Στον αέναο κύκλο παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος, οι πόλεις που έχουν επιδείξει αντοχή στο πέρασμα των χρόνων, διατηρώντας κατά την εξελικτική πορεία τους μνήμες από το πολιτιστικό αποτύπωμά τους, είναι εκείνες που επιδεικνύουν ισχυρή ταυτότητα, ανταποκρίνονται στο παρόν και σχεδιάζουν το μέλλον τους.

Ο κατοικημένος χώρος από τις ανθρώπινες κοινότητες είναι ένα ζωντανό σύστημα που συμβάλλει στη διατήρηση της συλλογικής μνήμης. Επομένως, τα κτίρια αντικατοπτρίζουν τον πολιτισμό και τις αξίες της εποχής που χτίστηκαν.

Ιστορική μνήμη και ταυτότητα

Η Αθήνα είναι μια πόλη με σπαράγματα αρχιτεκτονικής ιστορικής μνήμης. «Δυστυχώς δεν διέσωσε την ταυτότητά της. Διέγραψε την ιστορική μνήμη της σαν κατακτητής που ισοπεδώνει την ιστορική συνείδηση των κατακτημένων» λέει στο «Βήμα» ο αρχιτέκτων πολεοδόμος-καθηγητής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου Γεώργιος Μ. Σαρηγιάννης.

«Ξερίζωσε από την καρδιά της την τουρκική και βυζαντινή περίοδο, μερικώς, και την κλασική αρχαιότητα, οικοδομώντας στη συνέχεια ένα ψεύτικο σκηνικό νεοκλασικισμού από ευρωπαίους αρχιτέκτονες, οι οποίοι εμπνέονταν από την κλασική Αθήνα» συμπληρώνει ο Θάνος Βλαστός, συγκοινωνιολόγος-πολεοδόμος, καθηγητής στο ίδιο ανώτατο ίδρυμα.

Ομως, έχουν, πράγματι, μεγαλύτερη ευθύνη οι Βαυαροί από τους ίδιους τους Αθηναίους; Δεν ήταν υποχρέωση των κατοίκων της να διασώσουν τα σημαντικά κτίσματα εκείνων των περιόδων; Το ίδιο είχε συμβεί ήδη σε ολόκληρη την Ευρώπη, όπου επιβίωσαν εμβληματικά κτίρια χωρίς να στερήσουν από τις πόλεις τους τον εκσυγχρονισμό.

Γνώση και πολιτιστική κληρονομιά αποτελούν τις βασικές αξίες πάνω στις οποίες θεμελιώθηκε η Γηραιά Ηπειρος, καθώς διαμορφώνουν όλα τα υπόλοιπα: κοινωνική συνοχή, εθνικούς και τοπικούς δεσμούς, δικαιώματα και υποχρεώσεις των πολιτών κ.ά. Η κρίση αξιών είναι αποτέλεσμα του ελλείμματος εκπαίδευσης ενεργών πολιτών όσο και της ασύνδετης ιστορικής αλληλουχίας που εμφανίζει η Αθήνα.

Η αρχιτεκτονική, όπως και η ιστορία, έχει δύο όψεις: Οι αρχιτέκτονες οραματίζονται κτίρια διαχρονικής αξίας και οι κοινωνίες αναπόφευκτα προσβλέπουν σε αυτά, εκτός από τη χρηστικότητά τους, επωφελείς τρόπους να καρπωθούν την αξία της επένδυσης.

Το αφήγημα της αθηναϊκής ανοικοδόμησης ξεκινάει τον 19ο αιώνα με το πολεοδομικό σχέδιο των αρχιτεκτόνων Κλεάνθη και Σάουμπερτ (1833), οπότε οι πλατείες Μοναστηρακίου, Συντάγματος και Ομονοίας διαμόρφωσαν τα τρία κέντρα της πόλης που συνδέονταν μεταξύ τους με νέο οδικό δίκτυο.

Εμβληματικά δημόσια κτίρια, όπως η τριλογία Ακαδημία – Πανεπιστήμιο – Βιβλιοθήκη των αδελφών Χάνσεν επί της οδού Πανεπιστημίου, τα Ανάκτορα του Γκέρτνερ, κ.ά. προσδίδουν στη νεοσύστατη πρωτεύουσα αέρα ευρωπαϊκού κλασικισμού. Ωστόσο, σύντομα η ζήτηση στην αγορά γης τα άλλαξε όλα.

