Κυριακή του Πάσχα. Μπαίνω στον σταθμό Συγγρού – Φιξ. Θα κατέβω στην Ομόνοια. Είμαι κενός. Άδειος τελείως. Είναι ένα πείραμα. Θα το καταγράψω κι ό,τι θυμηθώ. Και στο τέλος θα ακολουθήσω τον πιο ενδιαφέροντα.
Έχω δέκα λεπτά περίπου στη διάθεσή μου. Εβδομήντα δευτερόλεπτα για τον καθένα. Στέκομαι όρθιος, επιθεωρώ το βαγόνι. Επιλέγω το πρώτο πρόσωπο. Γύρω στα δεκάξι, αδύνατη. Η φράντζα πέφτει στο δεξί της μάτι. Το καλύπτει ολόκληρο, καθιστώντας αόρατο το μαύρο μακιγιάζ.
Μια δέσμη ξανθών ακτίνων καλύπτουν το μισό οπτικό της πεδίο. Το γαλάζιο μάτι πίσω από τα τσουλούφια. Σαν να αποζητεί κάτι. Είναι θαυμάσιο να μισοφαίνεται κανείς. Διότι τούτο εστί το σώμα σου. Και σου ανήκει. Όπως και η θωράκισή του. Εσύ αποφασίζεις. Κοιτάζει την αντανάκλασή της στο τζάμι. Θα τα κάνει κάτι τέτοια.
Έτσι εκφράζει το θεατρικό μες στην ψυχή της. Τη σκέφτομαι να βγάζει την μπλούζα να κοιτάζει τις θηλές της. Μικρές, σαρκώδεις, δυο βαθυκόκκινα κουμπιά. Κρατάει ένα μικρό κερί. Δεν ξέρω γιατί. Το κερί είναι μαύρο, δεν έχει σχέση με τη μέρα. Έχω τον πρώτο χαρακτήρα: τη βαφτίζω Νέλλη.
Δίπλα της, μια εξηντάχρονη γυναίκα. Τα χαμηλωμένα μάτια, η μικρή καμπούρα. Κοιτάζονται με τη «Νέλλη». Καμιά δεν χαμογελά, η Νέλλη γιατί έτσι είναι η ιδιοσυγκρασία της και η γυναίκα γιατί προφανώς έχει λόγους. Έχει έναν σύζυγο με Αλτσχάιμερ, ούτε και τη θυμάται πια.
Κρυφό βλέμμα της γυναίκας στις τορνευτές γάμπες της Νέλλης. Το δεκαεξάχρονο σώμα. Πόσο ισχυρό. Όχι, δεν θα ‘θελε τέτοια κόρη. Δεν έχει τέτοια κόρη. Κι αν είχε; Ω Θεέ μου. Η γυναίκα ασφυκτιά στο υπόγειο. Θέλει ύπαιθρο. Πάνω είναι ηλιόλουστα, ζέστη αφύσικη – κάτι προμηνύει. Ίσως η μέρα;
Μεγάλη Παρασκευή και Μεγάλο Σάββατο έβρεχε κατακλυσμιαία. Ο ήλιος, κρυφός πάντοτε και μυστηριώδης. Πάντα εκεί και πάντα πουθενά. Ίσως γιατί είναι το μόνο στοιχείο στον φυσικό κόσμο που δεν μπορείς να κοιτάξεις πάνω από μερικά δευτερόλεπτα. Η γυναίκα λέγεται Βούλα.
Σύνταγμα. Η Βούλα βγαίνει. Η Νέλλη κοιτάζει από πίσω, εστιάζει στις φλέβες στα πόδια. Η Βούλα γυρίζει και την κοιτάζει με απορία. Η πόρτα κλείνει, το βαγόνι φεύγει. Ξαφνικά όλα αποκτούν μια αιφνίδια πυκνότητα.
Ένας κοντός που κρατάει ένα κουτί με ένα πασχαλινό αβγό τυπωμένο πάνω του κοιτάζει την Νέλλη. Έχει παράξενο βλέμμα, πρασινογκρί, έντονο, το καλύτερο στοιχείο πάνω του. «Το βλέμμα σου με τρομάζει», το ‘χει ακούσει αρκετές φορές. Το παράθυρο της ψυχής του.
