμπαγή στέγαστρα από μπετόν παγιώνουν την κατάχρηση του δημόσιου χώρου από χώρους εστίασης».
Ο Νίκος Καλογήρου καταλήγει επισημαίνοντας: «Η μοναδικότητα της Αριστοτέλους επιβάλλει μινιμαλιστική διαχείριση με ελεύθερη θέαση του άξονα-όψεων, διατηρώντας τα αυθεντικά συνθετικά-περιβαλλοντικά στοιχεία. Εχω την αίσθηση ότι ο δήμος πρέπει να επιδιώξει μιαν αναθεώρηση με προτεραιότητα στην ανάδειξη-αποκατάσταση του ιστορικού συνόλου. Εύχομαι να διαφυλαχθεί η ποικιλία χρήσεων, για να μη γίνει ο άξονας απλός υποβαθμισμένος τουριστικός προορισμός».
Το σχέδιο της πρότασης που πήρε το πρώτο βραβείο της κριτικής επιτροπής μετά τον διεθνή αρχιτεκτονικό διαγωνισμό προσχεδίων, τον οποίο προκήρυξε η διοίκηση του Κωνσταντίνου Ζέρβα και παρουσιάστηκε το 2021, θεωρήθηκε πως επεδίωκε μια ισορροπία ανάμεσα σε μια νέα αισθητική, νέα υλικά, και νέες προσεγγίσεις, που θα σέβονται όμως τον χαρακτήρα και τα ιστορικά χαρακτηριστικά της περιοχής. Οι εικόνες όμως με τους φοίνικες στο κέντρο της πόλης είχαν συγκεντρώσει αντιδράσεις και κριτική.
* Χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία από το βιβλίο «Το παλίμψηστο της Αριστοτέλους – Βυζαντινά οράματα και εκλεκτικός τοπικισμός» του Νίκου Καλογήρου (Εκδόσεις Univesity Studio Press).