«Ταξίδεψα με ένα μικρό μαύρο σακίδιο που είχα βάλει μέσα όλη μου τη δύναμη. Θα ήθελα να βάλω μέσα τον πατέρα, τη μητέρα μου, τον αδερφό, την αδερφή μου, τον ανιψιό μου, τη μουριά, τις παιδικές μου φωτογραφίες, το σχολικό μου βιβλίο, τα σοκάκια που έπαιζα, τα ρούχα μου όταν ήμουν παιδί και τις αναμνήσεις μου…».
Η Χάνα διαβάζει το κείμενό της στη γλώσσα της, τα Φαρσί. Μαζί με άλλες εννέα γυναίκες, πρόσφυγες από το Ιράν και την Ουκρανία, συμμετέχει σε ένα ιδιότυπο εργαστήρι. Ενα εργαστήρι για τις λέξεις, αλλά και ένα εργαστήρι για τα συναισθήματα: το ταξίδι, τη νέα ζωή, τις απώλειες. Τι πήρε μαζί της και τι θα ήθελε να πάρει φεύγοντας από τη χώρα της;
Το εργαστήρι δημιουργικής γραφής με θέμα τη συμπόνια διοργανώνεται από το Κέντρο για τα Εμφυλα Δικαιώματα και την Ισότητα «Διοτίμα», που φιλοξενεί συνολικά 10 γυναίκες. Η Χάνα, η Φερεστέ, η Μαντάνα, η Ζάρι από το Ιράν, η Ολέσια, η Αννέτα, η Ξένια, η Τατιάνα, η Μαρίνα από την Ουκρανία καθισμένες γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι διαβάζουν, καθεμία στη γλώσσα της με ταυτόχρονη μετάφραση, τα κείμενά τους. Ισως να οφείλεται στον διαφορετικό ήχο των διαλέκτων που ανταλλάσσονταν η μια μετά την άλλη, ίσως στη δύναμη των διηγήσεων ή στην ουσία των κειμένων, πάντως η εκδήλωση πλημμυρίζει από συναίσθημα και η καλή οργάνωσή της καταφέρνει να ξεπεράσει το… γλωσσικό πρόβλημα.
«Ο Θεός έχει βάλει τα καλύτερα χρώματα στο ηλιοβασίλεμα, όπως το κίτρινο, το κόκκινο, το πορτοκαλί, και όλα οδηγούν στη νύχτα» διαβάζει η Φερεστέ που το όνομα της στα Φαρσί σημαίνει Αγγελος. Κάποια κείμενα μιλούν για το ταξίδι τους. «Ταξίδεψα με ένα μαύρο μικρό σακάκι και κουβαλώντας το καλάθι με τον γάτο. Θλιμμένη, πονεμένη και κλαίγοντας άφησα το πατρικό μου σπίτι. Ταξίδεψα στη νέα χώρα και βρήκα νέους φίλους… Κάθισα στο πάτωμα του διαδρόμου με τον γάτο μου δίπλα σε ένα καλάθι. Το τρένο κινούνταν με σβηστά φώτα… Ηταν αποπνικτικά, σκοτεινά και πολύ τρομακτικά. Ο γάτος μου φοβόταν πολύ αλλά έμεινε θαρραλέα σιωπηλός» ακούγεται στα ουκρανικά η φωνή της Ξένια. «Η φυγή ήθελε πολλή δύναμη» διαβάζει μια κοπέλα στα Φαρσί. «Οταν μάζεψα τη βαλίτσα μου, πήρα το κασκόλ της μαμάς μου – σκεπάζω τα μάτια μου με αυτό». Οταν αναφέρουν πώς βλέπουν τις ίδιες στο μέλλον, η ατμόσφαιρα αλλάζει. Τη νοσταλγία αντικαθιστά η αποφασιστικότητα. Ακούς γυναίκες δυνατές, γυναίκες που, ίσως για πρώτη φορά, μέσα από τις δυσκολίες ανακάλυψαν τον εαυτό τους και τον αγάπησαν.