Για τους άλλους εργαλείο τρόμου, για κείνον η μόνη του περηφάνια. Όχι ότι έχει και πολλούς γνωστούς, έστω και να τους τρομάξει. Στην ουσία κανένα. Ο Δημήτρης έμενε με τη μάνα του. Τώρα που πέθανε, είναι μόνος. Με γυναίκες δεν έχει σχέσεις. Μόνο με πουτάνες πάει. Κανονική γυναίκα μια φορά στα δεκαεννιά. Έφυγε τρέχοντας. Μετά άλλες δυο-τρεις προσπάθειες. Τα ίδια. Κι από τότε λύκος μόνος. Να περιμένει το θαύμα. Της Ανάστασης.
Κρυμμένος, θαμμένος υπάλληλος. Άλλα ήθελε όταν σπούδαζε στη Φιλοσοφική. Είχε στείλει και μια συλλογή οδηγημάτων σε εκδοτικό οίκο. Ίσως επίτηδες, τα χειρότερά του. Χρόνια τώρα, δουλειά μέχρι το μεσημέρι, ύστερα φαγητό στην ταβέρνα και μετά στο «Βίντεο Μπλου» για τα ντιβιντί στο υπόγειο. Σόφι Ρέγιες, Λάνα Ρόουτς, Αντζελα Ουάιτ. Έχει κι ένα τετραδιάκι και τις βαθμολογεί.
Η Λάνα η κορυφαία, δεκάρια παντού. Τα βράδια προγραμματισμένα: Φυλής δυο-τρεις φορές τη βδομάδα. Τακτικός. Έχει βρει μια Σέρβα που του λέει και δυο γλυκόλογα. Κι εκεί κλείνει για λίγο τα μάτια, μένει αφρούρητος, μια τζούρα ελεύθερος. Στιγμές, μόνο στιγμές. Αγιος ο Θεός.
Μπαίνει ένας ψηλόλιγνος μαύρος γύρω στα είκοσι πέντε. Όμορφο πρόσωπο. Τον λέω Σιβ. Θα ‘ναι στην Ελλάδα εδώ και οκτώ χρόνια. Άφησε την οικογένεια στο Λάγκος – πέντε αδέρφια. Τους στέλνει ό,τι μπορεί. Ο πατέρας είναι ανάπηρος, η μάνα, τα δάχτυλα της σφίγγουν συνεχεία ένα φυλαχτό – κάθε μέρα αναβλύζουν κι άλλες ρυτίδες.
Είναι Κυριακή του Πάσχα. Δεν ξέρω πότε θα ξαναζήσω μια διαδρομή στο μετρό. Πότε θα ξαναπάω στο μικρό σπίτι κοντά στη θάλασσα. Αλλά χαίρομαι που μπορώ να το γράψω. Χαίρομαι που ζω. Χαίρομαι που είμαστε μαζί
Τα αδέρφια χαμένα κορμιά – στη κυριολεξία. Θα πίνει μαύρο. Ενα ευχάριστο, ζωντανό παιδί που δεν παραπονιέται. Παίρνει τη ζωή όπως έχει. Απ’ αυτούς που δεν θα βγάλουν ποτέ το ζοφερό 20% του εαυτού στο φως. Οσο μπορούμε να μιλάμε στατιστικά για την ύπαρξη. Κοινωνιολογικά. Είναι πια ένας στους δέκα σ’ αυτή τη χώρα. I am the one in ten. A statistic, a reminder of a world that doesn’t care. Τώρα και στην Ελλάδα. Καθολικός, γιόρταζαν την προηγούμενη βδομάδα.
Από την άλλη πλευρά. Νεαρός, ευθυτενής, απαστράπτων. Γύρω στα είκοσι. Έχει πλυθεί, λουστεί, χτενιστεί, αρωματιστεί. Τον βλέπω να κοιτάζεται στον καθρέφτη. Φτιάχνει το μαλλί, παίρνει πόζες, ξεπατικούρα από τιβί. Η εικόνα του. Το εργαλείο του. Να φανεί. Να πολλαπλασιαστεί. Να φανεί. Να φανεί. Ρήμα το ισχυρόν.
Τριγυρίζει στον νου του από το χωριό, ένα-δυο χρόνια πριν φύγει. Ξέρει ότι το έχει. Το ακούει από την εφηβεία. Πολύ καλοφτιαγμένος για να μένει σ’ έναν τόπο επτακοσίων ανθρώπων. Ξαφνικά γελάει. Γελάει με τον εαυτό του. Είναι μέσα στο τριπ, αλλά το σχολιάζει κιόλας, χωρίς να το ξέρει, έχει πετύχει την τέλεια αποστασιοποίηση. Ο εαυτός του. Το εργαλείο του. Να πηγαίνει σε κάποια οντισιόν; Ίσως. One in ten κι αυτός, αλλιώς. Ο Μάρκος, το ομορφόπαιδο. Πάει στην γκόμενα να φάνε κοκορέτσι. Μετά θα της δώσει να καταλάβει. Ανάσταση κανονική.
