Σήμερα, Πέμπτη, 25 Αυγούστου, συμπληρώνεται μισός αιώνας από την ημέρα που εκτελέστηκε στη χώρα μας ο τελευταίος κατάδικος. Θυμάμαι πολύ έντονα την εκτέλεση αυτή, αφού είδα με τα μάτια μου, από απόσταση μερικών μέτρων, τα διαδραματισθέντα, λίγο πριν από το χάραμα και ευθύς μετά την ανατολή του ηλίου της 25ης Αυγούστου 1972, στο παλιό πεδίο βολής «Δύο Αοράκια» του Νομού Ηρακλείου Κρήτης (σήμερα γήπεδο μπάσκετ). Εκτοτε, η ποινή του θανάτου ουσιαστικά καταργήθηκε στην Ελλάδα, ενώ στη γειτονική Τουρκία μελετάται, όπως έχει επισήμως ανακοινωθεί, η επαναφορά της.
Ο Καραμανλής, ο Παπανδρέου και ο Κοεμτζής
Τυπικά (νομοθετικά δηλαδή) στην Ελλάδα η θανατική ποινή καταργήθηκε με απόφαση της κυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου. Είχε προηγηθεί όμως η ουσιαστική κατάργηση από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Οταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας, στις 24 Ιουλίου 1974, αυτό ήταν ένα από τα πρώτα ζητήματα που τον απασχόλησε, καθώς επέκειτο εκτέλεση δύο πολιτών που είχαν διαπράξει φοβερά εγκλήματα. Ο πρώτος ήταν ο Νίκος Κοεμτζής για τρεις φόνους και επτά σοβαρούς τραυματισμούς (σε νυχτερινό κέντρο διασκέδασης). Τους έσφαξε όλους με μια φαλτσέτα. Προμελέτη δεν υπήρχε. Οπως αποδείχθηκε, είχε προηγηθεί… παρεξήγηση (διαπληκτισμός, σπρωξίματα και μερικά χτυπήματα στην πίστα) μεταξύ του αδελφού του Κοεμτζή και των διασκεδαζόντων θυμάτων.
Ο δεύτερος θανατοποινίτης ήταν ο Ηλίας Σούλης, που είχε δολοφονήσει (αυτός εκ προμελέτης) έναν αστυνομικό, πατέρα δύο μικρών παιδιών, μέσα στο σπίτι του για να εξασφαλίσει… απρόσκοπτα τη συνέχιση της ερωτικής του σχέσης με τη σύζυγο του αστυνομικού, η οποία ήταν η ηθική αυτουργός (εκείνη καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά).
Το θύμα ικέτευε τον δράστη να «μην αφήσει τα παιδιά του ορφανά», αλλά αυτός έσφιξε περισσότερο το σκοινί που του είχε τυλίξει στον λαιμό, μέχρι που ο άτυχος πατέρας άφησε την τελευταία του πνοή. Οι μεγάλοι τυχεροί ήταν ο Ηλίας Σούλης και ο Νίκος Κοεμτζής, που γλίτωσαν κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή την εκτέλεση. Ο Ευρωπαίος, μετά την 11ετή αυτοεξορία του, Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε πάρει την απόφαση για κατάργηση της θανατικής ποινής. Προφανώς, έτσι θα καθίστατο άμεσα δυνατή η μετατροπή της ποινής, που ο πολύς κόσμος θεωρούσε σίγουρο ότι θα επιβαλλόταν στους πρωταίτιους της 21ης Απριλίου. Πράγματι, η ποινή του θανάτου που επεβλήθη στους καταδικασθένες σε θάνατο Γεώργιο Παπαδόπουλο, Στυλιανό Παττακό και Νικόλαο Μακαρέζο μετετράπη σε ισόβια κάθειρξη.
Ξημερώματα στο πεδίο βολής
Τρεις ώρες μετά τα μεσάνυχτα (25 Αυγούστου 1972) βρέθηκα έξω από τις φυλακές Αλικαρνασσού. Ηρεμία έξω από τη φυλακή, σιγή νεκρική μέσα. Στις τρεις και ένα λεπτό άναψαν λαμπτήρες στην πτέρυγα όπου εκρατείτο ο Βασίλης Λυμπέρης, 27 ετών, δολοφόνος της συζύγου του, των δύο πολύ μικρών παιδιών τους και της πεθεράς του. Ακολούθησαν οι απαραίτητες διαδικασίες. Εξέταση από γιατρό της υγείας του Λυμπέρη (αν είχε υψηλό πυρετό θα αναβαλλόταν η εκτέλεση), επίσκεψη ιερωμένου στο κελί για τυχόν εξομολόγηση και Θεία Μετάληψη κ.ά. Οταν ήταν όλα έτοιμα για την αναχώρηση (αυτοκίνητα μεταφοράς Λυμπέρη και συνοδείας) από τις φυλακές για τα «Δύο Αοράκια», ξεκινήσαμε πρώτοι, ο φωτορεπόρτερ Βασίλης Καραμανώλης κι εγώ, για το πεδίο βολής.
Φτάνοντας είδαμε ότι είχε προηγηθεί η άφιξη του εκτελεστικού αποσπάσματος και του εισαγγελικού λειτουργού. Ο τελευταίος μου είπε ευγενικά αλλά επιτακτικά: «Εσύ μείνε, αλλά ο φωτορεπόρτερ να απομακρυνθεί αμέσως». Ετσι και έγινε. Οφείλω χάριτες στον συμφοιτητή μου (στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών) που είχε επιλέξει την είσοδό του στο δικαστικό σώμα. Είχε βρεθεί τρόπος που μου εξασφάλισε την αποκλειστικότητα (το ρεπορτάζ μου και οι φωτογραφίες του Καραμανώλη δημοσιεύτηκαν την ίδια ημέρα σε δύο απογευματινές εφημερίδες της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, στις οποίες εργαζόμουν τότε).