«Στα μέσα του 19ου αιώνα τη φυσιογνωμία της Αθήνας εκφράζει η «αρχιτεκτονική των ωραίων αναλογιών«» σημειώνει ο θεμελιωτής της πολεοδομικής εξέλιξης της πρωτεύουσας Κώστας Μπίρης (1899-1980). «Αληθές είναι ότι είχε διαμορφωθεί βίωμα αρχιτεκτονικής καλαισθησίας εις την κοινωνία των Αθηνών εκείνων των χρόνων» («Αι Αθήναι», εκδ. Μέλισσα). Μέχρι τα τέλη του αιώνα, ύστερα από περισσότερα από 60 χρόνια οικοδομικής δραστηριότητας, η εικόνα της πόλης εμφανίζει μια ενιαία φυσιογνωμία.

Τις τάσεις της Δυτικής Ευρώπης εισάγουν αρχιτέκτονες οι οποίοι επιστρέφουν από τις σπουδές τους στο εξωτερικό, εμπλουτίζοντας την τοπική αρχιτεκτονική με στοιχεία αγγλικού ή γαλλικού στυλ που αναδεικνύονται καλύτερα σε τριώροφα και τετραώροφα οικήματα. Οταν πρόκειται για κατοικίες, είναι κυρίως ιδιωτικά κτίρια που μοιράζονται σε περισσότερες από μία οικογένειες, διαθέτουν όμως ξεχωριστές εισόδους (κάθετη ιδιοκτησία).

Την εποχή του εκλεκτικισμού, που διατηρήθηκε και στις αρχές του 20ού αιώνα, από την αθηναϊκή αρχιτεκτονική δεν εξαφανίζεται ο ελληνικός νεοκλασικισμός (Μέγαρο Παρνασσού στην Καρύτση, ξενοδοχείο Μπάγκειον στην Ομόνοια, γραφεία Αρχαιολογικής Εταιρείας, Μέγαρα Μέρλιν, Π. Χαροκόπου, Επαμ. Εμπειρίκου κ.ά.).

Αντίθετα, έχουμε ελάχιστα δείγματα αρτ νουβό στην Αθήνα στις αρχές του 20ού αιώνα (κυρίως επί της Ηρώδου Αττικού), οπότε κάνει την εμφάνισή του το αρτιφισιέλ (έγχρωμο τσιμέντο), το 1912, σε έργα του Εμμανουήλ Κριεζή, προετοιμάζοντας το έδαφος για τον ερχομό του μοντέρνου κινήματος το 1930.

«Κανείς δεν ζημιώθηκε αγοράζοντας γη»

Πώς όμως από την αρμονική εικόνα της Αθήνας του 1890 φτάσαμε στη σημερινή άχαρη τσιμεντούπολη; Γιατί οι ιδέες και οι πολεοδομικοί σχεδιασμοί εμπνευσμένων επιστημόνων δεν υλοποιήθηκαν ποτέ; Πότε το όραμα για μια καλύτερη ζωή συνδέθηκε με την απόκτηση ενός διαμερίσματος και η αντιπαροχή έγινε κινητήρια δύναμη της οικονομίας μιας ολόκληρης χώρας; Και ακόμα, γιατί έως σήμερα το ιδιωτικό επικρατεί του δημοσίου συμφέροντος;

«Ο εκσυγχρονισμός της Αθήνας υπήρξε πάντοτε πράξη βαθιά πολιτική. Δεν είναι τυχαίο ότι ιστορικά συμβαίνει έπειτα από μεγάλες κρίσεις – Α’ και Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, παγκόσμια οικονομική κρίση. Το κράτος «εργαλειοποιεί» την οικοδομή και επανεκκινεί την οικονομία, καθώς είναι ένας τομέας του οποίου οι επενδύσεις διαχέονται σε πολλούς – σε μεγάλη μάζα. Επίσης, διακινεί κεφάλαια επενδύοντας σε εγχώριες παραγωγικές δραστηριότητες χωρίς να απειλεί ξένα συμφέροντα» εξηγεί ο Γεώργιος Μ. Σαρηγιάννης.

