Η έγνοια μας για τον άλλον άνθρωπο αποτέλεσε κινητήρια δύναμη γέννησης του πολιτισμού. Η σπουδαία αμερικανίδα ανθρωπολόγος Margaret Mead όταν ρωτήθηκε ποιο ήταν το πρώτο σημάδι γέννησης του πολιτισμού, δεν αναφέρθηκε σε κάποιο θρησκευτικό αντικείμενο, ή εργαλείο κυνηγιού, αλλά σε ένα μηριαίο οστό 15.000 ετών.
Ενα οστό το οποίο όμως είχε σπάσει κι έπειτα είχε θεραπευθεί. Στο ζωικό βασίλειο, όταν σπας το πόδι σου, πεθαίνεις. Γίνεσαι βορά στα θηρία που παραμονεύουν. Κανένα ζώο δεν επιβιώνει με σπασμένο πόδι. Ενα μηριαίο οστό που έχει θεραπευθεί είναι απόδειξη ότι κάποιος αφιέρωσε χρόνο, έδεσε την πληγή, φρόντισε τον τραυματία, δεν τον άφησε να αργοπεθαίνει αβοήθητος. «Είμαι άνθρωπος από τη στιγμή που παραστέκομαι στον άλλον που πάσχει». Η έγνοια μου για τον άλλον με καθιστά ανθρώπινο υποκείμενο.
Και κάπως έτσι γεννήθηκε αυτό που λέμε πολιτισμός. Τη στιγμή που κάποιος, στην πληγή του άλλου αναγνώρισε τη δική του μοίρα. Δεν έμεινε όρθιος και ατάραχος. Εσκυψε και τον φρόντισε.
Η γέννηση της ενσυναίσθησης. Η γέννηση του πολιτισμού.
Ο εμπνευστής της κοινωνικής κουζίνας πλαισιωμένος από χιλιάδες εθελοντές, ετοιμάζει καθημερινά με το ξύλινο κουπί της ελπίδας, ζεστή τροφή, για χιλιάδες πεινασμένους «πεταμένους – εκεί» συνανθρώπους μας. Τους κρατά στη ζωή. Ισως κάποιοι από αυτούς να ήσαν ήδη νεκροί.
Μια διαμάχη που δονεί τον ψυχισμό μας από την πρώτη μέχρι την τελευταία μας πνοή. Ιερός και ανίερος μαζί. Ελεήμων φιλάνθρωπος και ταυτόχρονα παθιασμένος τζογαδόρος
Αν ό άνθρωπος είναι εν τέλει η μόνη απάντηση στο σπαραχτικό ερώτημα του Πρίμο Λέβι «Αν αυτό είναι ο άνθρωπος», ο Κ. Πολυχρονόπουλος θα μπορούσε να ήταν η ενσάρκωση αυτής της ελπίδας. Ο κατευνασμός της απόγνωσης. Οι γυμνές ζωές των ωφεληθέντων από τα 18 εκατομμύρια γεύματα της κοινωνικής κουζίνας. Ομως το ερώτημα παραμένει: Τίνος είναι η ευθύνη για την παρουσία των ορατών και αόρατων εξαθλιωμένων ανθρώπων; Kαι πόσο ορατή είναι η παρουσία του Κράτους σε αυτό το ερώτημα;
Την ευθύνη από το 2011, σε πρώτη όψη, δοκίμασε να την αναλάβει κάποιος από τους ίδιους τους απελπισμένους. Μάζεψε ανέστια, «πεταμένα – εκεί» πλάσματα, φρόντισε να έχουν ένα ζεστό φαγητό, ικανοποίησε την πρώτη ανάγκη, που σε κρατά ζωντανό, εξασφαλίζοντας σπιτικό φαγητό που να θυμίζει μαμά και έγνοια και σπίτι και πατρίδα και ζεστασιά.
