Το ελληνικό κράτος ήδη από το 1994, στην πρόταση που είχε υποβάλει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη συγχρηματοδότηση του έργου της κτηματογράφησης, έκανε αναφορά και στην υποστήριξη μιας διαδικασίας εκτίμησης της αξίας των ακινήτων της χώρας. Κι αυτό διότι τα κτηματολόγια, ως συνέχεια των βυζαντινών κατάστιχων και των αντίστοιχων συστημάτων που είχαν χρησιμοποιήσει οι Φράγκοι, οι Βενετοί και οι Οθωμανοί, αποσκοπούσαν στη συλλογή φόρων από την ακίνητη περιουσία. Μεταγενέστερα τα στοιχεία των εν λόγω συστημάτων χρησιμοποιήθηκαν για να εξυπηρετήσουν και άλλους σκοπούς όπως είναι η διασφάλιση των δικαιωμάτων κυριότητας και η υλοποίηση αναπτυξιακών προγραμμάτων (επεκτάσεις σχεδίων πόλεων, εφαρμογή περιβαλλοντικής ή αγροτικής πολιτικής κ.λπ.). Τα κτηματολόγια δε, αποτελούν κεντρικό θεσμό στη συνοχή που επιδιώκεται να επιτευχθεί στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
«Και στην Ελλάδα, στις πρώτες εθνοσυνελεύσεις, στα χρόνια που ακολούθησαν την ελληνική επανάσταση, ένα από τα πρώτα μελήματα ήταν η δημιουργία Κτηματολογίου ώστε να καταγραφεί και να φορολογηθεί η ακίνητη περιουσία. Ακολούθησαν επτά με οκτώ άκαρπες προσπάθειες. Τώρα έχουμε πλέον φτάσει στο τέλος του δρόμου. Αλλωστε και οι Γερμανοί ξεκίνησαν τον 10ο αιώνα και τους πήρε περίπου 1.000 χρόνια για να αποκτήσουν το Κτηματολόγιο που έχουν σήμερα, το οποίο μάλιστα έχει αδυναμίες και προβλήματα. Στη Σουηδία ξεκίνησαν τον 17ο αιώνα και τους πήρε πολλά χρόνια για να το αναπτύξουν. Μόνο η Ολλανδία και το Βέλγιο απέκτησαν Κτηματολόγιο σε λίγους μήνες, διότι ο Ναπολέων τους έθεσε τελεσίγραφο, απειλώντας τους πολίτες ότι εάν δεν δήλωναν την περιουσία τους θα την έχαναν» σημειώνει ο κ. Λολώνης.