«Προχωράμε, δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς…». Η απάντηση αυθόρμητη. Η κυρία Γεωργία, κάτοικος στο Μάτι, έχασε το σπίτι της στη φωτιά, όμως συνεχίζει να το επισκέπτεται. Σήμερα μένει σε τροχόσπιτο.
Εχουν περάσει πέντε χρόνια από τη φονική πυρκαγιά που στοίχισε τη ζωή σε 104 ανθρώπους και οι πληγές στην περιοχή μοιάζουν να επουλώνονται. Ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται. Τουρίστες κάνουν την εμφάνισή τους στις παραλίες, τρώνε στα καταστήματα εστίασης, χαίρονται τη φύση. Νεόδμητα σπίτια έχουν κάνει την εμφάνισή τους, ενώ πλέον κάθε σοκάκι που οδηγεί σε παραλία συνοδεύεται από την ανάλογη πινακίδα, κάτι που δεν υπήρχε την ημέρα της τραγωδίας. Και ενδεχομένως θα έσωζε ζωές.
«Χάσαμε τις αναμνήσεις και την περιουσία μας»
Οι μνήμες ωστόσο, είναι πολύ δυνατές για να τις προσπεράσεις. Η περιπλάνηση στην περιοχή και η συζήτηση με τους κατοίκους επιστρέφει στο τραγικό μεσημέρι της 23ης Ιουλίου του 2018. Μπαίνοντας στο στενό της οδού Ανδρου 5, αντικρίζει κανείς ένα καμένο σπίτι με ένα απομεινάρι από τις ανθοδέσμες που υπήρχαν στα κάγκελα για τους ανθρώπους που έχασαν εκεί τη ζωή τους.
Συνεχίζοντας, αντικρύζεις και άλλα σπίτια που καταστράφηκαν από την πύρινη λαίλαπα. Κάποια παραμένουν και σήμερα κουφάρια που θυμίζουν το χθες. Κάποια άλλα ξαναχτίστηκαν. Η κυρία Ελένη Χατζή λέει στο «Βήμα» πως κατάφερε με δανεικά χρήματα να φτιάξει το σπίτι της στην περιοχή που ήταν και η μόνιμη κατοικία της.
«Κάηκαν τα πράγματά μου. Κάηκαν οι γάτες μου. Χάσαμε όλες μας τις αναμνήσεις και την περιουσία μας. Το μόνο που είχα εγώ και ο άντρας μου ήταν 80 ευρώ που είχε στη τσέπη του… Οι πληγές δεν έχουν θρέψει και δεν κλείνουν εύκολα. Πιστεύω κανένας μας δεν θα το ξεπεράσει ποτέ, όσα χρόνια και αν περάσουν. Ακόμα μπερδεύομαι, ψάχνω αντικείμενα μέσα στο σπίτι που έχασα στη φωτιά. Ο πόνος απαλύνεται, αλλά δεν φεύγει».
Η κυρία Γεωργία, από τη δική της πλευρά, λόγω της ανόδου των τιμών δεν μπόρεσε να ξαναχτίσει το σπίτι της με την αποζημίωση που πήρε από το κράτος. «Μου έδωσαν αποζημίωση 1.000 ευρώ το τετραγωνικό και τώρα η τιμή έχει φτάσει στα 1.800» λέει.
Γυρίζω την πλάτη, προσπαθώ να μη βλέπω γύρω μου. Δεν μου αρέσει αυτό το τοπίο. Είχα μάθει στο πράσινο και τώρα έχει μείνει ένα ξερό τοπίο
«Προσπαθώ να μη βλέπω γύρω μου»
Η κυρία Χατζή περιγράφει το ψυχολογικό φορτίο της καταστροφής. «Εμένα η άμυνά μου είναι να μη σκέφτομαι, να κλειδώσω το μυαλό μου. Το να σκέφτομαι μου κάνει κακό. Αν εγώ αισθάνομαι έτσι, δεν ξέρω πώς αισθάνονται εκείνοι που έχασαν τα παιδιά τους…» Η ίδια θα ήθελε ακόμα και τώρα να πουλήσει το σπίτι της και να φύγει, αλλά δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να το κάνει. «Γυρίζω την πλάτη, προσπαθώ να μη βλέπω γύρω μου. Δεν μου αρέσει αυτό το τοπίο».