Στάση Πανεπιστήμιο. Μπαίνει μια κοπέλα. Τα μαλλιά της είναι σηκωμένα σε κότσο. Τα γυαλιά τεράστια για το πρόσωπό της – μόνο ενάμισης βαθμός, αλλά δεν φόρεσε ποτέ φακούς. Οι μικρές τριχούλες στη φαβορίτα άθικτες από τη μέρα της εμφάνισής τους. Κρατάει ένα πανεπιστημιακό σύγγραμμα. Σημειώσεις ανατομίας, διαβάζω. Σώμα σπουδάζει.
Όμως κάτω από το λεπτό γαλάζιο πουλόβερ μέσα από το αδιάφορο λινό παντελόνι, κάτω από τη λευκή κιλότα (φυσικά και όχι στρινγκ), μέσα από το παλιομοδίτικο δαντελωτό σουτιέν, υπάρχει το δικό της σώμα, ο άγνωστος μεγάλος πληθυντικός. Το σώμα της έχει άλλη γνώμη για κείνη.
Να την πω Ελένη. Μέσα του το σώμα της Ελένης γελάει τρανταχτά. Ξέρει όλα της τα κόλπα, όλες τις τακτικές της και κυρίως ξέρει πως ό,τι και να γίνει σύντομα θα συναντηθούν αληθινά. Της δίνει διαταγές που δεν έχουν κανένα νόημα, τη βασανίζει, ξέρει πως είναι πιο σοφό από κείνη. Η ιστορία του σώματός της είναι μοναχική, αλλά ίσως κάποτε ένα βλέμμα θα τραβήξει αυτό το αδύνατο σαρκίο από τη μάζα, θα το φωτίσει, θα το ενεργοποιήσει, θα του προσδώσει και έξωθεν φωνή.
Μόλις γύρισε από την εκκλησία. Κύριος κραταιός καί δυνατός, Κύριος δυνατός ἐν πολέμω. Ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν, καί ἐπάρθητε, πύλαι αἰώνιοι, καί εἰσελεύσεται ὁ βασιλεύς τῆς δόξης. Τίς ἐστιν οὗτος ὁ βασιλεύς τῆς δόξης; Κύριος τῶν δυνάμεων αὐτός ἐστιν ὁ βασιλεύς τῆς δόξης.
Το βαγόνι φτάνει στην Ομόνοια, το πείραμα πέτυχε, βγαίνω. Οσο ανεβαίνω τις σκάλες σημειώνω στο κεφάλι μου. Τους έχω, Νέλλη, Βούλα, Στιβ, Μάρκο, Ελένη. Πέντε. Και τον κοντό με τα έντονα μάτια, κι αυτόν.
Τινάζομαι. Το φως μπαίνει από τα στόρια. Το ρολόι. 07.34. Το χέρι ασυναίσθητα διπλά την ακουμπά, κοιμάται. Επανέρχομαι. Οι εικόνες του ονείρου είναι μέσα μου σπαρταριστές, φρέσκες. Κρίμα να χαθούν. Σηκώνομαι. Πάω στο σαλόνι. Η λαμπάδα από χθες. Από το παράθυρο στο βάθος θάλασσα. Εχουμε νοικιάσει το μικρό σπιτάκι για έναν χρόνο. Ζούμε με τα στοιχειώδη. Τα λάπτοπ μας. Μια δουλίτσα ο καθένας στο χωριό. Περνάμε καλά. Με την ουσία του όρου. Ο ένας με τον άλλο.
Κάθομαι. Παλιά κάπνιζα. Τώρα όχι. Ανοίγω ένα αρχείο.
«Μπαίνω στο σταθμό Συγγρού – Φιξ. Θα κατέβω στην Ομόνοια. Είμαι κενός. Άδειος τελείως. Είναι ένα πείραμα».
Όνειρο μέσα στο όνειρο. Είμαι εγκλωβισμένος σπίτι εδώ και δυο μήνες. Είναι Κυριακή του Πάσχα. Δεν ξέρω πότε θα ξαναζήσω μια διαδρομή στο μετρό. Πότε θα ξαναπάω στο μικρό σπίτι κοντά στη θάλασσα. Αλλά χαίρομαι που μπορώ να το γράψω. Χαίρομαι που ζω. Χαίρομαι που είμαστε μαζί. Ανάσα μια, ανάσα δυο. Ολα καλά. Κύριος των Δυνάμεων.
Ο κύριος Αλέξης Σταμάτης είναι συγγραφέας.