Στις αρχές τους 20ού αιώνα, η επέκταση του ρυμοτομικού σχεδίου περνάει στην Υπηρεσία Δημοσίων Εργων που «υποκύπτει» στο «οικοπεδεμπόριο». Κατάτμηση μεγάλων οικοπέδων σε μικρότερα για να πωλούνται ευκολότερα, οικοδομικές άδειες και επί «μη» εγκεκριμένων ιδιωτικών οδών και άλλες «ευχέρειες» πυκνώνουν τη δόμηση, στενεύουν τους δρόμους, διαμορφώνουν την άναρχη εικόνα της πόλης. Το πράσινο δεν αποτελεί προτεραιότητα, παράδειγμα η περιοχή της Καλλιθέας, όπου ο σχεδιασμός του συνοικισμού προέβλεπε μόνο μία πλατεία – και αυτό διότι οι όποιες απαλλοτριώσεις είχαν γίνει ήδη για τη γραμμή του τρένου.

Την περίοδο του Μεσοπολέμου πραγματοποιούνται παγκοσμίως σημαντικές αλλαγές σε κάθε επίπεδο: κοινωνικό, ιδεολογικό, οικονομικό. Οι άνθρωποι θέλουν να επιστρέψουν στην περίοδο ειρήνης και στην ανάπτυξη πριν από τον Μεγάλο Πόλεμο, όμως οι οικονομίες έχουν καταρρεύσει, γεγονός που ωθεί τους πληθυσμούς σε εσωτερική μετακίνηση ή μετανάστευση αναζητώντας καλύτερη διαβίωση, ενώ στα Βαλκάνια οι μαζικές ανταλλαγές πληθυσμών και η χάραξη εθνικών συνόρων φέρνουν νέες ισορροπίες.

Με την ανταλλαγή πληθυσμών που ακολούθησε τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922 έρχονται 1.500.000 πρόσφυγες στην πατρίδα. Από αυτούς 125.000 καταφεύγουν στην Αθήνα. Οι ανάγκες σε στέγαση και απορρόφηση των προσφύγων ενθαρρύνουν την κινητικότητα, επιταχύνοντας μεγάλες ανακατατάξεις. Τα αστικά κέντρα, που συγκεντρώνουν μεγάλους πληθυσμούς, γίνονται πόλοι εκσυγχρονισμού και νεωτερικότητας.

Ξεχωριστή θέση στην τοπιογραφία του κέντρου της πόλης κατέχουν ως σήμερα οι προσφυγικές κατοικίες της Λεωφόρου Αλεξάνδρας των αρχιτεκτόνων Κίμωνα Λάσκαρι και Δημήτρη Κυριακού (1933) με τις Μπαουχάους επιρροές. Τα κτίρια ήταν μέρος του σχεδίου του υπουργείου Πρόνοιας για τη στέγαση των μικρασιατών προσφύγων.

1936. Κυψέλη, Τάκης Μάρθας (© Dimitris Kleanthis, Athens’ Polykatoikia 1930-1975, εκδ. Verlag Kettler)

Οι αρχιτεκτονικές τάσεις

Στην αρχιτεκτονική κυριαρχεί η Σχολή του Μπαουχάους (1919-1933). Συνδέοντας τη βιομηχανική παραγωγή με την καλλιτεχνική δημιουργία, προτάσσει ως στόχο την αναβάθμιση της κατοικίας (από τα έπιπλα ως το κτίσμα) και του τρόπου ζωής. Οι ανανεωτές αρχιτέκτονες της γενιάς του 1930 (Θ. Βαλεντής, Ι. Δεσποτόπουλος, Β. Δούρας, Π. Καραντινός, Κ. Παναγιωτάκος, Δ. Πικιώνης κ.ά.), πολλοί με σπουδές και στο εξωτερικό, αναλαμβάνουν την αρχιτεκτονική παραγωγή της περιόδου που αφορά κυρίως μοντέρνα σχολικά συγκροτήματα.

Υπογράφουν όμως και τις πρώτες ιδιωτικές πολυκατοικίες που τους αναθέτουν εύποροι Αθηναίοι, οικοπεδούχοι, Ελληνες της Διασποράς. Η μοναδική στην Ευρώπη της περιόδου διαδικασία κατασκευής, μέσω της αντιπαροχής, ευνοεί τη γρήγορη διάδοση του είδους.

Οι οικοδομές υλοποιούνται αποκλειστικά από οπλισμένο σκυρόδεμα και επίχριση με τσιμεντοκονία, ενώ μορφοπλαστικά εμπνέονται, κυρίως, από χώρες της Κεντρικής Ευρώπης. Η συγκεκριμένη τυπολογία κατέκλυσε σιγά-σιγά τα αστικά κέντρα των πόλεων και στην περιφέρεια. Ομως το κτίριο-σύμβολο της ισότιμης «κοινωνικής κατοίκησης» – καθώς στο ίδιο κτίριο εγκαθίστανται άνθρωποι διαφορετικών τάξεων – έμελλε να ενοχοποιηθεί για την αλλοίωση που προκάλεσε (στις πόλεις) η ανεξέλεγκτη χρήση του.

