Κουκάκι, Μετς, Παγκράτι, Ψυρρή, Μεταξουργείο, Εξάρχεια: Συνοικίες που αλλάζουν ταχύτατα. Η ανάπτυξη των συγκοινωνιών, το κτιριακό τους απόθεμα και η συγκέντρωση δραστηριοτήτων αναψυχής-ψυχαγωγίας τις έχουν μετατρέψει στις πιο «βιτρινάτες» περιοχές της πρωτεύουσας. Ομως οι αλλαγές δεν εξαντλούνται στα προσφερόμενα facilities για τουρίστες και ευκαιριακούς επισκέπτες.
Περιοχές που παραδοσιακά ήταν «γειτονιές», πλέον χάνουν τους μόνιμους κατοίκους και συνάμα την ταυτότητά τους. Η άνοδος της αξίας της αθηναϊκής γης σε συνδυασμό με την αύξηση στη ζήτηση ακινήτων για βραχυχρόνια μίσθωση και της επακόλουθης μείωσης εκείνων που προορίζονται για μακροχρόνια μίσθωση εξωθούν όσους αδυνατούν να αντέξουν τα υψηλά ενοίκια να τις εγκαταλείπουν.
Η ανθρωπογεωγραφία
Μιλώντας στο «Βήμα» ο ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής Γεωγραφίας στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο Θωμάς Μαλούτας επιβεβαιώνει ότι «οι αλλαγές στις περιοχές αυτές οφείλονται στην αυξημένη ζήτηση, που δεν είναι εγχώρια, αλλά «εισαγόμενη» – από τουρίστες, ψηφιακούς νομάδες και ευκαιριακούς επισκέπτες – γεγονός που αλλάζει σημαντικά την ανθρωπογεωγραφία τους όχι μόνο όσον αφορά τη στέγαση αλλά και τις υπηρεσίες που προσφέρονται σε αυτές».
Μαγαζιά διαφορετικού στυλ και γούστου, που ανταποκρίνονται περισσότερο στις ανάγκες του περιστασιακού αυτού πληθυσμού, συνεχίζει, αντικαθιστούν τα πιο παραδοσιακά που εξυπηρετούσαν τους μόνιμους κατοίκους, με τα προσφερόμενα αγαθά να είναι συνήθως σε υψηλότερες τιμές.
Τα παραπάνω, βέβαια, δεν επηρεάζουν μόνο τους ενοικιαστές αλλά και τους ιδιοκτήτες ακινήτων που βλέπουν την περιουσία τους να «ανεβαίνει» αλλά ταυτόχρονα την καθημερινότητά τους να ακριβαίνει.
«Δεν υπάρχουν πια τα μανάβικα και τα μπακάλικα που ξέραμε. Στη θέση τους ανοίγουν μίνι μάρκετ που έχουν μόνο τυποποιημένα τρόφιμα στη διπλάσια τιμή. Το να ανοίξει κανείς έναν πολυτελή φούρνο που θα πουλάει το ψωμί 3,5 ευρώ προφανώς θα έχει μια υψηλή κερδοφορία αλλά δεν θα συμβάλει στη βελτίωση της καθημερινότητας των μόνιμων κατοίκων, σε σύγκριση με έναν λαϊκό φούρνο» περιγράφει από την πλευρά του ο ομότιμος καθηγητής Γεωγραφίας στο Χαροκόπειο Κωστής Χατζημιχάλης.
«Το κέντρο αιμορραγεί»
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ίδιος, «το κέντρο αιμορραγεί», χάνοντας συνεχώς κατοίκους: «Φεύγουν οι μόνιμοι κάτοικοι και τουριστικοποιείται. Δηλαδή, αδειάζουν διαμερίσματα και γίνονται σπίτια βραχυχρόνιας μίσθωσης. Ολόκληρα παλαιά κτίρια αλλάζουν χρήσεις και γίνονται ξενοδοχεία».
Προσθέτει, δε, ότι ειδικά στις περιοχές του Ψυρρή και του Μεταξουργείου παρατηρείται μια μεγάλη αλλαγή χρήσης γης με μεγάλους βιομηχανικούς χώρους να έχουν μετατραπεί σε «διασκεδαστήρια», γεγονός που με τη σειρά του ωθεί στην έξοδο τους εναπομείναντες μόνιμους κατοίκους.
