«Μας θεωρούν σκουπίδια. Αυτό όμως, αυτός ο συναισθηματικός βιασμός μάς δίνει τη δύναμη να συνεχίσουμε να τους πολεμάμε, γιατί δεν γίνεται να συνεχίσουμε έτσι. Δεν γίνεται να αφήσουμε στα παιδιά μας αυτό το χάος.
Δεν γίνεται να ζούμε μέσα σε μια ζούγκλα. Πρέπει επιτέλους να το καταλάβουμε αυτό, θα πεθαίνουμε και θα σκοτωνόμαστε μεταξύ μας, ο ένας θα τρώει τον άλλον. Ως πότε θα συνεχιστεί αυτό;».
«Πείτε στα παιδιά μου ότι τα αγαπώ πολύ»
Η Βάσια Μίχα έχασε τον αδερφό της στη θάλασσα, μπροστά στα μάτια της. Μέχρι τώρα μιλούσε σπάνια στα μέσα ενημέρωσης. Μετά την απόφαση της Δικαιοσύνης για το Μάτι αποφάσισε ότι έχει ευθύνη να βγει και να μιλήσει για όσα έζησε. Η φωνή της σπάει, ακόμα και οι παύσεις της λένε πολλά.
Το βράδυ της 23ης Ιουλίου, η Βάσια μαζί με τον αδερφό της, τη μητέρα της και μια φίλη τους έτρεξαν στη θάλασσα για να σωθούν από τις φλόγες και τα πυρωμένα κουκουνάρια που μετέφερε ο δυνατός άνεμος. Νόμιζαν πως βρήκαν καταφύγιο, η θάλασσα όμως αποδείχθηκε σκληρή. Έμειναν στο νερό για ώρες, περιμένοντας – μάταια – τη βοήθεια. Γλίτωσαν από τη φωτιά, όχι όμως από τα κύματα.
«Ήθελα να ουρλιάξω»
Η Αιμιλία, η φίλη της οικογένειας, ήταν αυτή που κουράστηκε πρώτη. «Πείτε στα παιδιά μου ότι τα αγαπώ πολύ» ήταν τα τελευταία της λόγια και ύστερα χάθηκε. Έμειναν οι τρεις τους στην κόλαση.
Τα κύματα τους έπνιγαν, ο αέρας φυσούσε δυνατά και από τους καπνούς δεν έβλεπαν στεριά. Ο επόμενος που κουράστηκε να παλεύει με τα κύματα ήταν ο Βίκτωρας, η μητέρα του τον είδε να επιπλέει μπρούμυτα. Τον γύρισε από την άλλη πλευρά, ήταν μαύρος και δεν ανταποκρινόταν. Ούτε η ίδια ξέρει πώς βρήκε τη δύναμη.
«Έπρεπε να αποφασίσω. Ή θα πήγαινα μαζί του ή θα τον άφηνα για να σώσω τη Βάσια. Λειτούργησε το μητρικό ένστικτο. Τον άφησα και έφυγα. Ήθελα να ουρλιάξω» περιέγραψε στο δικαστήριο η Αθηνά Μουτάφη, η μητέρα της Βάσιας και του Βίκτωρα, και ζήτησε από τους δικαστές να μη φανούν κατώτεροι των περιστάσεων όπως φάνηκαν οι αρμόδιοι τη μοιραία μέρα της φονικής πυρκαγιάς.
Ήταν εκεί, στη δικαστική αίθουσα, όρθια, και ξαναζούσε τον εφιάλτη ελπίζοντας στη δικαίωση. Την ημέρα της απόφασης, όμως, ξέσπασε: 15 αθώοι, 6 ένοχοι για πλημμέλημα (ανθρωποκτονία από αμέλεια, σωματικές βλάβες από αμέλεια, εμπρησμός από αμέλεια).
Τρεις φορές ζητήθηκε από τον ανακριτή η αναβάθμιση του κατηγορητηρίου σε κακούργημα, αλλά δεν έγινε δεκτό από την Εισαγγελία, βάσει του νομικού πλαισίου που ίσχυε το 2018. Ελεύθεροι οι καταδικασθέντες. Τα 111 χρόνια έγιναν 5 εκτιτέα, και αυτά εξαγοράσιμα, για 10 ευρώ την ημέρα. Κανένας στη φυλακή για τον θάνατο 104 ανθρώπων.