Ο Κωνσταντίνος Ζορμαλιάς, εγκαυματίας που έμενε στο Μάτι την περίοδο που εκτυλίχθηκε η φωτιά, μιλάει στο «Βήμα» στον ίδιο τόνο. «Δεν με αφήνουν να ξεχάσω αυτές τις μέρες. Είμαι σε πολύ άσχημη κατάσταση». «Νιώθω αηδία», δηλώνει, για τα όσα έγιναν και όσα δεν έγιναν, για να προστατευτούν αυτοί οι άνθρωποι. «Εγώ γύρισα στο Μάτι και έμεινα εκεί μέχρι που έπρεπε να αλλάξω σπίτι» λέει σήμερα.
Στο κτήμα Φράγκου: αγανάκτηση και θυμός
Στη λεωφόρο Ποσειδώνος, πολίτες κατεβαίνουν από αμάξια για να κάνουν μπάνιο στη θάλασσα, στο σημείο ακριβώς όπου η εικόνα με τα απανθρακωμένα αυτοκίνητα στοιχειώνει ακόμα τις μνήμες όλων.
Οδηγώντας στη «Δημοκρατίας», σε μια εσοχή του δρόμου βρίσκεται το κτήμα Φράγκου, στο οποίο και κάηκαν 26 άτομα την ημέρα της φονικής πυρκαγιάς. Το κτήμα πλέον περιβάλλεται από συρματόπλεγμα και δεν είναι εύκολο να το πλησιάσεις. Στη εικόνα του, φαίνεται να αναμειγνύεται το γκρίζο τού χθες, με τις μικρές πράσινες νότες της φύσης που αργά αναγεννάται. Οι κάτοικοι της περιοχής αρνούνται να αναφέρουν το όνομά του. Ο τόπος μοιάζει στοιχειωμένος. Στις ερωτήσεις που θυμίζουν την τραγωδία του 2018, οι κάτοικοι της περιοχής δεν απαντούν. Κάποιοι δείχνουν προς την πλευρά του, αλλάζουν την κουβέντα χαμηλόφωνα.
Λίγο μετά το κτήμα Φράγκου έρχεται κανείς αντιμέτωπος με το καμένο camping, ακριβώς πάνω από την παραλία Κόκκινο Λιμανάκι. Κατεβαίνοντας τις σκάλες για την παραλία, βλέπεις ένα μικρό εκκλησάκι, ένα σημάδι, μια διαρκή υπενθύμιση της τραγωδίας στους επισκέπτες. Αντίθεση στα συναισθήματα που γεννάει η εικόνα του, δίνουν οι λουόμενοι (πολλοί από αυτούς πιθανώς τουρίστες, που δεν έχουν γνώση ή αναμνήσεις της καταστροφής) οι οποίοι χαίρονται τη θάλασσα και τον δυνατό ήλιο.
«Και να μιλήσω δεν θα αλλάξει κάτι»
Οι ιδιοκτήτες τουριστικών επιχειρήσεων ή εστιατορίων στην περιοχή, έτοιμοι να εξυπηρετήσουν τους επισκέπτες με ένα χαμόγελο, σοβαρεύουν στην αναφορά της τραγωδίας. Το χαμόγελο σβήνει. Στη θέση του έρχεται ο θυμός, η απογοήτευση: «Εχω πολλή δουλειά, και να μιλήσω δεν θα αλλάξει κάτι» λέει βιαστικά ο ιδιοκτήτης επιχείρησης εστίασης στην περιοχή. Στην ίδια κατεύθυνση και η κυρία Μαρία, που είδε τον φούρνο της να καίγεται, εκφράζει στην οργή της και αρνείται να μιλήσει. «Και να πω κάτι δεν θα γίνει τίποτα». Οι πληγές έχουν καλυφθεί, όμως παραμένουν ανοικτές. Οι κάτοικοι της περιοχής θεωρούν πως η Πολιτεία τούς έχει ξεχάσει και τους θυμάται μόνο σε περιόδους επετείων ή ευκαιριακών αναφορών στο τραγικό περιστατικό.
«Ας τα κάψουν όλα να τελειώνουμε»
Στις σκέψεις της κυρίας Χατζή παραμένει ο φόβος, ενώ η ίδια εξομολογείται πως κάθε φορά που φυσάει άνεμος κλαίει. «Εχω έναν μόνιμο φόβο όταν φυσάει. Οταν φυσάει δεν θέλω να φύγω από το σπίτι, θέλω να είμαι σε ετοιμότητα για να σώσω τα ζώα που έχω. Φυσάει και κλαίω». Μάλιστα, εκφράζει την αγανάκτησή της με τις συνεχείς φωτιές στη χώρα: «Ας τα κάψουν όλα να τελειώνουμε, δεν γίνεται να ζούμε με αυτό το άγχος κάθε καλοκαίρι. Δεν ξέρω αν υπάρχει λύση. Ή θα καούν όλα ή θα τα κόψουν όλα. Δεν υπάρχει καμία προστασία».