Για όσους εγκατέλειψαν το Κουκάκι και το Παγκράτι, λέει, νέος προορισμός έγινε η Κυψέλη, μια μετακίνηση που με τη σειρά της οδήγησε σε άνοδο των ενοικίων, σε μια γειτονιά που κάποτε φημιζόταν για τις χαμηλές τιμές κατοικιών και που αποτέλεσε καταφύγιο για τα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα αλλά και για τους φοιτητές, λόγω και της γειτνίασής της με πανεπιστημιακά ιδρύματα.
«Δεν υπάρχουν πια τα μανάβικα και τα μπακάλικα που ξέραμε. Στη θέση τους ανοίγουν μίνι μάρκετ που έχουν μόνο τυποποιημένα τρόφιμα στη διπλάσια τιμή.
Μια χρόνια μετάλλαξη
Μπορεί η μετάλλαξη των γειτονιών της Αθήνας να έγινε έντονα αισθητή τα τελευταία 10 χρόνια, όμως η διαδικασία αυτή είναι χρόνια και έχει ξεκινήσει εδώ και αρκετές δεκαετίες.
Όπως αναλύει ο Κωστής Χατζημιχάλης, «θα πρέπει να ανατρέξουμε αρκετά πίσω, δηλαδή ακόμα και στα πολεοδομικά σχέδια της δεκαετίας του ’80 και του ’90, στα οποία προβλέπονταν οι μεταφορές υπηρεσιών και υπουργείων μακριά από το κέντρο. Αυτό συνεπάγεται μια απότομη φυγή χιλιάδων εργαζομένων, πολλοί από τους οποίους ζούσαν και σε περιοχές του, ενώ αποτελούσαν και καθημερινούς καταναλωτές χρήσεων του κέντρου. Αυτό χτύπησε πολύ το τοπικό εμπόριο με δραματικές επιπτώσεις στο λιανεμπόριο και στην απασχόληση. Παράλληλα, μια άλλη μακρόσυρτη τάση είναι η προαστιοποίηση, κατά την οποία σταδιακά οι πιο εύπορες οικογένειες που έχουν και μικρά παιδιά εγκαταλείπουν την κεντρική περιοχή και αναζητούν κατοικίες σε περιοχές που έχουν πράσινο και ελεύθερους χώρους. Και δεν μιλάμε μόνο για τα πολύ πλούσια προάστια του Βορρά αλλά και για την Ηλιούπολη ή του Παπάγου και τον Χολαργό. Μια ακόμα τάση που «αποδυνάμωσε» το κέντρο από κατοίκους».
Σύμφωνα με τον καθηγητή, συνέπεια της προαστιοποίησης ήταν αρκετές κατοικίες στο κέντρο να μείνουν κενές ήδη από τη δεκαετία του ’90: «Το 2000 κατοικήθηκαν από μετανάστες που βρήκαν έναν φτηνό χώρο, ενώ αργότερα αποτέλεσαν θελκτικό προορισμό για επενδύσεις real estate. Εδώ, λοιπόν, έρχονται οι πολιτικές του τύπου Χρυσή Βίζα όπως και η νομοθεσία για τη βραχυχρόνια μίσθωση που ανέβασαν κατακόρυφα τις αξίες γης έτσι ώστε να είναι εντελώς αντιοικονομικό να τις χρησιμοποιήσει κανείς ως μακροχρόνιες κατοικίες».
