Η υπόθεση του χρυσού, είναι πλέον σίγουρο, δεν θα έχει την κατάληξη που οι αστυνομικές και δικαστικές αρχές φαντάζονταν ενόσω ήταν ακόμη στα σπάργανα. Η περιπέτεια των τελευταίων 12 ημερών κατέδειξε ασυγχώρητα λάθη, αδικαιολόγητες παραλείψεις, αν μη τι άλλο προχειρότητα, που είχαν ως αποτέλεσμα την πλήρη κατάρρευση του κατηγορητηρίου, τουλάχιστον με τη δομή που αρχικώς είχε – λαθρεμπορία και βάσει αυτής ξέπλυμα μαύρου χρήματος και εγκληματική οργάνωση.

Μέχρι στιγμής οι εξελίξεις, και ενώ τις προσεχείς ημέρες αναμένεται το βούλευμα – με εισαγγελική πρόταση υπέρ της αποφυλάκισης – του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου για την περαιτέρω ποινική μεταχείριση των οκτώ προφυλακισθέντων, με την τροπή που έχουν πάρει προϊδεάζουν ακόμη και για μελλοντική αξίωση αποζημίωσης των προσώπων που εμπλέκονται και βρίσκονται στη φυλακή.

Είναι εντυπωσιακό πως σε μια τέτοια ογκώδη δικογραφία, με βάθος ως προς τις τηλεφωνικές παρακολουθήσεις, χάθηκε η ευκαιρία να τιμωρηθούν όσοι διαπράττουν σοβαρά ποινικά αδικήματα· αντιθέτως, με τις παλινωδίες κόντεψε να μπει σε βάθρο ένα εκ των απεχθέστερων – πλην όμως νόμιμων – επαγγελμάτων, αυτό του ενεχυροδανειστή.

Ο πόλεμος για την ευθύνη

Ο πόλεμος που διεξάγεται μεταξύ Εισαγγελίας και Αστυνομίας αφήνει θολό το τοπίο διενέργειας της έρευνας, με αποτέλεσμα τη διάχυση της ευθύνης. Ενδεικτικό είναι το ερώτημα του αν υπήρχε εποπτεύων εισαγγελέας κατά τη συλλογή των στοιχείων στη μακρά, δαιδαλώδη και φιλόδοξη αυτή έρευνα, με την Αστυνομία να απαντά «ναι» και τις εισαγγελικές αρχές να κουνούν αρνητικά το κεφάλι, διευκρινίζοντας ότι είχε ζητηθεί μεγάλος αριθμός εισαγγελέων, πλην όμως μόνο για τις κατ’ οίκον έρευνες. Οι ίδιες πηγές μιλούν για εμμονή της Αστυνομίας, σημειώνοντας ότι στην περίπτωση της λαθρεμπορίας έγινε η δεύτερη κατά σειρά κρούση της Αστυνομίας προς την Εισαγγελία, και ενώ η πρώτη – υπό άλλον νομικό μανδύα -πριν από λίγο καιρό είχε ήδη αναχαιτισθεί καθώς τα στοιχεία κρίθηκαν (από τους εισαγγελείς) ανεπαρκή.

Σε κάθε περίπτωση, αίσθηση προκάλεσε η αμηχανία της Δικαιοσύνης την ώρα της κατάρρευσης της δικογραφίας. Η ανακρίτρια, αφότου έλαβε το έγγραφο της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων ως προς το τι ισχύει ακριβώς για το αδίκημα της λαθρεμπορίας χρυσού (με αναφορά σε περιπτώσεις του 2013 και του 2015), παραδέχθηκε το λάθος, δεν ανέλαβε ωστόσο πλήρως την ευθύνη για την αποφυλάκιση, και στράφηκε στην Εισαγγελία. Και αυτή με τη σειρά της δεν έδωσε το πράσινο φως, χωρίς να είναι σαφές ούτε το «ποιος» αρνήθηκε, ούτε το «γιατί». Με δεδομένο ότι στην εξίσωση οι άγνωστοι «x» είναι περισσότεροι από όσους θα έπρεπε, η στάση της Εισαγγελίας έχει εκληφθεί περισσότερο ως τακτικισμός παρά ως θέση ουσίας· στους κόλπους του φαίνεται ότι εντάσσονται και πληροφορίες που διαρρέονταν περί περιπλοκότητας στη νομοθεσία και εξέτασης αποφάσεων του παρελθόντος, σε επίπεδο Αρείου Πάγου, ακόμη και περί διαφορών μεταξύ επενδυτικού και εμπορευματικού χρυσού. Νομικές πηγές, που γνωρίζουν σαν την παλάμη τους τα του οικονομικού εγκλήματος, εξήγησαν πάντως στο «Βήμα» ότι σε σχέση με τις εξαγωγές δεν υπάρχει απολύτως καμία διαφορά σε ό,τι αφορά τα δυο είδη χρυσού. Κανένας δασμός και φόρος δεν υφίσταται στις εξαγωγές του μετάλλου.