Και ενώ ο αθηναϊκός μοντερνισμός συνδυάζει νεωτερικότητα με νεοκλασικά στοιχεία ή ευρωπαϊκή αισθητική, το κίνημα επιστροφής στη «Λαϊκή Αρχιτεκτονική» του Αριστοτέλη Ζάχου (1907) βρίσκει τον σημαντικότερο εκπρόσωπό του στο πρόσωπο του Δημήτρη Πικιώνη, ο οποίος αναδεικνύει τους λαϊκούς τεχνίτες, τη φύση, το ελληνικό φως και τοπίο.

Αντιπροσωπευτικά παραδείγματα της τυπολογίας της λαϊκής πολυκατοικίας αποτελούν τα σχέδια του Κίμωνα Λάσκαρη (συγκροτήματα Λεωφόρου Αλεξάνδρας και Στέγης Πατρίδος, 1933, Δουργουτίου και Αγίων Αναργύρων, 1934), του Κυπριανού Μπίρη (πολυκατοικία Λογοθετοπούλου, 1930), του Κ. Κυριακίδη (πολυκατοικία Μαυρομάτη, 1933), του Πικιώνη (πολυκατοικίας της οδού Χέυδεν, 1935) κ.ά.

Ωστόσο, πιο γνωστή στους σημερινούς Αθηναίους είναι η Μπλε Πολυκατοικία (1933) στα Εξαρχεία του αρχιτέκτονα Κυριάκου Παναγιωτάκου, για την οποία ο Le Corbusier είχε αναφωνήσει το περίφημο «c’ est tres beau – είναι πολύ όμορφη».

1932-1933. Μπλε Πολυκατοικία – Εξάρχεια, Κ. Παναγιωτάκος © Νεοελληνική Αρχιτεκτονική – Δημήτρης Φιλιππίδης, εκδ. Μέλισσα

Την περίοδο του καθεστώτος Μεταξά (1936-1940) η παραγωγή δημοσίων κτιρίων εμπλουτίζεται με το αξιόλογο πρόγραμμα ανέγερσης νοσοκομείων και σανατορίων – που υλοποιούνται με λιτή σχεδιαστικά γλώσσα. Δυστυχώς ο εξοβελισμός της μοντέρνας αρχιτεκτονικής από το καθεστώς και η δόμηση που πολλαπλασιάζεται άναρχα οδήγησαν πολλούς αρχιτέκτονες εκτός Ελλάδας, όπως ο Στ. Παπαδάκης που έφυγε το 1937 για να εργαστεί με τον Le Corbusier – από το ατελιέ του μοντερνιστή αρχιτέκτονα στο Παρίσι είχαν περάσει νωρίτερα οι Ο. Μάλτος και Π. Μιχαηλιδης – και μεταπολεμικά ο Ι. Ξενάκης.

Ατομικές και ομαδικές πράξεις ευθύνης

Η εικόνα της δημόσιας πολυκατοικίας βρίσκεται πάντα σε άμεση σχέση με την κοινωνία που τη δημιουργεί. Στην περίπτωση της Ελλάδας καθορίστηκε από τις αλλεπάλληλες αλλαγές του ΓΟΚ – έπειτα από πιέσεις που ασκούσαν οι ενδιαφερόμενοι για τη μέγιστη δυνατή εκμετάλλευση της γης. Και ενώ η Ευρώπη βάζει από πολύ νωρίς στον πυρήνα της ανάπτυξης των πόλεών της το θέμα της αειφορίας, στην Ελλάδα μέχρι σήμερα η βιωσιμότητα, το περιβάλλον και ο δημόσιος χώρος είναι ένα στοίχημα που δεν έχει κερδηθεί.

Στην ιστορία της ελληνικής πολεοδομίας, σύμφωνα με τον πολεοδόμο Γ. Μ. Σαρηγιάννη, δύο χρονολογίες θεωρούνται σταθμοί: η πρώτη αφορά τον Ν. 3741/29 για την καθιέρωση της οριζόντιας ιδιοκτησίας και τον ΓΟΚ 155Α/22.4.1929 που εισάγει νέα δεδομένα στον συντελεστή δόμησης. Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 οδήγησε μια σειρά από επενδυτές να θέλουν να εξασφαλίσουν τα κεφάλαιά τους επενδύοντας σε ασφαλές «έδαφος».

