«Τα παιδιά ανοίγονται. Εχουν ανάγκη να μιλήσουν, νιώθουν ότι κάποιος μπορεί να τα ακούσει. Ακόμα και στο 5λεπτο του διαλείμματος…». Η Ελένη Κουκούλη, ψυχολόγος της Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Ανατολικής Αττικής, έχει στην εποπτεία της περίπου 180 Γυμνάσια και Λύκεια και κάθε μέρα επισκέπτεται αρκετά από αυτά, παράλληλα με τους ψυχολόγους κάθε σχολείου. «Σήμερα που έκανα ομιλίες σε κάποια τμήματα, ήρθαν παιδιά στο διάλειμμα, με βρήκαν, ήθελαν να μιλήσουν» λέει χαρακτηριστικά.
Την ανάγκη αυτή των παιδιών τη διαπιστώνει κανείς, εκτός φυσικά από το περιεχόμενο του mail που έστειλε στο «Βήμα» το Δεκαπενταμελές Μαθητικό Συμβούλιο του Πρότυπου Λυκείου της Βαρβακείου Σχολής, και από τις συζητήσεις με τους ανθρώπους που εργάζονται ως σχολικοί ψυχολόγοι. Και, εκ του αποτελέσματος, φαίνεται ότι έχει γίνει κατανοητή και από το υπουργείο Παιδείας, το οποίο και κάθε χρόνο αυξάνει τον αριθμό των ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών στα σχολεία.
Σε πολλά από αυτά βέβαια η καθυστέρηση στην τοποθέτησή τους έχει δημιουργήσει προβληματισμό, ενώ τίθεται ανοικτά και το ζήτημα του μόνιμου διορισμού τους στο σχολικό περιβάλλον, καθώς σήμερα παρουσιάζεται το φαινόμενο (κυρίως στην περιφέρεια) ένας ψυχολόγος να έχει αναλάβει και 4 ή 5 σχολεία χωρίς να κατορθώνει έτσι να οικοδομήσει σταθερές σχέσεις εμπιστοσύνης με τους μαθητές και τις μαθήτριές τους.
Πάντως είναι αλήθεια ότι βήματα γίνονται: το προσωπικό αυτών των ειδικοτήτων που υπηρετούσε το 2019 στα σχολεία ήταν ελάχιστο (κάποιοι μας μίλησαν για 500 άτομα). Τη σχολική χρονιά 2020-2021 είχαν γίνει 2.050 και εφέτος φτάνουν περίπου τις 4.800 – αρκετοί από αυτούς, ίσως και οι περισσότεροι, αναπληρωτές.
Αρκεί αυτός όμως ο αριθμός για να καλύψει τις ανάγκες; Φυσικά και όχι. Γι’ αυτό και προς το παρόν ο κάθε σχολικός ψυχολόγος ή κοινωνικός λειτουργός έχει αναλάβει στην αρμοδιότητά του έως πέντε σχολεία, τα οποία επισκέπτεται κάθε εβδομάδα – ένα κάθε μέρα.
Στην πραγματικότητα, όμως, πολλές φορές ούτε καν αυτό, δηλαδή η επίσκεψη του σχολικού ψυχολόγου ή κοινωνιολόγου μία φορά την εβδομάδα, συμβαίνει. Για παράδειγμα, στις περιπτώσεις μιας αργίας ή μιας απεργίας η απόσταση ανάμεσα στις δύο επισκέψεις φτάνει τις 15 ημέρες. Το ίδιο και όταν παραστεί ανάγκη ο ψυχολόγος να πάει εκτάκτως σε κάποιο άλλο σχολείο από την πεντάδα που έχει αναλάβει λόγω κάποιου περιστατικού.
Αυτό σημαίνει ότι είναι δύσκολο να λειτουργήσει ο ψυχολόγος του σχολείου θεραπευτικά, βλέποντας το παιδί με κανονικές συνεδρίες – δεν υπάρχει χρόνος για αυτό. Προληπτικά, όμως, και με σύντομες συνεδρίες αυτό είναι εφικτό.