Μήπως θα όφειλε ένας τέτοιος άνθρωπος να εφευρεθεί ακόμα κι αν δεν υπήρχε; Φανερώνει τι μπορεί να κάνει η βούληση ενός και μόνο ανθρώπου που ξεκίνησε ως απελπισμένος και αγανακτισμένος στα χρόνια των μνημονίων για να μη γίνει παράσιτο όπως δήλωσε σε μια από τις πάμπολλες συνεντεύξεις του.
«Ο άλλος άνθρωπος» με τα ευτελή ρούχα, τα αφρόντιστα μαλλιά, την ανοιχτοσύνη στo βλέμμα και στα χέρια, έκδηλη ακόμα και όταν έπαιρνε το βραβείο από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, σε άγριους καιρούς μας θυμίζει τι είναι ικανός να δημιουργήσει ένας άνθρωπος αν το λέει η ψυχή του.
H αποκαθήλωση, ο θυμός, η οργή, «πώς μας την έφερε έτσι», «πώς μας εξαπάτησε ο θεομπαίχτης με σημαδεμένη τράπουλα. Στοιχημάτισε στα ρέστα μας, τα είδαμε, και τα χάσαμε όλα». Ολα τα εναπομείναντα αποθέματα εμπιστοσύνης διαμιάς εξανεμίστηκαν
Πόσο κράτησε το έργο; 2011-2024. Από πότε αρχίζεις να μετράς; Για μια ακόμα φορά τίποτα δεν μοιάζει να είναι αυτό που φαίνεται.
Ενα τέλος αρχίζει τώρα να προβάλλει στον ορίζοντα. Κι εκεί, λίγο πριν πέσει η αυλαία εμφανίζεται ένα ξωτικό. Θυμίζει τον Πουκ στο «Ονειρο Θερινής Νύχτας», «Αγαπητοί μου, ησυχάστε» λέει, «όλα όσα είδατε σε αυτό το έργο είναι προϊόν ονειροφαντασίας. Τίποτα δεν ήταν αληθινό». Με την αστεία φορεσιά του και τη σκωπτική φωνή του αναγγέλλει «τζόγος, τζόγος, paypal, paypal, φρουτάκια, παίγνιο, παίγνιο» και γελώντας και χοροπηδώντας χάνεται πίσω από την κουρτίνα. Η σκηνή μένει άδεια.
H αποκαθήλωση, ο θυμός, η οργή, «πώς μας την έφερε έτσι», «πώς μας εξαπάτησε ο θεομπαίχτης με σημαδεμένη τράπουλα. Στοιχημάτισε στα ρέστα μας, τα είδαμε, και τα χάσαμε όλα». Ολα τα εναπομείναντα αποθέματα εμπιστοσύνης διαμιάς εξανεμίστηκαν. Μας έβαλε να παίξουμε την ψυχή μας στα ζάρια. Φέραμε ασόδυο. Χάσαμε. Κι άντε τώρα να βρεις τον γνήσιο «άλλο άνθρωπο» να καταλαγιάσει η πείνα σου, όχι μόνο μ’ ένα φαγητό αλλά και με αυτό που ο άνθρωπος αυτός εξέπεμπε σαν παρουσία κερδίζοντας την αμέριστη εμπιστοσύνη των καταφρονεμένων. «Είμαι ένας από σας, δείτε τα ρούχα, την εμφάνιση, το χαμόγελό μου, τη φάτσα μου, δεν λένε το πρόσωπο είναι σπαθί;».
