Ξαναβλέπω τον εαυτό μου κάθε βράδυ σκυμμένο στο ραδιόφωνο, να διορθώνω τα παράσιτα στο «BBC» για τα κυπριακά γεγονότα. Από τα μέσα του Ιούνη η σύγκρουση Μακαρίου – χούντας του Ιωαννίδη έγινε ανοιχτή, απροκάλυπτη. Στα διπλωματικά γραφεία ανά τον κόσμο δεν υπήρχε αμφιβολία: «Ο Κίσινγκερ στην Ουάσινγκτον, ο Ιωαννίδης στην Αθήνα κι ο Ετσεβίτ στην Αγκυρα, πάει ο Μακάριος». Πραξικόπημα στην Κύπρο ίσον εισβολή της Τουρκίας. Κοινός τόπος των πάντων. Ο μηχανισμός της τυπικής και άτυπης συμπαιγνίας είχε στηθεί. (…) Δεν θέλω να περιγράψω τα αισθήματά μου εκείνη τη μέρα, 15 Ιούλη.

Ανήκαν στο παράλογο και στο ιερό. Αν είχα εκρηκτικά μεγάλης ισχύος, θα τα ζωνόμουν για να ανατινάξω τους εθνοπροδότες «ενωτικούς» στο Πεντάγωνο. Αμεσα, δίχως να υπολογίσω κομματικές δεσμεύσεις κι αριστερά ιδεολογήματα, δανείστηκα χρήματα να προλάβω να κατέβω στην Κρήτη με την «Ολυμπιακή». Εν θερμώ, ανοιχτά, χωρίς κανένα μέτρο προφύλαξης. Στο Ελληνικό, μετά το τσεκ, στην έξοδο για την επιβίβαση με προσεγγίζουν, χαμηλόφωνα, δύο της ασφάλειας αεροδρομίου. Εβαλα τις φωνές: «Αντε χαθείτε, πάω να καταταγώ». Ο κόσμος στην ουρά μού συμπαραστάθηκε. Ενας γέρος με γένια βροντοφώναξε: «Ντροπή σας, προδότες!» Τα ‘χασαν. Εφυγαν, υποτίθεται να ενημερώσουν την προϊσταμένη αρχή τους. Είχαν παραλύσει.

Στην πτήση αρκετοί συνεπιβάτες καταριούνταν φωναχτά τους προδότες. Στο αεροδρόμιο του Ηρακλείου είχαν ειδοποιηθεί, πήγαν να με πλαισιώσουν στην έξοδο, ο κόσμος είχε αγριέψει κι απόμειναν να με κοιτάζουν μ’ απορία κι αμηχανία. Κατέβαινα με ασαφείς προσδοκίες για λαϊκή εξέγερση. Επανάληψη του βενιζελικού Κινήματος «Εθνικής Αμυνας». Σχηματισμό κυβέρνησης τύπου Θεσσαλονίκης και γενική επιστράτευση για την υπεράσπιση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Τώρα έβλεπα με τα ίδια μου τα μάτια τη χούντα να καταρρέει.

(…)Την Τρίτη (23 Ιουλίου ’74) το πρωί, ο γνωστός μας από την Καβάλα συνταγματάρχης Μπραβάκος, τοποτηρητής του Ιωαννίδη πρώτα στο γραφείο του Παπαδόπουλου κι ύστερα στου προέδρου, στρατηγού Γκιζίκη, άρχισε να καλεί τους πολιτικούς αρχηγούς στο Προεδρικό Μέγαρο. Επί τριήμερο είχε καταφέρει να απομονώσει τον στρατηγό μαζί με τα άλλα πρωτοπαλίκαρα του Ιωαννίδη. Το ενδιαφέρον είναι ότι κάλεσε τους πολιτικούς αρχηγούς μέσω των προσώπων που είχαν παρακολουθήσει τις τηλεφωνικές τους επικοινωνίες μ’ αυτούς. Και στη συνέχεια, ο Μπραβάκος θα πάρει μέρος ως γραμματέας(!) στην κρίσιμη σύσκεψη του Γκιζίκη και των αρχηγών των Ενόπλων Δυνάμεων με τους κορυφαίους πολιτικούς.

Το βράδυ της Τρίτης προς Τετάρτη, 23 προς 24 Ιουλίου, οι Αθηναίοι ξεχύθηκαν στους δρόμους. Η μεγάλη γιορτή της Ελευθερίας. Στο Σύνταγμα, έξω από τη «Μεγάλη Βρετάννια», είδα τον Ηλία Ηλιού και του συστήθηκα. Προσπαθούσε να δείξει ότι μετέχει με θέρμη στην αναδυομένη εθνική ενότητα. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, που θα ορκιστεί το χάραμα από τον αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ – συμμαθητή του Χαρίλαου στην Καρδίτσα –, ενώπιον του Γκιζίκη, θα αποκλείσει τον σεβαστό και σώφρονα Ηλία από την κυβέρνηση και την Αριστερά από την εθνική ενότητα! Συμμετείχαμε ολόψυχα σ’ αυτό το νυχτερινό πανηγύρι της Δημοκρατίας.