Δεν θα αναφέρω, βεβαίως, το όνομα του παλιού συμφοιτητή. Ο Βασίλης Καραμανώλης ήταν τυχερός. Πολύπειρος, καθώς απομακρυνόταν, διαπίστωσε την ύπαρξη μεγάλου, σιδερένιου βαρελιού σε απόσταση περίπου 40 μέτρων. Κρύφτηκε πίσω από αυτό και στις κρίσιμες στιγμές αστραπιαία «τράβηξε» τις φωτογραφίες του Βασίλη Λυμπέρη τη στιγμή που τον σημάδευαν τα 12 τουφέκια του εκτελεστικού αποσπάσματος και ο επικεφαλής αξιωματικός έδωσε την εντολή «πυρ». Λίγο ενωρίτερα είχαμε περάσει όλοι βασανιστικές ώρες αναμονής.
Ο σπαραγμός της μάνας
Είχε χαράξει για τα καλά, αλλά σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις η εντολή για την εκτέλεση θα δινόταν μόλις φαινόταν η πρώτη αχτίδα του ήλιου! Οι στρατιώτες είχαν καρφωμένο το βλέμμα τους στο χώμα. Μόλις δόθηκε η εντολή, εκπυρσοκρότησαν τα 12 τουφέκια, από τα οποία σφαίρες είχαν μόνο τα έξι. Στα υπόλοιπα υπήρχε μόνο μπαρούτι. Ετσι, κανένας από τους δώδεκα στρατιώτες δεν θα μάθαινε – και δεν έμαθε ποτέ – αν στο δικό του όπλο υπήρχε σφαίρα. Σηκώθηκαν σύννεφα σκόνης. Ο Λυμπέρης βρισκόταν στο έδαφος. Απέμενε, όμως, η χαριστική βολή. Πυροβολισμός, δηλαδή, με περίστροφο στο κεφάλι από τον επικεφαλής αξιωματικό. Ηταν ένας έφεδρος ανθυπολοχαγός, που δεν βρήκε το κουράγιο.
Εδωσε εντολή σε έναν μόνιμο λοχία, που δεν τόλμησε να αρνηθεί. Δεν χρησιμοποίησε περίστροφο αλλά ένα ημιαυτόματο όπλο. Ενστικτωδώς απέστρεψε το βλέμμα του όταν η κάννη πλησίασε το κεφάλι του Λυμπέρη. Και τράβηξε νευρικά τη σκανδάλη. Αντί μίας σφαίρας έφυγαν από τη θαλάμη περισσότερες. Η εικόνα απερίγραπτη. Δεν υπήρχε, βεβαίως, θέμα νεκρώσιμης ακολουθίας. Η νεκροφόρα που ήταν δίπλα μετέφερε αμέσως τη σορό στο παρακείμενο νεκροταφείο, διασχίζοντας έναν κακοτράχαλο δρόμο. Εκεί φτάσαμε τρέχοντας. Τη στιγμή που έβγαζαν το φέρετρο, ακούστηκε σπαρακτική η κραυγή της μάνας («Βασίλη μου»). Εκείνη τη στιγμή δημιουργήθηκε σε μένα μέγιστη αποστροφή για τη θανατική ποινή, καθώς κυριαρχούσε η τραγική φιγούρα της μάνας που έκλαιγε με λυγμούς για τον θάνατο του παιδιού της.
Πριν από τον Λυμπέρη, λίγους μήνες νωρίτερα, είχε εκτελεστεί ο Γ. Χ. Κασόλας για ανθρωποκτονία και απόπειρα βιασμού. Οι διασημότεροι, όμως, εκτελεσθέντες (το 1969) ήταν οι Γερμανοί Χανς Μπασενάουερ και Χέρμαν Ντουφτ (για ληστείες μετά φόνου). Συνολικά, από το 1960 έως και το 1972 είχαν εκτελεστεί 40 θανατοποινίτες. Μεταξύ αυτών και τέσσερις γυναίκες, οι Σταυρούλα Γκουβούση, Αθανασία Αγγελινού, Αλεξάνδρα Μέρδη και Αικατερίνη Δημητρέα, όλες για ανθρωποκτονίες. Η Δημητρέα ήταν η τελευταία γυναίκα που εκτελέστηκε στην Ελλάδα (10 Απριλίου 1965).
Το φονικό
Ο Βασίλης Λυμπέρης είχε διαπράξει ένα φρικτό έγκλημα. Είχε κάψει ζωντανή την πεθερά του, την εν διαστάσει σύζυγό του και τα δύο παιδιά του, δυόμισι και ενός έτους, το βράδυ της 4ης Ιανουαρίου του 1972. Θεώρησε υπεύθυνη την πεθερά του για την κακή τροπή του γάμου του και έκανε το νοσηρό έγκλημα. Πήγε στο σπίτι στο Χαλάνδρι όπου έμενε η εν διαστάσει σύζυγος μαζί με τη μητέρα της και τα παιδιά. Με άλλους τρεις συνεργούς μπήκε μέσα ενώ κοιμόντουσαν όλοι και περιέλουσε τα πάντα με 3 μπιτόνια βενζίνη. Υστερα έβαλε φωτιά στον χώρο. Τα μωρά του ξεψύχησαν σχεδόν αμέσως. Η σύζυγός του βγήκε από το δωμάτιο και τον ρώτησε τι κάνει εκεί. Τότε την έσπρωξε και την κλείδωσε μέσα. Στη συνέχεια και ενώ το σπίτι λαμπάδιαζε, βγήκε με τους συνεργούς του και κλείδωσε την πόρτα…