Οι πληγές δεν έχουν θρέψει και δεν κλείνουν εύκολα. Πιστεύω κανένας δεν θα το ξεπεράσει ποτέ, όσα χρόνια και αν περάσουν
«Ημουν σίγουρη ότι εκείνη την ημέρα θα καιγόμασταν…»
Από την πλευρά της, με φωνή τρεμάμενη και με έκδηλη την απογοήτευσή της η κυρία Αναστασία Δημητρακούδη αρχίζει τη συγκλονιστική της διήγηση:
«Ημουν σίγουρη ότι εκείνη τη μέρα θα καιγόμασταν» λέει σήμερα. «Επειδή έβλεπα τη θέση του καπνού που έβγαινε από τη φωτιά έλεγα να δεις που θα καούμε, ενώ πάντα όταν έβλεπα φωτιές ήμουν σίγουρη ότι τελικά θα τις σταματήσουν. Τώρα, αν θες το λες διαίσθηση, αφού πέρασε τη λεωφόρο Μαραθώνος, είπα στον άντρα μου, πάμε να φύγουμε. Ο άντρας μου είχε εκφράσει την άρνησή του να φύγει – ήταν και στα αρχικά στάδια άνοιας – και μου απαντά ότι είμαστε κοντά στη θάλασσα και δεν θα πάθουμε κάτι. Ανοίγουμε την πόρτα και βλέπω τη φωτιά έξω από την πόρτα μας. Τέτοιο πράγμα δεν έχω ξαναδεί ποτέ… Ομως ο άντρας μου σκεφτόταν τον σκύλο μας και δεν ερχόταν μαζί μου». Κομπιάζει, σταματά και ξανασυνεχίζει με αποφασιστικότητα.
«Εγώ – ο Θεός να με συγχωρέσει – έφυγα, τον άφησα, προχωρούσα με άγνωστους δίπλα μου και σκεφτόμουν ότι καίγομαι. Βρήκα ένα αυτοκίνητο όπου περίμενε μια οικογένεια και που έλεγαν ότι δεν χωράμε και εγώ πείσμωσα και τους είπα «θα με πάρετε μαζί σας». Με μετέφεραν τελικά στην Αργυρή Ακτή και από εκείνη την ώρα άρχισε ο γολγοθάς μας».
«Εγώ να κλαίω από τύψεις που άφησα τον άντρα μου και πίστευα ότι πέθανε. Το τι ζήσαμε δεν περιγράφεται. Ο άντρας μου τελικά τότε σώθηκε. Επειδή δεν είχε συναίσθηση του τι συνέβαινε κατέβηκε προς τη θάλασσα, σιγά-σιγά έφτασε σε ένα ξενοδοχείο και τον βοήθησαν».
«Το σπίτι μας κάηκε. Εμείς γλιτώσαμε. Στη γειτονιά μου οι αγαπημένοι μου γείτονες κάποιοι κάηκαν, κάποιοι έχασαν σπίτια… Δεν μπορώ να πιστέψω ότι δεν είναι ανάμεσά μας να πιούμε τον καθιερωμένο μας καφέ. Εκεί μεγάλωσα τα παιδιά μου, μια ολόκληρη ζωή, και τώρα σκέφτομαι κάθε μέρα: τη συλλογή γραμματοσήμων μου, το ημερολόγιό μου, τη μέρα που παντρεύτηκα, που έκανα τα παιδιά μου, πώς χάθηκαν όλοι οι σταθμοί της ζωής μου. Θέλω να τιμωρηθούν οι ένοχοι».
Ο κ. Γιώργος Παπαδιάς ήταν μέχρι και πέρυσι πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Δασοφυλάκων Ελλάδος, δασικός, ήξερε από φωτιές. «Ανύπαρκτα πυροσβεστικά, ο κόσμος έφευγε προς τη θάλασσα, ένας χαμός» θυμάται σήμερα. «Είδα μπροστά στα μάτια μου να καίγεται το σπίτι μου χωρίς να μπορώ να κάνω τίποτα. Δεν είχαμε σταγόνα νερού πάνω μας. Το σπίτι κάηκε ολόκληρο και ξεκινήσαμε να φύγουμε. Εκεί βρήκα την πρώτη καμένη κοπέλα… Με πιάνει και σήμερα ένας κόμπος, δεν μπορώ να μιλήσω καν για το θέμα αυτό. Μετά ξέρουμε όλοι τι ακολούθησε».