Ολέσια: «Πίστευα ότι φεύγω για λίγο»
Πριν από τη ρωσική εισβολή η Ολέσια δίδασκε Ιστορία στο Πανεπιστήμιο του Κιέβου. Οταν έγινε η επίθεση, δυσκολεύτηκε να μιλήσει στην έφηβη κόρη της, Σβετλάνα, «δεν ήξερα πώς να της το πω. Mάζεψα τα πράγματά μας, ούτε κι εγώ θυμάμαι πώς. Πήρα χαρτιά και λίγα πράγματα γιατί πίστευα ότι φεύγω για λίγο». Υστερα από ένα περιπετειώδες ταξίδι με αυτοκίνητο, πήγε για δύο εβδομάδες στο σπίτι ενός θείου στην εξοχή. Μετά, «είπα τι περιμένω;». Ηταν επικίνδυνα να επιστρέψει στο Κίεβο. Μια φίλη της που ζούσε στην Ελλάδα την κάλεσε. Εζησε άλλη μια μικρή περιπέτεια μέχρι να φτάσει στη Λβιβ από όπου θα έφευγε το πούλμαν. Από πέρυσι τον Μάρτιο ζει στον Πειραιά. Στην αρχή φιλοξενούμενη του Δήμου Πειραιά, σήμερα έχει νοικιάσει ένα μικρό σπίτι όπου ζει με την κόρη της.
Μέχρι πριν από λίγο καιρό δίδασκε online. Ο μισθός της μειώθηκε κατά 50% και η σύμβασή της έληξε – λόγω πολέμου. «Θα δούμε τι θα γίνει από τον Σεπτέβριο» λέει στο «Βήμα». Προς το παρόν έχει ενταχθεί στο πρόγραμμα «Helios», ψάχνει δουλειά, παρακολουθεί μαθήματα επάρκειας ελληνικής γλώσσας στο πανεπιστήμιο και γράφει το έβδομο βιβλίο της – ένα μυθιστόρημα για την ελληνική παρουσία στην Ουκρανία. Η κόρη της είναι πιανίστρια, γράφει τα δικά της τραγούδια και θέλει να σπουδάσει ιστορία και θεωρία της μουσικής. Η ίδια δεν μπορεί να ξέρει τι θα γίνει στο μέλλον. Δεν θέλει να αφήσει το σπίτι της στο Κίεβο που το έφτιαξε πριν από τέσσερα χρόνια, μετά το διαζύγιό της. «Είμαι ευτυχισμένη εδώ αλλά δεν μπορώ να πω τι θα γίνει μετά. Ενα βήμα τη φορά. Ετσι γίνεται πάντα στη ζωή μου».
Χάνα: «Οταν σπας τα όρια, δεν νιώθεις πια φυλακισμένη»
Οι γονείς της Χάνα έφυγαν από το Αφγανιστάν μετά τη ρωσική εισβολή. Η ίδια γεννήθηκε στο Ιράν πριν από 29 χρόνια. Τελείωσε το γυμνάσιο και παράλληλα δούλευε. Μιλώντας στο «Βήμα» περιγράφει τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε – ως κόρη προσφύγων αλλά, κυρίως, ως γυναίκα. Μας μιλάει για οικογενειακή βία από τον αδελφό της που δεν ήθελε να εργάζεται η αδελφή του. Αναφέρει τη σεξουαλική κακοποίηση από το αφεντικό της, τη σχέση της με έναν άνδρα από το Ιράν, τον οποίο δεν ήθελε ο μεγάλος της αδελφός γιατί ήταν άλλης κουλτούρας. Στα 25 της αποφάσισε να φύγει. Μόνη, ολομόναχη.
«Αποφάσισα να διασχίσω τα σύνορα. Περπατούσα μόνη στα βουνά και μετά από μια μέρα έφτασα σε μια μικρή τουρκική πόλη». Κοιμόταν όπου έβρισκε. Ενα βράδυ κάποιος προσπάθησε να την κακοποιήσει σεξουαλικά. Το άλλο πρωί έφυγε για την Ελλάδα. «Ηταν πολύ δύσκολο για μένα. Αλλά έλεγα: “Χάνα, μη χάνεις το θάρρος σου, όλα αυτά σε κάνουν πιο δυνατή”». Σήμερα ζει νόμιμα στην Ελλάδα – το παράπονό της είναι πως άργησε λίγες μέρες, για γραφειοκρατικούς λόγους, να πάρει το διαβατήριό της κι έτσι δεν πήγε στο Ιράν στην κηδεία του πατέρα της. «Δεν μπόρεσα να τον αποχαιρετήσω γιατί κάποιος υπάλληλος έγραψε λάθος το όνομά μου» λέει και βουρκώνει. Σήμερα εργάζεται και παράλληλα ασχολείται εθελοντικά με πρόσφυγες αλλά και με τον παραδοσιακό χορό της πατρίδας της. Το μήνυμά της σε κάθε γυναίκα: «Σπάσε τα όρια. Οταν τα σπας, δεν θα νιώθεις πια φυλακισμένη. Να πιστεύεις στον εαυτό σου…».