Στις αρχές του 1960 η τότε κυβέρνηση αποφασίζει να γκρεμίσει τα προσφυγικά της Δραπετσώνας, μία παραγκούπολη στημένη πρόχειρα από ανθρώπους που ζούσαν στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού για δεκαετίες. Για να αμβλύνει τις αντιδράσεις τούς υπόσχεται καινούργια σπίτια και πολυκατοικίες για να τους στεγάσει, κάτι που δεν έγινε ποτέ. Ο Μίκης Θεοδωράκης μαθαίνει για το γεγονός όταν βρισκόταν καθ΄ οδόν για το studio της Columbia για κάποια ηχογράφηση. Συνθέτει μια μελωδία στο μυαλό του και το βράδυ τηλεφωνεί στον Τάσο Λειβαδίτη, του τραγουδάει από το τηλέφωνο τη μελωδία και του ζητάει να γράψει επάνω στίχους με αφορμή τις μπουλντόζες που είχαν ξεκινήσει ήδη για τη Δραπετσώνα. Προέκυψε ένα από τα πιο σπουδαία ελληνικά τραγούδια, η «Δραπετσώνα», που τραγούδησε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Δεν ήταν τραγούδι καταγγελίας αλλά καθαρού αισθήματος, για ζωές και σώματα που έγιναν ένα με τους τσίγκους, που ίσως είχαν παραδοθεί σε μία μοίρα που τους νικούσε αλλά ερωτεύονταν, ονειρεύονταν, έχτιζαν ό,τι μπορούσε να πιάσει και να στεριώσει σε εκείνο το χώμα.
Δεν ξέρω αν το όνειρο για ιδιόκτητο σπίτι έχει να κάνει με κάποιον «εθνικό» φόβο, περασμένο στο DNA μας, αν συνδέεται με τον ξεριζωμό και την προσφυγιά ή ακόμη και με τη μετανάστευση. Η λέξη «ξεσπιτωμένοι» είναι από τις βαριές στη γλώσσα μας. Εχει μία κατάρα σε κάθε γράμμα της, έχει μία ήττα που δεν παλεύεται.
Το σπίτι είναι ρίζα, είναι η αίσθηση πως ανήκεις κάπου, και δεν αντέχουμε να μην ανήκουμε. Μεγαλώσαμε έτσι. Είναι κάτι πολύ περισσότερο από περιουσιακό στοιχείο. Δεν είναι ούτε χρηστική η αξία του – να αφήσουμε κάτι στα παιδιά μας – αλλά περισσότερο θέμα εγωισμού να μη φανούμε λίγοι μπροστά στα παιδιά μας.
Οι πλέον φιλοσοφημένοι μπορεί να τα έχουμε μάθει πως όλα δανεικά είναι σε αυτή τη ζωή, όλα στο νοίκι είναι, εκτός από το σπίτι όμως. Εκεί έχουμε χάσει οριστικά τη μάχη με το αίσθημα της ιδιοκτησίας. Δεξιοί, αριστεροί, φιλελεύθεροι, κομμουνιστές, παιδιά του καπιταλισμού έτσι κι αλλιώς όλοι μας, επιζητάμε εκείνη τη μικροαστική θαλπωρή του δικού μας σπιτιού. Με τον νόμιμο τρόπο ή με όποιον τρόπο πιστεύουμε πως αξίζει το ρίσκο γιατί έτσι κι αλλιώς σε αυτή τη χώρα οι νόμοι παρακάμπτονται με πρόστιμα.
Είναι όμως και κάτι άλλο. Σε συνθήκες ακραίου καπιταλισμού, όταν αισθάνεσαι πως δεν ελέγχεις τίποτα, πως όλα έχουν κόστος παρά αξία, το δικό σου σπίτι θεωρείς πως είναι μια προσωπική σου νίκη απέναντι σε ένα σύστημα που σε θέλει ενοικιαστή ακόμη και για το νερό που πίνεις. Είναι ένα μικρό κάστρο μέσα από το οποίο μπορείς να ρίξεις κάνα δυο τουφεκιές για την τιμή των όπλων. Κάπου πρέπει να νικάμε κι εμείς.