Μείζονος σημασίας στην παρούσα φάση είναι η εισαγγελική πρόταση, είδηση που έγινε γνωστή την Παρασκευή, υπέρ της αποφυλάκισης των οκτώ και της αντικατάστασης του μέτρου της προσωρινής κράτησης με περιοριστικούς όρους λόγω «εριζόμενου» νομικού ζητήματος.

Το διά ταύτα της έρευνας

 

Ως προς το διά ταύτα της έρευνας, η υπόθεση του χρυσού θα εγγραφεί στα δικαστικά χρονικά ως η μοναδική που αφορά «λαθρεμπορία» και δεν έχει πρωταγωνιστή το Τελωνείο. Εμπλέκονται πλείστοι όσοι, αλλά αναρμοδίως, αφού θα έπρεπε τελωνειακοί, και μόνο τελωνειακοί, να βεβαιώνουν – βάσει και του σχετικού Κώδικα – το αδίκημα αλλά και να υπολογίζουν την οφειλή προς το Δημόσιο.

Σημασία βεβαίως έχει ότι στον αντίποδα ο βασικός πρωταγωνιστής της υπόθεσης, λόγω  και επωνυμίας, Ριχάρδος, στην προσφυγή που κατέθεσε διά των συνηγόρων του στο δικαστικό συμβούλιο προκειμένου να αφεθεί ελεύθερος, μιλάει για μαθηματικά σφάλματα και αμφισβητούμενους τρόπους υπολογισμού επίμαχων ποσών. Επιρρίπτοντας πλήρως την ευθύνη στην Αστυνομία, ο ίδιος χαρακτηρίζει το σε βάρος του κατηγορητήριο «σενάριο που δημιουργήθηκε από το Τμήμα της Ασφάλειας Αμαρουσίου», τονίζει ότι δεν υφίσταται θέμα ζημίας του Δημοσίου, ενώ εμμέσως πλην σαφώς ζητεί πίσω το κατασχεθέν εμπόρευμά του – πλάκες χρυσού και ασημιού σε ειδικά κιβώτια εξαγωγής.

Η αιχμή πάντως, με αποδέκτες «όσους συμμετέχουν στη διαδικασία», για τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων, με σκεπτικό ότι κρατούνται παρανόμως πρόσωπα προφυλακισμένα, ενεργοποίησε τα αντανακλαστικά του εισαγγελικού κλάδου, με αποτέλεσμα να εκδοθεί ακόμη και ανακοίνωση από την Ενωση Εισαγγελέων Ελλάδας.

«Δεν πτοούμεθα από ανεύθυνες απειλές μηνύσεων» σημειώνει η Ενωση, δίδοντας χαρακτήρα παρέμβασης στο έργο τους.

Η… τύχη του Πρωθυπουργού

Από τα πλέον ενδιαφέροντα στην υπόθεση του χρυσού είναι η εμπλοκή του ίδιου του Πρωθυπουργού, και μάλιστα από το βήμα της Βουλής, όταν – ξεχνώντας το τεκμήριο της αθωότητας – έσπευσε, αμέσως μετά τις συλλήψεις, να ρίξει στην πυρά τον ενεχυροδανειστή Ριχάρδο. Αν η κίνησή του αυτή τοποθετούνταν λίγους μήνες νωρίτερα, ενόσω ακόμη υπουργός Δικαιοσύνης ήταν ο Σταύρος Κοντονής, θα ήταν πλήρως καταστροφική, υπό την έννοια ότι θα ευνοούσε τον Ριχάρδο, αν η «λαθρεμπορία» ευδοκιμούσε, και στην ποινική του μεταχείριση. Και αυτό διότι, στην προσπάθεια ενσωμάτωσης σχετικής Οδηγίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ο τότε υπουργός είχε καταρτίσει σχέδιο νόμου το οποίο προέβλεπε όχι μόνο αποζημίωση σε περίπτωση παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας από δημόσιες αρχές και κρατικούς αξιωματούχους, αλλά και δυνατότητα μείωσης της ποινής. Το γεγονός ότι το εν λόγω σχέδιο νόμου περιελάμβανε ρυθμίσεις αμφισβητούμενες από τον κόσμο των δικαστών ώθησε τον διάδοχο στον θώκο Μιχάλη Καλογήρου να το αποσύρει, με αποτέλεσμα να μην είναι σήμερα νόμος του κράτους.