Υποδεχθήκαμε διαδοχικά τους φυλακισμένους συντρόφους, τους εξόριστους, τους αυτοεξόριστους, τον Μίκη, τη Μελίνα, τον Νίκο Κούνδουρο, τον Χαρίλαο Φλωράκη, και τέλος τον Ανδρέα Παπανδρέου…

Μετά την ορκωμοσία του Καραμανλή γύρισα με τα πόδια από το Σύνταγμα στα Κάτω Πατήσια, μελετώντας τα ευτυχισμένα πρόσωπα των ανθρώπων, ιδιαίτερα ενός ωραίου νεαρού ζευγαριού που ακολουθούσε την ίδια διαδρομή μέχρι την Πλατεία Κολιάτσου. Πέταγαν σαν να απελευθερώθηκαν από ένα μεγάλο βάρος και σιδερένιες αλυσίδες. Κι όμως όταν έπιασα κουβέντα μαζί τους, κατάλαβα ότι στη χούντα πέρασαν ιδιωτικά τα καλύτερά τους χρόνια, απόλαυσαν τον έρωτά τους, δεν κατέβηκαν ούτε στο «Πολυτεχνείο», αλλά άκουγαν τον «Ελεύθερο Ραδιοσταθμό των Ελεύθερων Ελλήνων». Περπατούσα μες στο ξημέρωμα κι η αρχική μου χαρά έγινε κάτι άλλο.

Ο Φόβος της Ελευθερίας; Η Αγωνία των επιλογών; Η χούντα είχε απλοποιήσει τη ζωή και τον αγώνα μας. Εξαφάνισε τα διλήμματα. Εβαλε στην κατάψυξη τα μεγάλα και μικρά αναπάντητα ερωτήματα. Τώρα επιστρέφουν σαν ανεμοστρόβιλος. Ποια Ελλάδα; Ποια Αριστερά; Πού είναι η Νέα Ελληνική Αριστερά που ονειρευόμουν όταν πρωτοπάτησα το πόδι μου στην Αθήνα; Κι εγώ ποιον δρόμο θα τραβήξω; Να ολοκληρώσω τις σπουδές μου με τη διπλωματική εργασία και να ακολουθήσω το επάγγελμα του μηχανικού; Να επιστρέψω και να εργαστώ στην Κρήτη; Να ακολουθήσω τον δρόμο της επιστήμης, το βαθύτερο απωθημένο μου; Να φύγω, δηλαδή, εντέλει έξω με κάποια υποτροφία;

Της «θεωρίας» και της συγγραφής; Της πολιτικής με άλλα μέσα; Η Δημοκρατία κάνει συγκεχυμένο το άμεσο μέλλον. Στη χούντα, αντίθετα, υπήρχε ένας διαυγής στόχος: η ανατροπή της. Αυτό το όμορφο καλοκαιρινό πρωινό, το πρώτο της Ελευθερίας, μια λεπτή ομίχλη απλωνόταν στα μάτια μου κι έπρεπε να τη διαλύσω, να δω τη μορφή της νέας φάσης της ζωής μου. Μ’ αυτές τις ανησυχίες έπεσα για ύπνο στις επτά το πρωί της 24ης Ιουλίου του 1974, τέσσερις ακριβώς μήνες πριν μπω στα 23 μου χρόνια, μα δεν πρόλαβα ούτε να κοιμηθώ, ούτε να σκεφτώ.

Μια ώρα μετά χτυπούσε επίμονα το κουδούνι. Δεν ήταν ο γαλατάς, αλλά το Κόμμα! Στις δέκα στο λογιστικό γραφείο του Κώστα Τριανταφύλλου, όχι του φίλου μου από το Πολυτεχνείο, αλλά ενός βετεράνου, θείου της Σώτης Τριανταφύλλου, θα γινόταν σύσκεψη μερικών μη φυλακισμένων στελεχών για την άμεση έκδοση «πλατιάς» εφημερίδας της Αριστεράς. Την ονομάσαμε Νέα Ελλάδα. Εκεί θα αφοσιωθώ τις πρώτες μέρες μετά την πτώση της δικτατορίας. Διευθυντής ο γερο-Σίμος. Θα «προσλάβω» και τον «σύνδεσμό» μου με τον Μίκη στο Παρίσι, τον δημοσιογράφο Γιώργο Γάτο, υπεύθυνο του Γραφείου Τύπου του, της Νέας Αριστεράς, μαζί με τον Θόδωρο Πάγκαλο, παλαιό στέλεχος των «Λαμπράκηδων», εγγονό του στρατηγού-δικτάτορα.

Στον Γιώργο έδωσα τα στοιχεία για να γράψει το πρώτο βιβλίο-χρονικό για το «Πολυτεχνείο ’73». Υποδεχθήκαμε διαδοχικά τους φυλακισμένους συντρόφους, τους εξόριστους, τους αυτοεξόριστους, τον Μίκη, τη Μελίνα, τον Νίκο Κούνδουρο, τον Χαρίλαο Φλωράκη, και τέλος τον Ανδρέα Παπανδρέου… Ενα μεγάλο δεύτερο κύμα ήρθε και μας πήρε πολύ μακριά. Δεν είμαστε, όπως νομίζουμε, πρωταγωνιστές της ζωής μας. Νιώθαμε ελεύθεροι να ορίσουμε τον δρόμο μας, αλλά σε συνθήκες, περιστάσεις και σχέσεις που δεν εξαρτώνται αποκλειστικά από μας. Το τυχαίο παίζει κι αυτό τον ρόλο του.