Στην αίθουσα του δικαστηρίου η οργή ξεχείλισε. «Κάποιος να δικάσει τη Δικαιοσύνη» φωνάζει το πλήθος στο άκουσμα της φράσης «Η συνεδρίασις λύεται». «Ντροπή», «θυμός», «αγανάκτηση», «απογοήτευση», τα συναισθήματα των συγγενών των θυμάτων, των εγκαυματιών και των τραυματιών στο άκουσμα της απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου. Οσοι 18 μήνες παρακολουθούσαν υπομονετικά τη διαδικασία τώρα ξεσπούν.
«Και η ντροπή ντράπηκε»
Ο Αγγελος Κοντοθάνος, συγγενής θύματος, εκτοξεύει οργισμένος μια καρέκλα προς το εδώλιο, οι κατηγορούμενοι φυγαδεύονται: 37.000 ευρώ για κάθε κατηγορούμενο, 365 ευρώ για κάθε ζωή.
Οι συγγενείς αποχωρούν με ένα αίσθημα αδικίας και ατιμωρησίας, μιλούν για μια δίκη-παρωδία, για μια φαρσοκωμωδία, για ένα έγκλημα χωρίς τιμωρία… Κι όμως, το δικαστήριο τους είχε υποσχεθεί, όπως λένε, «μια δίκαιη δίκη, σαν προσευχή».
«Και η ντροπή ντράπηκε. Για εμένα υπάρχει μόνο η Θεία Δίκη» λέει η Μαρία Αβραμίδου, η οποία στις 23 Ιουλίου 2018 έχασε τη μητέρα της, την αδελφή της, τον γαμπρό και τον ανιψιό της. «Νιώθουμε κακοποιημένοι, προδομένοι και αδικημένοι από την πρώτη στιγμή και κατ’ εξακολούθηση» συνεχίζει χαρακτηριστικά η κυρία Αβραμίδου, τονίζοντας πως στη δίκη για το Μάτι «δεν δοκιμαστήκαμε μόνο εμείς, αλλά ολόκληρη η ελληνική Δικαιοσύνη».
«Δείξαμε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στις διαδικασίες απ’ ό,τι θα έπρεπε» συμπληρώνει η δικηγόρος Σοφία Χαμηλοθώρη, που έχασε στο Μάτι τον αδερφό της. Οι μνήμες καίνε ακόμα. Κάθε σημείο της πόλης είναι και μια ανάμνηση που πονάει και η δικαίωση δεν ήρθε.
«Φυσικά και δεν δικαιωνόμαστε» λέει ο Αρης Χερουβείμ, που έχασε τη μητέρα του, την αδερφή του και τις δύο ανιψιές του. «Πώς μπορείς να πεις ότι δικαιώνονται 2 κορίτσια 5 ετών; Πώς μπορείς να πεις ότι δικαιώνονται 11 παιδάκια, από 6 μηνών μέχρι 13 ετών; Εγώ όμως θέλω, όταν πάω στο μνήμα των ανθρώπων μου, να μπορώ να πω «μητέρα, αδελφή, έκανα ό,τι περνούσε από το χέρι μου»».
Ετοιμάζουν τις επόμενες κινήσεις τους
Οι συγγενείς των θυμάτων κάνουν λόγο για μια οργιώδη προσπάθεια συγκάλυψης. «Ήταν σαν να έβλεπαν μια σειρά στις οθόνες τους. Δεν άκουσαν ποτέ τον πόνο μας, τις κραυγές μας, ούτε καν τους πραγματογνώμονες. Κάποια βράδια γυρίζω σπίτι και αναρωτιέμαι, μήπως έφταιγα εγώ για τη φωτιά;» λέει με νόημα ο Νίκος Γιαννόπουλος, που στη φωτιά έχασε τη μητέρα του.
Τριάντα εννέα συγγενείς έχουν ήδη καταθέσει έφεση. Μεταξύ των επόμενων κινήσεών τους είναι να προσφύγουν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, στην επιτροπή LIBE, να αποστείλουν ανοιχτή επιστολή στην Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, αλλά και να ζητήσουν από την Εισαγγελία Αθηνών να ελέγξει όλα όσα έγιναν μέχρι τη δίκη αλλά και κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας. Θα δώσουν μάχη με τον χρόνο για να μην παραγραφούν τα αδικήματα και να δικαιωθούν οι ψυχές των ανθρώπων τους.