«Δεν ξεκίνησα να τρέχω επειδή κάποιος μού ζήτησε να γίνω δρομέας. Οπως δεν έγινα μυθιστοριογράφος επειδή κάποιος μου ζήτησε να γίνω μυθιστοριογράφος. Μια μέρα, έτσι στο άσχετο, μου ήρθε να γράψω ένα μυθιστόρημα. Και μια μέρα, έτσι στο άσχετο, άρχισα να τρέχω – επειδή απλώς το ήθελα» γράφει o Χαρούκι Μουρακάμι στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του με τίτλο «Για τι πράγμα μιλάω όταν μιλάω για το τρέξιμο».

O 75χρονος σήμερα ιάπωνας συγγραφέας που ξεκίνησε να τρέχει το 1982 με μοναδικό σκοπό να παρατείνει το προσδόκιμο ζωής του ώστε να έχει τη δυνατότητα να γράφει ως το βαθύ γήρας του – τον πρώτο του Μαραθώνιο μάλιστα τον έτρεξε διασχίζοντας ανάποδα τη διαδρομή από την Αθήνα προς τον Μαραθώνα το καυτό, όπως το ανακαλεί, καλοκαίρι του 1983 – έχει δώσει με την παραπάνω αποστροφή του την πιο περιεκτική απάντηση στο μάλλον αυτονόητο ερώτημα που θα απηύθυνε κανείς σε έναν δρομέα.

Το προαιώνιο «Γιατί τρέχεις;». Την ίδια σε πρώτο επίπεδο αόριστη αλλά τελικά πολύ σαφή και ουσιαστική απάντηση πιθανότατα θα έδινε και η συντριπτική πλειοψηφία των 21.000 δρομέων – επαγγελματικών και κυρίως ερασιτεχνών – που θα φτάσουν την εβδομάδα που μας έρχεται από 152 χώρες στην Αθήνα, με μοναδικό σκοπό να λάβουν θέση πίσω από τη γραμμή εκκίνησης του 41ου Αυθεντικού Μαραθωνίου την ερχόμενη Κυριακή 10 Νοεμβρίου.

Ναι, μπορεί ένας αγώνας που για την παγκόσμια δρομική κοινότητα επέχει διαστάσεις ιερού δισκοπότηρου να είναι μια πρώτης τάξεως αφορμή ώστε κάποιος να αφήσει τη βολή, τη θαλπωρή και την ησυχία του – σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και τη χώρα ή την ήπειρό του – για να τρέξει για 42.195 μέτρα παράλληλα με την ιστορία. Ποιος δρομέας άλλωστε θα αρνούνταν να ιχνηλατήσει την αυθεντική διαδρομή, αυτή που στέρησε μεν τη ζωή στον ημεροδρόμο Φειδιππίδη αλλά του εξασφάλισε τη δόξα στους αιώνες των αιώνων;

Ή – ακόμα κι αν κάποιος δεν είναι ρέκτης ή θαυμαστής της ιστορίας – ποιος θα αρνούνταν ένα πανηγυρικό φωτογραφικό στιγμιότυπο στον πιο φωτογενή τερματισμό της οικουμένης στο Παναθηναϊκό Στάδιο; Ομως στην πραγματικότητα ο μαραθώνιος είναι το τέλος μιας μακράς διαδικασίας προετοιμασίας και προπόνησης. Μιας επίπονης για το σώμα και το πνεύμα προσπάθειας μηνών ή και χρόνων.

Τι στην ευχή είναι λοιπόν εκείνο που ξεσηκώνει τους ανθρώπους από τον καναπέ τους και τους βγάζει στον δρόμο με ήλιο και με βροχή, με κρύο και με καύσωνα, στις καλές και στις κακές τους μέρες; Τι είναι αυτό που κινητοποιεί τους συνολικά 73 χιλιάδες δρομείς οι οποίοι θα τρέξουν το ερχόμενο Σαββατοκύριακο στους αγώνες των 42, 10 και 5 χιλιομέτρων, προσυπογράφοντας με τον πιο ανάγλυφο τρόπο πως το δρομικό κίνημα γιγαντώνεται και στη χώρα μας;

«Με το τρέξιμο ξαναγεννήθηκα»

Για τον Παναγιώτη Καραΐσκο, οποίος τρέχει κατά μέσο όρο 160 με 180 χιλιόμετρα την εβδομάδα, ήταν η αναπάντεχη πρόταση ενός φίλου που έγινε η αφορμή για να τρέξει τον πρώτο του Μαραθώνιο στην Αθήνα. Το 2013 είχε μόλις ολοκληρώσει ένα πρόγραμμα απεξάρτησης από ουσίες, είχε ξεκινήσει γυμναστήριο και ποδήλατο, αλλά το τρέξιμο δεν υπήρχε ούτε ως υποψία στον νου του. Τελικά η πρώτη του φορά στο κορυφαίο δρομικό γεγονός ήταν και καθοριστική.

