Η υπόθεση ενδοοικογενειακής βίας με πρωταγωνιστή τον δικηγόρο Απόστολο Λύτρα, ο οποίος βρίσκεται πλέον προσωρινά κρατούμενος στις φυλακές του Κορυδαλλού, μονοπώλησε το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης λόγω της άγριας κακοποίησης της συζύγου του, προκάλεσε αλυσιδωτές παρεμβάσεις της ηγεσίας του Αρείου Πάγου μετά την απόφαση των δικαστών να αφεθεί ελεύθερος και άνοιξε τη «βεντάλια» της συζήτησης για τα όρια της ανεξαρτησίας των δικαστών και τον έλεγχο της ουσιαστικής δικαιοδοτικής τους κρίσης.

Παράλληλα όμως αποτέλεσε το έναυσμα αλλαγών από το υπουργείο Δικαιοσύνης, που επαναπροσδιόρισε το νομοθετικό πλαίσιο για την αντιμετώπιση τέτοιων υποθέσεων, προτάσσοντας τη φυλάκιση των δραστών και την υπεράσπιση των θυμάτων τέτοιων βίαιων συμπεριφορών.

Μέχρι το βράδυ του περασμένου Σαββάτου ο δικηγόρος Απόστολος Λύτρας ήταν ένας γνωστός, κυρίως από την τηλεοπτική του παρουσία, δικηγόρος και ένα πρόσωπο από εκείνα που συνηθίζουμε να αποκαλούμε «υπεράνω πάσης υποψίας». Ωστόσο, η συνέχεια της ιστορίας αποκάλυψε ένα διαφορετικό πρόσωπο, με τον ίδιο να ομολογεί ενώπιον της ανακρίτριας ότι χτύπησε τη σύζυγό του, χωρίς βέβαια να έχει πρόθεση να της προκαλέσει οποιαδήποτε βλάβη, κατά τον υπερασπιστικό του ισχυρισμό.

Τα πραγματικά περιστατικά όμως που αποκαλύφθηκαν καρέ-καρέ μέσα στα επόμενα 24ωρα από το συμβάν απείχαν πολύ από το υπερασπιστικό του οικοδόμημα. Οι Αρχές κινητοποιήθηκαν αμέσως χάρη στον γιατρό που εξέτασε τη γυναίκα-θύμα ενδοοικογενειακής βίας, ο οποίος διαπίστωσε ότι τα χτυπήματα δεν ήταν συμβατά με το αρχικό «αφήγημα» περί πτώσης της από κάποια σκάλα, αλλά είχαν προέλθει από ανθρώπινο χέρι.

Ο ίδιος γιατρός γνώριζε καλά ότι είχε υποχρέωση να ενημερώσει τις Αρχές με βάση τις τελευταίες αλλαγές του Ποινικού Κώδικα και με πλήρη ενσυναίσθηση και χωρίς δεύτερες σκέψεις έπραξε το αυτονόητο και ενημέρωσε τις Αρχές με αποκλειστικό γνώμονα την προστασία της κακοποιημένης γυναίκας που είχε ενώπιόν του.

Οι όροι

Η συνέχεια αναμενόμενη. Ο Απόστολος Λύτρας συνελήφθη και το απόγευμα της περασμένης Κυριακής περνούσε την πύλη των δικαστηρίων της πρώην Σχολής Ευελπίδων, όχι ως δικηγόρος, αλλά ως κατηγορούμενος. Λίγες ώρες αργότερα απολογήθηκε για το κακούργημα της βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης, αδίκημα που εν τέλει ομολόγησε – έστω και με αστερίσκους – περιμένοντας την κρίση ανακρίτριας και εισαγγελέα για την περαιτέρω ποινική του μεταχείριση. Ελεύθερος με περιοριστικούς όρους ήταν η ομόφωνη απόφαση που τον υποχρέωνε να μετοικήσει άμεσα από το σπίτι που έμενε με τη σύζυγό του, του απαγόρευε να την προσεγγίζει και να έρχεται σε επαφή με το θύμα του και επίσης τον υποχρέωνε να παρακολουθήσει πρόγραμμα ψυχολογικής υποστήριξης.

Η παρέμβαση

Αυτή ακριβώς η απόφαση της δικαιοσύνης ήταν που αρχικά προκάλεσε ερωτήματα στην κοινή γνώμη, μεγάλη μερίδα της οποίας θεώρησε επιεική τη μεταχείρισή του και την απόφαση που του επέτρεπε να κυκλοφορεί ελεύθερος. Το θέμα έφερε την άμεση παρέμβαση της Πρόεδρου του Αρείου Πάγου Ιωάννας Κλάπα και της Εισαγγελέως του Ανωτάτου Δικαστηρίου Γεωργίας Αδειλίνη, οι οποίες έχουν ζητήσει πειθαρχικό έλεγχο των συναδέλφων τους  για τον τρόπο που χειρίστηκαν την υπόθεση.

Η παρέμβαση αυτή από την ηγεσία της δικαιοσύνης άνοιξε το μεγάλο κεφάλαιο που συνδέεται ευθέως με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών. Η Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων και ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών διατύπωσαν ευθέως την αντίθεσή τους με τη διπλή παρέμβαση από τον Αρειο Πάγο επισημαίνοντας ότι με τον τρόπο αυτόν ελέγχεται η ουσιαστική κρίση των δικαστών, που γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα όλα τα στοιχεία της δικογραφίας.

