Η αμαρτωλή αλείφει τα πόδια του Χριστού με μύρο και τα σκουπίζει με τα μαλλιά της. Η Παναγία στέκει κάτω από το σταυρωμένο σώμα του παιδιού της. Οι Μυροφόρες γίνονται οι πρώτες μάρτυρες της Ανάστασης και κατόπιν μεταδίδουν το χαρμόσυνο μήνυμά της…
Στον κατ’ εξοχήν ανδροκρατούμενο και βαθιά πατριαρχικό χώρο της Εκκλησίας, η Μεγάλη Εβδομάδα δίνει μια κάποια ορατότητα στις γυναικείες μορφές καθ’ οδόν προς τη μεγαλύτερη γιορτή της χριστιανοσύνης.
Πίσω από την Παναγία στοιχίζονται η Μαρία και η Μάρθα, οι αδελφές του Λαζάρου, η Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρία του Κλωπά, η Ιωάννα, η Σαλώμη.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτές. Σύμφωνα με μελέτες, οι μαθήτριες του Χριστού, εκείνα τα χρόνια που κήρυττε στη Γαλιλαία, στην Ιερουσαλήμ, στη Βηθανία και σε αυτήν ακόμη την εχθρική Σαμάρεια, ήταν δεκάδες.
Για την παρουσία των γυναικών δίπλα στον Χριστό η αδελφή Θεολογία – Ευανθία Αδαμτζίλογλου – αναφέρει στη διδακτορική της διατριβή ότι «εμφανίζονται όλοι μαζί να πηγαίνουν από πόλη σε πόλη και από χωριό σε χωριό για να κηρύξουν το Ευαγγέλιο της Βασιλείας του Θεού. Για τις γυναίκες μαθήτριες του Ιησού υπάρχει η πληροφορία ότι διακονούσαν τον Ιησού από τα υπάρχοντά τους. Οι περισσότερες από αυτές είχαν θεραπευθεί από τον Ιησού από αρρώστιες και πονηρά πνεύματα».
«Το δικό της μαρτύριο»
Μιλώντας για τις γυναίκες και το Θείο Δράμα, δεν θα μπορούσαμε να μην ξεκινήσουμε από την Παναγία. «Στη Σταύρωση, η Παναγία Μητέρα του Θεού βιώνει το δικό της προσωπικό μαρτύριο» δηλώνει η επίκουρη καθηγήτρια του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Θώμη Χουβαρδά. «Συμμετέχει στο Πάθος του Κυρίου ως μητέρα, που παρακολουθεί τον οδυνηρό σταυρικό θάνατο του παιδιού της». Ταυτόχρονα, τονίζει, είναι και εκείνη η πιστή δούλη του Θεού, που αντικρίζει τον Λυτρωτή του κόσμου να πάσχει άδικα στον Σταυρό και να υπομένει έναν ατιμωτικό θάνατο. Στην υμνολογία της Εβδομάδας των Παθών, η στάση της είναι θρηνητική, όπως ταιριάζει σε μια μάνα, αλλά και εύγλωττα συγκρατημένη και σοβαρή, όπως αρμόζει στην Παναγία Θεοτόκο.
Καίριο ρόλο στο χριστιανικό αφήγημα παίζουν οι Μυροφόρες, που ξεχωρίζουν για τη γενναιότητά τους και ανταμείβονται για αυτή. Διότι οι Απόστολοι, φοβούμενοι πιθανά αντίποινα, εγκατέλειψαν την Ιερουσαλήμ, ενώ οι γυναίκες τόλμησαν να πάνε στον τάφο για να επιτελέσουν τα ταφικά έθιμα. Και είναι αυτές οι γυναίκες που, όπως πρόσταξε ο Αγγελος, μεταφέρουν πρώτες το μήνυμα της Αναστάσεως στους μαθητές και από εκεί σε ολόκληρο τον κόσμο.
Ως επτά Μυροφόρες λογίζονται η Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρία και η Μάρθα (αδελφές του Λαζάρου), η Σαλώμη (κόρη του Ιωσήφ του Μνήστορος και γυναίκα του Ζεβεδαίου και μητέρα των μαθητών Ιακώβου και Ιωάννη), η Ιωάννα (γυναίκα του πλούσιου Χουζά που ήταν επίτροπος στο σπίτι του βασιλιά Ηρώδη), η Μαρία του Κλωπά (που αναφέρεται και ως «αδελφή της Παναγίας») και τελευταία η Σωσσάνα, κόρη ειδωλολάτρη ιερέα που ασπάστηκε τον χριστιανισμό και διέθεσε την περιουσία της στη διάδοσή του.
Πιο πολλά στοιχεία υπάρχουν για τρεις από αυτές. Η Μαρία και η Μάρθα ζούσαν με τον αδελφό τους τον Λάζαρο στη Βηθανία, ένα χωριό τρία χιλιόμετρα έξω από την Ιερουσαλήμ. Οπως γράφεται, ο Κύριος επισκεπτόταν συχνά αυτό το μικρό χωριό γιατί μαζί με τους μαθητές του έβρισκε θαλπωρή, ενώ το πλήθος που έσπευδε να το ακούσει έμοιαζε με ένα διαρκές ποτάμι.
