Βιώνουμε – ξανά – ένα από τα θερμότερα καλοκαίρια όλων των εποχών. Μπορεί να μην έχουν σπάσει ρεκόρ υψηλών θερμοκρασιών, όμως κάθε χρόνο γίνεται και σαφέστερο πως η κλιματική αλλαγή είναι η νέα πραγματικότητα. Μάλιστα, η χώρα μας, όπως και η υπόλοιπη περιοχή της Μεσογείου, ορίζεται από τους επιστήμονες ως hotspot της κλιματικής κρίσης, δηλαδή σημείο όπου το φαινόμενο αναμένεται να πλήξει με σφοδρότητα.
To 2023 ήταν η θερμότερη χρονιά του πλανήτη μας, ενώ σχεδόν κάθε μήνα του 2024 σπάει και το ρεκόρ του θερμότερου Ιανουαρίου, Φεβρουαρίου κ.ο.κ. «Φέτος στην Ελλάδα είχαμε τον θερμότερο Ιούνιο ιστορικά και ο Ιούλιος μάλλον θα είναι ο δεύτερος θερμότερος από όταν ξεκίνησαν οι καταγραφές. Το δε πρώτο δεκαήμερο του Αυγούστου προβλέπεται επίσης πολύ ζεστό» λέει στο «Βήμα» ο Κώστας Λαγουβάρδος, μετεωρολόγος και διευθυντής Ερευνών του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών.
Ο πιο καυτός Ιούλιος
Τον φετινό Ιούλιο η Ελλάδα έζησε τον μεγαλύτερο σε διάρκεια καύσωνα από το 1980, έτος που ξεκίνησαν οι καταγραφές, με 16 συνεχείς ημέρες. Το κύμα διαρκείας ξεκίνησε στις 8 Ιουλίου και διήρκεσε μέχρι τις 23 Ιουλίου. Το προηγούμενο ρεκόρ, μάλιστα, είχε καταγραφεί μόλις πριν από έναν χρόνο, με 15 ημέρες καύσωνα, από τις 12 μέχρι τις 25 Ιουλίου του 2023. Οπως επισημαίνεται σε σχετική ανάλυση του meteo.gr, οι δύο καύσωνες είχαν θερμοκρασίες άνω των 37-40 βαθμών Κελσίου σε πολλές περιοχές της χώρας. Στον φετινό καύσωνα, ο αριθμός μετεωρολογικών σταθμών με μέγιστη θερμοκρασία από 37 βαθμούς Κελσίου και πάνω δεν έπεσε ποτέ κάτω των 100 για 16 συνεχόμενες ημέρες, ενώ στον περυσινό καύσωνα αυτό συνέβη σε τρεις από τις 15 ημέρες του φαινομένου.
Ο καύσωνας του 2024 δεν παρουσίασε τις ακραίες θερμοκρασίες που είδαμε το 2023, όταν ο υδράργυρος έφτασε έως τους 45 βαθμούς Κελσίου. Αντιθέτως, είχε μια ομοιόμορφη κατανομή, δημιουργώντας ένα ασφυκτικό κλίμα με πολλές συνεχόμενες ημέρες με πολλή ζέστη, ειδικά στα μεγάλα αστικά κέντρα. «Ο μέσος όρος της θερμοκρασίας έχει ανέβει κατά 1,5-2 βαθμούς Κελσίου από το 1990 μέχρι το 2020, πρόκειται για πολύ μεγάλη αύξηση. Το ίδιο διάστημα έχουν υπάρξει 13 ή 14 καύσωνες μεγάλης διάρκειας, ενώ παρατηρείται συσσώρευση των καυσώνων τα τελευταία 10 χρόνια» επισημαίνει ο Κώστας Λαγουβάρδος και συμπληρώνει: «Το φαινόμενο είναι όλο και συχνότερο. Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει πως κάθε καλοκαίρι θα είναι έτσι, με παρατεταμένους καύσωνες. Ομως το πρόβλημα είναι εδώ για να μείνει».