«Η κρίση των δικαστών είναι ανεξάρτητη, αλλά όχι ανεξέλεγκτη» ήταν ο αντίλογος νομικών που σημείωναν με έμφαση πως η παραγγελία των ανώτατων δικαστών δεν σημαίνει εκ των προτέρων και απόδοση τυχόν πειθαρχικών ευθυνών σε ανακρίτρια και εισαγγελέα.  Την επόμενη μέρα υπήρξε και δεύτερη παρέμβαση από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ζητώντας την κατά απόλυτη προτεραιότητα ολοκλήρωση της  ανάκρισης και την επίσης άμεση εισαγωγή της υπόθεσης Λύτρα προς κρίση στο αρμόδιο δικαστήριο.

Στη φυλακή

Στο μεσοδιάστημα η ανακρίτρια, λαμβάνοντας υπόψη της τα νέα δεδομένα που ήρθαν να προστεθούν στη δικογραφία και που κατά την κρίση της συνιστούσαν παραβίαση των περιοριστικών όρων, έκανε το επόμενο δικονομικό βήμα εκδίδοντας ένταλμα προσωρινής κράτησης, με βάση το οποίο ο Απόστολος Λύτρας οδηγήθηκε στις φυλακές του Κορυδαλλού.

Πάντως, η εξέλιξη της υπόθεσης είχε ως αποτέλεσμα να μπουν στις ράγες και σημαντικές νομοθετικές ρυθμίσεις για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας με τη θέσπιση ως κανόνα τη φυλάκιση των δραστών τέτοιων αδικημάτων ή μόνο μετά από αιτιολογημένη απόφαση τον κατ’ οίκον περιορισμό τους με «βραχιολάκι» ή τους περιοριστικούς όρους. Οσο για το θύμα, θα μπορεί η κατάθεσή του να διαβάζεται στο δικαστήριο χωρίς να απαιτείται η παρουσία του, ενώ θα λειτουργήσει και πλατφόρμα καταγγελιών ενδοοικογενειακής βίας από τρίτα πρόσωπα.

Το επόμενο κεφάλαιο της υπόθεσης Λύτρα θα γραφτεί στο δικαστήριο, εκεί που θα παραπεμφθεί να λογοδοτήσει αμέσως μόλις ολοκληρωθεί η ανάκριση.

ΤΜΗΜΑ ΕΠΕΙΓΟΝΤΩΝ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΩΝ

Ο κρίσιμος ρόλος των γιατρών

«Αν και ο κύριος ρόλος των Τμημάτων Επειγόντων Περιστατικών είναι η άμεση ιατρική αντιμετώπιση των απειλητικών για τη ζωή συμβάντων και η διερεύνηση και αντιμετώπιση εκτάκτων προβλημάτων υγείας, ο ρόλος που επιτελούν διεθνώς είναι πολύ πιο σύνθετος, καθώς προσφέρουν από πρωτοβάθμιες υπηρεσίες υγείας σε πολίτες χωρίς πρόσβαση σε άλλες δομές υγείας έως παρηγορητική θεραπεία σε ασθενείς χωρίς πρόσβαση σε ανάλογες μονάδες». Αυτά δηλώνουν στο «Βήμα» ο γενικός χειρουργός και η παθολόγος του τμήματος επειγόντων περιστατικών του γενικού νοσοκομείου Νικαίας Δημήτρης Τσιφτσής και Μαίρη Αγρογιάννη.

Οπως εξηγούν, «τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας βρίσκουν θέση στη δημοσιότητα μόλις πρόσφατα αλλά η αναγνώρισή τους πρέπει να αποτελεί μέρος της βασικής εκπαίδευσης και κουλτούρας των ιατρών που δουλεύουν στα επείγοντα. Σε όλα τα διεθνώς πιστοποιημένα σεμινάρια για ιατρούς και νοσηλευτές που αντιμετωπίζουν τραύμα στα επείγοντα υπάρχουν ειδικά κεφάλαια που αναφέρονται στην αναγνώριση της κακοποίησης ευπαθών ομάδων.

Η επικαιρότητα δε αναδεικνύει όλο και περισσότερο τα περιστατικά συντροφικής βίας τα οποία από χρόνια βλέπουμε στα ΤΕΠ να αυξάνονται. Υπάρχουν όμως και άλλες μορφές κακοποίησης κυρίως εναντίον ηλικιωμένων και παιδιών είτε ως σωματική βία είτε ως εγκατάλειψη. Πίσω από τα φώτα της δημοσιότητας συνεχώς προσπαθούμε και προσφέρουμε καθημερινά τη στοιχειώδη ασφάλεια και αξιοπρέπεια που δικαιούνται».

Βέβαια, η δουλειά των τμημάτων αυτών των νοσοκομείων είναι ομαδική, από ειδικούς διαφόρων κλάδων (νοσηλευτές, ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς, νομικούς, διοικητές), οπότε και είναι άμεση η ανάγκη σωστής στελέχωσής τους. Οπως εξηγούν οι ίδιοι, «η επένδυση σε παροχή ποιοτικών δημόσιων υπηρεσιών υγείας τελικά προστατεύει την κοινωνία».