«Αυτές οι δύο γυναίκες εκπροσωπούν διαφορετικούς τύπους ανθρώπων: η Μάρθα είναι η δραστήρια, ζωηρή και προσπαθεί να φροντίσει τον Χριστό με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Η Μαρία είναι ένας φιλήσυχος άνθρωπος, θα την παρομοίαζε κανείς με ερημήτρια ή και ασκήτρια» εξηγεί στο «Βήμα» ο πατήρ Ευάγγελος Λιάπης, αντισυνταγματάρχης του Στρατού. Οπως προσθέτει, η δυναμικότητα της μιας και η φιλησυχία της άλλης φαίνονται ξεκάθαρα από την ευαγγελική διήγηση της Ανάστασης του Λαζάρου.
Η παρεξηγημένη Μαγδαληνή
Οσον αφορά τη Μαρία Μαγδαληνή, σήμερα όλοι οι θεολόγοι θεωρούν ότι είναι μια παρεξηγημένη προσωπικότητα. Η πανέμορφη Μαρία από τα Μάγδαλα, εκείνη την εμπορική πόλη στα δυτικά της ακτής της Γαλιλαίας, ήταν η πλέον αφοσιωμένη μαθήτρια του Χριστού. Πολλοί εκτιμούν ότι είχε τα προσόντα ενός φυσικού ηγέτη. Ισως γι’ αυτό, μέσα στο διάβα των αιώνων, πολλοί προσπάθησαν αρχικά να τη συνδέσουν με την πόρνη που ζητάει συγχώρεση και στη σύγχρονη εποχή με μυθιστορικές αναφορές τη στροβιλίζουν σε υποτιθέμενες ερωτικές ή συζυγικές σχέσεις με τον Ιησού. Και όμως, όλα δείχνουν ότι οι μαθητές τη σέβονταν απόλυτα. Χήρα κατά πολλούς (ή ανύπαντρη κατ’ άλλους) ήταν εξαιρετικά πλούσια και στήριζε το έργο του Χριστού. Απόλυτα αφοσιωμένη στην αποστολή της, στην ανδροκρατούμενη κοινωνία της εποχής δέχθηκε την αμφισβήτηση ακόμη και από τον Απόστολο Πέτρο.
Οσον αφορά μια άλλη μορφή των αγίων ημερών, τη μετανοήσασα αμαρτωλή, που κατά άλλους πλένει τα πόδια του Χριστού, ενώ σύμφωνα με άλλους το κεφάλι, η ταυτοποίησή της αποτελεί ένα πραγματικό μυστήριο. Το γεγονός εκτυλίχθηκε στη Βηθανία στο σπίτι του Σίμωνα του Λεπρού ή σε οίκο Φαρισαίου. Αρχικά υπήρχαν εκτιμήσεις ότι πρόκειται για τη Μαρία την αδελφή του Λαζάρου. «Ο Αγιος Συμεών Θεσσαλονίκης δεν το αποδέχεται», αφού αναφέρει ότι «η αδελφή του Λαζάρου ήταν αγνή» επισημαίνει μεταξύ άλλων ο Μητροπολίτης Πισιδίας Ιώβ, ο οποίος προσθέτει: «Ανεξάρτητα από την ταυτοποίηση, αυτό που κυριαρχεί είναι ο μετανοητικός χαρακτήρας που καθιέρωσε την παράδοση να τελείται τη Μεγάλη Τετάρτη το Ευχέλαιο και όλοι οι πιστοί να λαμβάνουν σε αντάλλαγμα το Χρίσμα του αγιασμένου ελαίου, όπως ακριβώς η αμαρτωλή που έχρισε τα πόδια του Σωτήρα ως ένδειξη μετανοίας».
Η Κασσιανή και η πόρνη
Τέλος, πέρα από τις σύγχρονες του Ιησού γυναίκες, οι Ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας διασώζουν στους αιώνες τη μεγάλη υμνωδό, την Κασσιανή, και το περίφημο τροπάριό της που αναφέρεται στην πόρνη και στην Εύα, μια παράπλευρη… ωφέλεια από τον χαμένο έρωτά της με τον αυτοκράτορα Θεόφιλο.
Γεννημένη και μεγαλωμένη στις αρχές του 9ου αιώνα στην Κωνσταντινούπολη, διανοούμενη και κόρη πλούσιας οικογένειας με τίτλους στην αυτοκρατορική αυλή, η Κασσιάνη αποτέλεσε και η ίδια αντικείμενο παρεξηγήσεων εξαιτίας του τροπαρίου της.
Στην υμνογραφία της Μεγάλης Τρίτης, όπου η Εκκλησία προβάλλει τη φιλαργυρία του προδότη Ιούδα και τη μετάνοια της «εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσης γυναικός», κυριαρχεί στη λαϊκή ευσέβεια το λεγόμενο τροπάριο της μοναχής Κασσιανής. Οπως επισημαίνει η ομότιμη καθηγήτρια της Θεολογικής Σχολής Δήμητρα Κούκουρα, «ο ποιητικός στίχος και η μελωδία που τον επένδυσε έχουν εξαιρετική ποιότητα, γεγονός που δείχνει την υψηλή παιδεία μιας γυναίκας, γεγονός σπάνιο για την εποχή. Η Κασσιανή, δυνατή γυναίκα, απορρίπτει με την ελευθερία της σκέψης της ακόμη και αυτοκρατορικό γάμο. Στο τροπάριο περιγράφεται η πόρνη που απελευθερώνεται από το πάθος της αμαρτίας και συγκρίνεται με την Εύα που υποδουλώθηκε στην εγωπάθειά της».