Τι μπορεί να σημαίνει, όμως, η όλο και συχνότερη εμφάνιση τέτοιων φαινομένων τους καλοκαιρινούς μήνες; Πώς θα μοιάζει το καλοκαίρι στην Ελλάδα των 40 βαθμών Κελσίου και πώς θα προσαρμόσουμε τις συνήθειές μας σε μία τέτοια συνθήκη;
Ο προβληματισμός των ξένων
Η συζήτηση για το αν η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι ένας καλός προορισμός για τους ευρωπαίους και τους αμερικανούς ταξιδιώτες τους θερινούς μήνες έχει ήδη ξεκινήσει. Σε διαδικτυακά φόρα και ιστοσελίδες με ειδίκευση στον τουρισμό, ακόμα και σε διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία, το ερώτημα τίθεται σε όλους τους τόνους. Στη δημοφιλή πλατφόρμα Tripadvisor ένας χρήστης γράφει σε περσινή ανάρτηση: «Ξέρω ότι όλοι λένε να μην πας στην Ελλάδα τον Ιούλιο και τον Αύγουστο γιατί έχει ζέστη. Πολλή ζέστη. Θέλω πολύ να πάω φέτος το καλοκαίρι με τον παππού και τη γιαγιά μου. Ομως, ανησυχώ για αυτούς λόγω της ζέστης». Στην ιστοσελίδα Travel + Leisure, άρθρο που δημοσιεύθηκε στα μέσα του φετινού Ιουλίου αναφέρει σχετικά: «Δεν υπάρχει κακή εποχή για να επισκεφθεί κανείς την Ελλάδα, όμως ο Ιούλιος και ο Αύγουστος μπορεί να έχουν ζέστη και υγρασία σε δυσάρεστο βαθμό, ειδικά στην Αθήνα». Στη διαδικτυακή βρετανική έκδοση του περιοδικού «Time Out» διαβάζουμε σε δημοσίευμα του Ιουλίου: «Το υπουργείο Εξωτερικών δεν συμβουλεύει κατά τού να ταξιδέψει κανείς στην Ελλάδα, όμως στην ιστοσελίδα του γράφει: «Υπάρχουν ενεργές πυρκαγιές σε όλη τη χώρα, συμπεριλαμβανομένων κατοικημένων περιοχών στην ηπειρωτική χώρα και ορισμένα νησιά»».
«Πράγματι, έχει ξεκινήσει μια συζήτηση σε διεθνή μέσα ενημέρωσης για το αν θα πρέπει να αποφεύγονται οι προορισμοί της Μεσογείου τους καλοκαιρινούς μήνες. Οι φωτιές δημιουργούν μια αρνητική εικόνα για το μεσογειακό καλοκαίρι, ενώ λόγω του κινδύνου της θερμικής καταπόνησης κλείνουν ορισμένοι τουριστικοί χώροι, όπως π.χ. η Ακρόπολη» λέει ο διευθυντής Ερευνών του Αστεροσκοπείου.
Τα στοιχεία του ΠΟΥ
Αλλωστε, οι σχετιζόμενοι με τις υψηλές θερμοκρασίες θάνατοι πέντε τουριστών μέσα σε μόλις 11 ημέρες του περασμένου Ιουνίου σίγουρα δεν λειτουργούν θετικά – ακόμα κι αν τα θύματα έκαναν μια σειρά από λάθη. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του ευρωπαϊκού παραρτήματος του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, υπολογίζεται πως περισσότεροι από 175.000 άνθρωποι πεθαίνουν από τις επιπτώσεις της ακραίας ζέστης κάθε χρόνο στην Ευρώπη, αντιστοιχώντας στο 36% (πάνω από ένας στους τρεις) των ετήσιων θανάτων παγκοσμίως που συνδέονται με τη ζέστη.