Η κατοικία ως επενδυτικό προϊόν
Ο Θωμάς Μαλούτας αναφέρει πως οι χαμηλές τιμές που δημιούργησε η κρίση, ένεκα της έλλειψης ζήτησης, προετοίμασαν το έδαφος για ξένους επενδυτές που μετέτρεψαν τις κατοικίες της Αθήνας σε άτυπες επιχειρήσεις: «Το εντυπωσιακά ανοδικό τουριστικό ρεύμα δημιούργησε με τη σειρά του νέα ζήτηση που έκανε τις χαμηλές τιμές που είχε φέρει η κρίση πάρα πολύ ενδιαφέρουσες για ξένους επενδυτές που μπορούσαν να μπουν σε μια πολύ φθηνή αγορά ακινήτων. Αυτό εξακολουθεί να υπάρχει και σήμερα. Ωστόσο, αυτοί οι άνθρωποι δεν μπήκαν στην αγορά με στόχο να λύσουν το στεγαστικό πρόβλημα αλλά ως επενδυτές που ήθελαν να βγάλουν χρήματα και μάλιστα σύντομα. Αποτέλεσμα ήταν οι κατοικίες να μεταλλαχθούν από αντικείμενα χρήσης σε επενδυτικά προϊόντα, να ανέβουν οι τιμές και να οδηγούνται πλέον σε οριακές καταστάσεις άνθρωποι με χαμηλά εισοδήματα».
«Ετσι, έχουμε το διπλό πρόβλημα στο κέντρο – από τη μια να μην έχει μόνιμους κατοίκους και από την άλλη οι λίγες κατοικίες που προσφέρονται για ενοικίαση ή για αγορά να είναι πανάκριβες. Ολο αυτό το «πακέτο» με μια ερμηνεία λέγεται gentrification, που μεταφράζεται ως εξευγενισμός, αλλά είναι εντελώς λάθος αυτή η μετάφραση γιατί δεν περιγράφει αυτό που πραγματικά είναι: Μια βίαιη εκδίωξη των μόνιμων κατοίκων και μια βίαιη αλλαγή των χρήσεων γης» τονίζει ο Κωστής Χατζημιχάλης.
Μακροπρόθεσμη αλλοίωση
Αυτές οι επενδυτικές κινήσεις προσδίδουν στην οικονομία βραχυπρόθεσμα κέρδη, όμως στην πραγματικότητα μακροπρόθεσμα αποτελούν ζημία, εξηγεί ο καθηγητής. Η αλλοίωση που υφίσταται το κέντρο της Αθήνας σε λίγα χρόνια θα το οδηγήσει να χάσει την ομορφιά και την ιδιαιτερότητα που το ξεχωρίζει από άλλες περιοχές της πόλης. «Η θελκτικότητα της Αθήνας ήταν αυτή η πολυσχιδής και πολύμορφη χρήση γης. Δηλαδή, δίπλα στο σουβλατζίδικο ήταν ένα φαναρτζίδικο, παρακάτω ήταν ένας επισκευαστής επίπλων, πιο πέρα ένα μαγαζί για σεντόνια. Αυτά χάνονται και έτσι η ζωντάνια του κέντρου μεταφράζεται πλέον σε «διασκεδαστήριο», με τα τραπεζάκια να ξεχύνονται από τη μια άκρη του κέντρου ως την άλλη. Αυτό μακροπρόθεσμα είναι νεκρό σαν πρότυπο. Πράγματι, αυτή η ιστορία παράγει κέρδη τώρα αλλά μακροπρόθεσμα είναι καταστροφική».
Ο Κωστής Χατζημιχάλης εκτιμά ότι μόλις σταματήσει η κερδοφορία για τους ξένους επενδυτές, η πόλη θα γεμίσει παρατημένα ξενοδοχεία και άδειες κατοικίες. «Πολλά ξενοδοχεία και Airbnb δεν είναι ελληνικής ιδιοκτησίας, ανήκουν σε επενδυτές του εξωτερικού που έχουν έρθει για γρήγορα κέρδη. Μόλις σταματήσει η κερδοφορία θα τα μαζέψουν και θα φύγουν και θα μείνει το κέντρο της Αθήνας με τα κουφάρια των άδειων ξενοδοχείων και των πολυτελών κατοικιών…».
ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ
«Λύσεις» που δεν… λύνουν το πρόβλημα
«Ανακαινίζω-νοικιάζω», «Κοινωνική κατοικία», «Σπίτι μου»… Τρία προγράμματα που τα τελευταία χρόνια έρχονται – έστω και δραματικά ετεροχρονισμένα – να διορθώσουν σε κάποιον βαθμό τις στρεβλώσεις σε αυτό που αποκαλούμε «στεγαστικό». «Η πολιτεία, όμως, δεν έχει μεγάλη παράδοση στη λήψη μέτρων που να αφορούν την κατοικία» λέει ο ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής Γεωγραφίας Θωμάς Μαλούτας. Η σημερινή πραγματικότητα, εν τούτοις, θέτει νέες προκλήσεις:
«Βρισκόμαστε σε συνθήκες που η αίσθηση του τι σημαίνει κατοικία αποτελεί ένα προσωπικό ή οικογενειακό θέμα. Στην τοπική αντίληψη δεν είναι ένα κοινωνικό δικαίωμα αυτό της κατοικίας. Τα στεγαστικά συστήματα που χρησιμοποιήσαμε τη μεταπολεμική περίοδο βασίστηκαν σε αυτή. Δηλαδή, το κράτος έδωσε κάποια δυνατότητα στα νοικοκυριά να λύσουν μόνα τους το πρόβλημα, είτε με την αυτοστέγαση είτε με το να κάνει τα στραβά μάτια ακόμα και στην αυθαίρετη δόμηση είτε προωθώντας την αντιπαροχή. Τώρα, επειδή ακριβώς δημιουργήθηκε αυτό το έντονο πρόβλημα στέγασης, η πολιτεία αναγκάζεται να ρίξει καινούργιο βλέμμα σε αυτή την ιστορία. Δεν υπήρχε στον δημόσιο λόγο αναφορά στα ζητήματα στέγασης καθώς θεωρείτο ότι λύνονταν από μόνα τους. Και σε μεγάλο βαθμό όντως λύνονταν από μόνα τους για τους περισσότερους, ενώ για τους πιο ευάλωτους φρόντιζε η οικογένεια. Σήμερα, όμως, και πολλοί ευάλωτοι υπάρχουν που βρίσκονται έξω από οικογενειακά δίκτυα, αλλά και τα ζητήματα από αυτές τις αλλαγές στην πόλη διογκώθηκαν τόσο που δεν μπορούν πλέον να επιλυθούν από μόνα τους».
Ο ομότιμος καθηγητής Γεωγραφίας Κωστής Χατζημιχάλης συμφωνεί πως η χώρα δεν είχε ποτέ κυβερνήσεις που θεσμοθετούσαν και έλεγχαν την εφαρμογή πολεοδομικών χωροταξικών σχεδίων. «Τα τελευταία χρόνια ο προγραμματισμός και ο σχεδιασμός είναι στα αζήτητα δυστυχώς, ενώ έχει κυριαρχήσει το νεοφιλελεύθερο πρότυπο που δεν βλέπει συνολικά το πρόγραμμα μιας πόλης» περιγράφει.
Το παράκτιο μέτωπο
Δεν είναι, όμως, μόνο οι κεντρικές γειτονιές της πόλης που αλλάζουν αλλά και το παράκτιο μέτωπο της, αυτό που συνηθίζουμε να αποκαλούμε Αθηναϊκή Ριβιέρα. Οπως εξηγεί ο Θωμάς Μαλούτας, τα τελευταία 10 χρόνια αλλάζουν οι περιοχές της «παραλίας», κυρίως από Γλυφάδα μέχρι Βουλιαγμένη, με το χτίσιμο πολυτελών κατοικιών ενιαίας αισθητικής, με πισίνες στα μπαλκόνια που η αξία τους μετράται σε εκατομμύρια και όχι χιλιάδες ευρώ.
«Το ερώτημα είναι σε ποιο κομμάτι της ζήτησης απευθύνονται. Ενδεχομένως, αποτελούν επενδυτικά προϊόντα για ανθρώπους που δεν στοχεύουν σε εισόδημα από την εκμετάλλευσή τους. Επενδύουν σε ένα σταθερό περιουσιακό στοιχείο σε μια αγορά φθηνή συγκριτικά με τις ξένες και που σε 10 χρόνια θα ανέβει σε αξία. Δεν τους ενδιαφέρει αν θα το νοικιάσουν και κλειστό να το έχουν θα είναι σαν να έχουν βάλει τα λεφτά τους σε μια θυρίδα. Αυτό αποτελεί τάση των πολύ εύπορων στρωμάτων διεθνώς» καταλήγει ο καθηγητής.