Η κατάτμηση της γης δημιουργεί περισσότερα οικόπεδα προς πώληση και μελλοντική ανοικοδόμηση. Για τον Ι.Μ. Σαρηγιάννη, τα δύο αυτά νομοθετήματα οδηγούσαν ευθέως στην εμπορευματοποίηση της γης, εξασφαλίζοντας τα κεφάλαια των επενδυτών και των επιχειρηματιών. Στα χρόνια του Μεσοπολέμου, μπορεί το συγκεκριμένο «εμπόρευμα» να μην ήταν προσιτό σε όλους, όμως στα χρόνια που ακολούθησαν προσέγγισε το επενδυτικό κοινό από όλα τα κοινωνικά στρώματα.

Για παράδειγμα, ο ΓΟΚ του 1955 στόχευε στους μικρομεσαίους επενδυτές, ενώ ο ΑΝ395/68 στα μεγαλύτερα κεφάλαια. Ο συγκεκριμένος νόμος είναι η δεύτερη σημαντική χρονολογία, καθώς αύξησε τον συντελεστή δόμησης τόσο στο Λεκανοπέδιο όσο και εκτός Αθηνών [«Διά την περιοχήν του Λεκανοπεδίου Αθηνών και τας καθ’ άπασαν την Χώραν περιοχάς δι’ ας έχουσι καθορισθή συντελεσταί δομήσεως και ύψος οικοδομών μέχρι ένδεκα (11) μέτρων, η κατά τα ανωτέρω προσαύξησις του συντελεστού δομήσεως καθορίζεται εις ποσοστόν τεσσαράκοντα επί τοις εκατόν (40%)».]

1948. Ιλίσια, Θουκυδίδης Βαλέντης © Dimitris Kleanthis, Athens’ Polykatoikia 1930-1975

Η μετακίνηση από την επαρχία προς την πόλη

«Κάποτε ο άνθρωπος έχτιζε για να κατοικήσει. Εχτιζε ο ίδιος το σπίτι που αισθάνονταν ότι του αναλογούσε, ώστε να ζήσει σύμφωνα με τις ανάγκες του. Σήμερα δεν συμβαίνει το ίδιο. Η κατοικία αποτελεί οικονομική και κοινωνική επένδυση. Δηλαδή, αξιοποιεί με μια εντελώς διαφορετική λογική τον χώρο του» σχολιάζει ο αρχιτέκτων, καθηγητής Χωροταξίας στο ΕΜΠ, Τάσος Μπίρης. Βέβαια, η αλλαγή αυτή είχε αρχίσει να καταγράφεται ήδη από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, οπότε η μετακίνηση πληθυσμών από την επαρχία προς την πόλη «για ένα καλύτερο μέλλον» αύξησε την ανάγκη για στέγαση στην πόλη και η αντιπαροχή επικράτησε στα μεσαία στρώματα.

Χαρακτηριστικές είναι οι κινηματογραφικές ταινίες της δεκαετίας του 1960, όπως το «Τέντυ μπόυ, αγάπη μου» της Φίνος Φιλμ, στην οποία ο γιος ενός εμπόρου προσπαθεί να πείσει τον πατέρα του να δώσει με αντιπαροχή το μαγαζί του ώστε να μπορέσει να αγοράσει το αυτοκίνητο που θέλει, ξετυλίγοντας με χιούμορ τον νέο τρόπο ζωής των Αθηναίων που αποτινάσσει το παρελθόν από πάνω τους.

Και έπειτα «αρχίσαμε να ασχολούμαστε με την «εξυγίανση των πόλεων»» σχολίαζε χαρακτηριστικά ο Ι. Δεσποτόπουλος (acedemia.edu.gr). «Στην παλιά Αθήνα, στα χωριά όσο πρωτόγονο κι αν ήσαν, είχαμε τον ήλιο, το φως, το σωστό αερισμό. Εγινε τεράστιο πρόβλημα αφότου η κατοικία έγινε εμπορεύσιμος, όπως κάθε τι άλλο που παράγεται. Τώρα αναζητούμε βαθύτερα αίτια και επιστημονικοποιούμε διάφορα επαίσχυντα φαινόμενα, ενώ ουσιαστικά πρόκειται για ατομικές και ομαδικές πράξεις που καμία σχέση δεν έχουν με την επιστήμη του αρχιτέκτονα».