«Το ερώτημα που θα πρέπει να απαντήσουμε είναι σε ποιον βαθμό η κλιματική αλλαγή επηρεάζει τον τουρίστα όταν κλείνει τις διακοπές του. Θα πρέπει να δούμε πρώτα πώς κινούνται και στη συνέχεια να προσαρμοστούμε αναλόγως» εκτιμά ο Αγγελος Καλλίας, γενικός γραμματέας της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ξενοδόχων και σπεύδει να διευκρινίσει: «Θεωρώ πως από του χρόνου θα αρχίσει να φαίνεται αν αυτή η κατάσταση έχει συνέπειες στην τουριστική σεζόν, αν για παράδειγμα θα υπάρξει μια μετατόπιση της ζήτησης προς το φθινόπωρο ή αν θα συνεχίσουν να έρχονται όλοι τους μήνες που κορυφώνεται η σεζόν (Ιούλιο – Αύγουστο). Σε μια πρώτη φάση, θα πρέπει να δούμε πώς θα κινηθούν οι αφίξεις τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο: Aν είναι ανεβασμένες οι αφίξεις στα περιφερειακά αεροδρόμια, θα σημαίνει ότι συντελείται αλλαγή».
Η τάση του «coolcation»
Εξάλλου, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται στην Ευρώπη και η τάση του «coolcation», δηλαδή των «δροσερών διακοπών». Βάσει αυτής, αρκετοί Ευρωπαίοι προτιμούν να ταξιδέψουν σε βορειότερες χώρες για τις καλοκαιρινές τους διακοπές. «Μπορεί και η Ελλάδα να το παρέχει αυτό, τόσο για εγχώριους όσο και για ξένους επισκέπτες. Ωστόσο, όσο και να λέμε εμείς για τους προορισμούς στην ηπειρωτική χώρα, ο Ευρωπαίος δεν το έχει υπόψη» λέει ο γενικός γραμματέας της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ξενοδόχων.
Το φαινόμενο έχει κάνει την εμφάνισή του και στην Ελλάδα, συνεχίζει ο ίδιος. «Ο Ελληνας θέλει τη θάλασσα, άλλα έχει αρχίσει να ψάχνει και πιο δροσερές περιοχές. Είναι μικρά ακόμα τα νούμερα, όμως πλέον βλέπουμε Ελληνες που αναζητούν ένα τριήμερο δροσιάς». Η κλιματική κρίση, καταλήγει, ενδέχεται να μας αναγκάσει να αλλάξουμε και το μοντέλο των διακοπών: «Εχουμε μάθει ο Ελληνας να παίρνει την άδειά του τον Αύγουστο, πολλές επιχειρήσεις κλείνουν τελείως τον Αύγουστο και οι εργαζόμενοί τους παίρνουν υποχρεωτικά τότε την άδειά τους. Ομως, αν έχει 40 και 45 βαθμούς τον Αύγουστο, ίσως θα πρέπει να το ξαναδούμε αυτό το μοντέλο».
Η Αθήνα θα είναι καμίνι
Διαφορετική είναι η εμπειρία της έντονης ζέστης στην πόλη και διαφορετική στο χωριό. Αλλωστε, αυτός είναι και ο βασικός λόγος που τα «μπάνια του λαού» καθιερώθηκαν στους πιο ζεστούς μήνες του χρόνου: Τον Ιούλιο και τον Αύγουστο. Ομως, καθώς το κλίμα αλλάζει, τίθεται το ερώτημα της προσαρμογής στις νέες συνθήκες.