Και τώρα; Τώρα τι; Yπάρχει κάτι που μένει να κάνουμε; Μια στάλα, έστω, να θεραπεύσουμε το ακατάσχετα αιμορραγούν μέσα μας, τραύμα εμπιστοσύνης στη φωτεινή πλευρά των πραγμάτων; Αν τίποτα το ανθρώπινο δεν μας είναι ξένο, θα μπορούσαμε άραγε να φανταστούμε τον Κ. Π. σαν ένα ταυτόχρονα γνήσια ελεήμονα φιλάνθρωπο ΚΑΙ τζογαδόρο; Ας αναλογιστούμε την πολυπλοκότητα της ταυτότητας μας. Δεν είμαστε πλασμένοι, όπως θα έλεγε ο Σαίξπηρ, από την ύλη των ονείρων, αλλά από την ανελέητη, όπως θα έλεγε ο πατέρας της ψυχανάλυσης, διαμάχη ανάμεσα στις ενορμήσεις της ζωής και τις ενορμήσεις του θανάτου. Μια διαμάχη που δονεί τον ψυχισμό μας από την πρώτη μέχρι την τελευταία μας πνοή.
Ιερός και ανίερος μαζί. Ελεήμων φιλάνθρωπος και ταυτόχρονα παθιασμένος τζογαδόρος.
Να νιώθεις αυθεντικό και όχι «ως εάν» οίκτο και σύμπνοια για τους τους ομοίους σου, γι’ αυτά τα φτωχά παράσιτα, που κάποτε κι εσύ ήσουνα, και τώρα τρέμεις μην ξαναγίνεις. Σε κάθε στιγμή έντασης, όσο διαρκεί δηλαδή ο τζόγος, εξαφανίζεται η αθλιότητα της προηγούμενής σου ύπαρξης μαζί κι ο τρόμος (για λίγο όμως αυτός) μην και γίνεις πάλι το αλλοτινό, όπως έχεις πει, αγανακτισμένο μνημονιακό «παράσιτο».
«Οσο τζογάρεις δεν σκέφτεσαι, ο χρόνος ακινητοποιείται, η θνητότητα μπαίνει στον πάγο. Οι φόβοι παγώνουν. Το τέλος αναβάλλεται. Ολα τελούν σε μια εκρηκτική αναμονή που καταργεί τον χρόνο και μαζί τη μελαγχολία της σκέψης. Δεν αναρωτιέσαι γιατί τζογάρεις όπως δεν αναρωτιέσαι γιατί αναπνέεις. Ισως το μόνο που αναρωτιέσαι είναι γιατί όλη η ανθρωπότητα δεν ενδίδει στο δέλεαρ του τζόγου…!».
Η συνεχώς ανανεούμενη υπόσχεση μιας κάποιας ευτυχίας είναι το ανεκτίμητο εκρηκτικό δώρο του τζόγου. Προσμένοντας ο χρόνος τελεί υπό αναστολή. Κι εσύ ένα πληγωμένο παιδί της αθανασίας.
ΥΓ: Ενας μύθος μια φορά
Γεννήματα και θρέμματα δαιμόνων και θεών, εμείς οι κάτοικοι των Αθηνών. Ηταν μια φορά η Αγλαύρα η θυγατέρα του Ακταίου, του πρώτου κατά τον Παυσανία βασιλιά της Αθήνας. Εγινε η γυναίκα του Κέκροπα κι έκαναν μαζί 3 κόρες. Την Ερση, την Αγλαύρα, την Πάνδροσο. Η θεά Αθηνά έδωσε ένα πανέρι, να το προσέχουν σαν προσευχή δίχως ποτέ να δουν τι έχει μέσα, όμως εκείνες δεν άντεξαν κι άνοιξαν αχόρταγα να δουν και μέσα ένα μωρό με σώμα που τελείωνε σε ουρά φιδιού, και τόσο που τρόμαξαν. Από τον φόβο παραφρόνησαν και έτρεχαν στα βράχια της Ακρόπολης μέχρι που έπεσαν και σκοτώθηκαν. Και το μωρό; Ο Eριχθόνιος, ένας διφυής ήρωας, μισός άνθρωπος, μισός φίδι. Το ιερό και το βλάσφημο σε ένα σώμα μαζί, από τότε και μέχρι σήμερα κυβερνά τον τόπο μας. Θεός και τέρας μαζί
Η κυρία Φωτεινή Τσαλίκογλου είναι καθηγήτρια Ψυχολογίας, συγγραφέας