«Κάτι να καταθέσει ένα παιδί, να θίξουμε ένα ζήτημα, να το συζητήσουμε, έχει και αυτό κάποιο αποτέλεσμα – έστω και μία φορά την εβδομάδα» μας είπε σχολική ψυχολόγος, η οποία, όταν της μεταφέραμε την πρόταση των παιδιών της Βαρβακείου, να υπάρχει δηλαδή μόνιμα, καθημερινά, ψυχολόγος στο σχολείο, σχολίασε: «Για να είναι πιο σωστό το αποτέλεσμα έτσι πρέπει να είναι, έχουν δίκιο».
Ο ρόλος των άλλων
Η επίσκεψη στον σχολικό ψυχολόγο γίνεται στη διάρκεια του σχολείου, την ώρα του μαθήματος, αλλά ποτέ σε ώρα διαγωνίσματος και πάντα σε συνεννόηση με τους καθηγητές και τον διευθυντή του σχολείου, ώστε τα παιδιά να μη χάνουν κάποια μαθήματα τα οποία πρέπει να παρακολουθούν. «Υπάρχουν κάποια παιδιά όμως», επισημαίνει η κυρία Κουκούλη, «που δεν θέλουν αυτή η διαδικασία να γίνεται στο πλαίσιο του σχολείου». Οπως μας τόνισαν όλοι όσοι μιλήσαμε, το πιο σημαντικό για να υπάρχει αποτέλεσμα είναι η συνεργασία παιδιού, σχολικού ψυχολόγου, γονέων και υπόλοιπων εκπαιδευτικών.
Η σχολική ψυχολόγος Νικολέτα Πάλλα επισημαίνει ιδιαίτερα τον ρόλο των γονέων. «Οταν ο γονέας εξηγήσει τη σημασία της συζήτησης με έναν ψυχολόγο στο παιδί του, του εξηγήσει ότι είναι μέσα στη ρουτίνα του σχολείου, τότε και το παιδί είναι πολύ πιο δεκτικό, έρχεται χαλαρά και μιλάει για τα προβλήματά του. Υπάρχουν πάντα και εξαιρέσεις, αλλά αυτός είναι ο κανόνας».
Η σημασία της «μονιμότητας»
Η κυρία Πάλα διορίστηκε εφέτος στα ίδια σχολεία που είχε πέρυσι – αυτό της συνέβη για πρώτη φορά. Οπως μας λέει, αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τη συνέχεια της δουλειάς της με τα παιδιά.
«Υπάρχει ένα πρόσωπο αναφοράς για αυτά, έστω και αυτή τη μία φορά την εβδομάδα. Τα παιδιά με γνώριζαν από πέρυσι, με εξαίρεση φυσικά κάποιους μαθητές που έφυγαν, όπως τα παιδιά της Γ’ Λυκείου. Ηρθαν πολλά να μιλήσουν, ήθελαν να συναντηθούμε, δεν προλάβαινα να πάρω ανάσα. Ηταν απίστευτο από τη μία και πολύ θετικό από την άλλη. Πρέπει να σας πω, όμως, ότι είναι πολύ βοηθητικοί και υποστηρικτικοί όλοι οι καθηγητές στα σχολεία που πηγαίνω. Το άγχος που έχω είναι ότι δεν φτάνω για όλους, ότι θέλουν και άλλα παιδιά να με συναντήσουν και ο χρόνος που είμαι σε κάθε σχολείο δεν επαρκεί. Αυτό για εμένα είναι το μεγάλο πρόβλημα».
Βλέπει να έχει αποτέλεσμα η δουλειά στα παιδιά; «Ναι, βλέπω αποτελέσματα και στα παιδιά, και στους γονείς, και στους εκπαιδευτικούς. Αρκεί να είναι δεκτικοί και να θέλουν» απαντά.