«Παλιότερα, το ήπιο καλοκαίρι ήταν ο κανόνας. Τα τελευταία χρόνια και στο μέλλον θα είναι η εξαίρεση. Είμαστε ακόμα στην αρχή του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής» υπογραμμίζει ο διευθυντής Ερευνών του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών Κώστας Λαγουβάρδος. «Ειδικά στις πόλεις και ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες, θα πρέπει να δούμε πώς θα οργανώσουμε καλύτερα τη ζωή μας ώστε να είναι πιο βιώσιμες οι συνθήκες. Είναι ζήτημα όταν έχουμε 15-20 ημέρες με πολύ υψηλές θερμοκρασίες μέσα σε διάστημα ενός μήνα».
Του λόγου το αληθές διαπιστώνει και μια πρόσφατη μελέτη του ΟΟΣΑ για τις συνθήκες εργασίας. Η Αττική προβλέπεται να είναι η περιφέρεια με τη μεγαλύτερη θερμική καταπόνηση για τους εργαζομένους μέχρι το 2050, μεταξύ των περιφερειών των χωρών του οργανισμού. Σύμφωνα με στοιχεία του 2015 που αναφέρονται στην εν λόγω μελέτη η Ελλάδα είχε το τρίτο υψηλότερο ποσοστό εργαζομένων που ανέφεραν δυσφορία λόγω έκθεσης σε υψηλές θερμοκρασίες για περισσότερες από τις μισές ώρες εργασίας τους με 22%. Μεγαλύτερα ποσοστά καταγράφηκαν μόνο στην Τουρκία (26%) και την Ισπανία (25%).
«Η θερμική επιβάρυνση δεν εξαρτάται μόνο από την θερμοκρασία, αλλά και από άλλους παράγοντες: Tη διάρκεια της ζέστης, τις ώρες και τις ημέρες συνεχόμενης εργασίας, την υγρασία, τον άνεμο, την ύπαρξη σκιάς κ.o.κ.» εξηγεί ο μετεωρολόγος και ερευνητής του Αστεροσκοπείου και εκτιμά πως η πολιτική ηγεσία θα πρέπει να επανεξετάσει τη νομοθεσία γύρω από την εργασία σε εξωτερικούς χώρους υπό συνθήκες ακραίας ζέστης.
Τα δύσκολα επαγγέλματα
Το μυαλό πάει αυτόματα σε εργαζομένους στον τομέα των κατασκευών, σε ταχυμεταφορείς (delivery), σε αγρότες και κτηνοτρόφους, αλλά και στους εποχιακούς εργαζομένους ή «σεζονίστας» όπως αποκαλούνται ενίοτε. Αν αναλογιστεί κανείς τον αριθμό των ατόμων που εργάζονται στους παραπάνω κλάδους, καθίσταται σαφές ότι μια μεγαλύτερη ένταση και διάρκεια στα φαινόμενα καύσωνα στην Ελλάδα ενδέχεται πραγματικά να παραλύσει τη χώρα για παρατεταμένα διαστήματα.
Οπως επισημαίνεται σε κάθε σχετική διεθνή έρευνα, η κλιματική αλλαγή πλήττει περισσότερο τους ασθενέστερους. Σε παγκόσμια κλίμακα, τις οικονομικά πιο αδύναμες χώρες που δεν έχουν τις υποδομές για να προφυλαχθούν από ακραία καιρικά και φυσικά φαινόμενα. Το ίδιο ισχύει και σε μικρότερη κλίμακα, όπως εξηγεί ο Κώστας Λαγουβάρδος: «Στις πόλεις, ειδικά όταν δεν υπάρχει πράσινο, παρατηρείται συσσώρευση θερμότητας από τα δομικά υλικά των κτιρίων και το θερμικό στρες διαρκεί όλο το 24ωρο. Πιο πολύ πλήττονται οι πολίτες στις πιο φτωχές περιοχές των μεγάλων πόλεων, γιατί το ρεύμα είναι ακριβό, η μόνωση είναι κακή και οι χώροι πρασίνου ελάχιστοι».
Συντονισμός: Άγγελος Σκορδάς
Γράφουν: Πέτρος Κωνσταντινίδης
Επιμέλεια: Παναγιώτης Σωτήρης