«Η πρώτη φορά δεν ξεχνιέται. Είχα μια καλή φυσική κατάσταση, λόγω του ποδηλάτου και του γυμναστηρίου που έκανα τότε, αλλά ήμουν απροπόνητος στο τρέξιμο. Η πρώτη μου φορά λοιπόν στον Μαραθώνιο είχε άγνοια. Και ομολογώ ότι δυσκολεύτηκα πάρα πολύ. Αν σκέφτηκα να τα παρατήσω; Σταμάτησα πολλές φορές, πάθαινα κράμπες, είχα αφυδάτωση. Αλλά συνέχιζα. Η διαδρομή από τον Μαραθώνα στην Αθήνα είχε πόνο και συγκίνηση. Οσο έφτανα πιο κοντά στον τερματισμό και συνειδητοποιούσα τι πήγαινα να κάνω, έκλαιγα. Μέχρι που τερμάτισα. Τότε ένιωσα κάτι που δεν περιγράφεται με λέξεις, αλλά με έκανε να πω «εδώ είμαστε». Αλήθεια, αναρωτήθηκα πώς δεν το είχα δοκιμάσει προηγουμένως» εξιστορεί.

«Το τρέξιμο μου άλλαξε τη ζωή. Με έσωσε. Ηρθε στη ζωή μου τη στιγμή που βγήκα από ένα πρόγραμμα και έπρεπε να επανενταχθώ στην κοινωνία. Ηταν σαν ένα δώρο από τον Θεό» – Παναγιώτης Καραΐσκος

Δέκα ακριβώς χρόνια μετά από εκείνη τη δύσκολη αλλά λυτρωτική κούρσα, στον περσινό 40ό Αυθεντικό Μαραθώνιο, ο Καραΐσκος τερμάτισε 7ος στη γενική κατάταξη και πρώτος από τους έλληνες αθλητές με χρόνο 2 ώρες 22 λεπτά και 37 δευτερόλεπτα.

«Μετά τα μισά του αγώνα ένιωσα ότι ήμουν καλά και συνειδητοποίησα ότι είχα μείνει μόνος από το γκρουπ των Ελλήνων. Κράτησα σταθερό τον ρυθμό μου και βγήκε αυτό το 2.22, ο καλύτερος χρόνος μου σε αυτή τη διαδρομή. Ηξερα ότι μπορούσα να το κάνω. Αλλά σε μια τέτοια διαδρομή δεν υπολογίζεις χρόνους και ρεκόρ. Σκέφτεσαι απλά την κούρσα» λέει. Το γεγονός ότι μοιράστηκε την προσωπική του ιστορία, μίλησε για την περίοδο του εθισμού του στις ουσίες και για τη δεύτερη ευκαιρία που διεκδίκησε και κέρδισε στη ζωή μεγέθυνε την ούτως ή άλλως εντυπωσιακή επίδοση του 35χρονου αθλητή. Ο Καραΐσκος δεν είναι απλώς ένας δρομέας επιδόσεων, αλλά ένας άνθρωπος που εμπνέει.

«Οι αποστάσεις και η αντοχή είναι ένας καλός εθισμός. Αν μπεις, δύσκολα βγαίνεις. Κυνηγάς χρόνους, βάζεις στόχους και αυτό σε εξιτάρει. Πολύ το υποτιμούν πριν το κάνουν. Κι εγώ όταν δεν έτρεχα έλεγα ότι είναι τρελοί όσοι τρέχουν μαραθώνιο. Μέχρι που το έκανα κι εγώ. Ετσι, τυχαία και στο ξεκάρφωτο. Το τρέξιμο μου άλλαξε τη ζωή. Με έσωσε. Ηρθε στη ζωή μου τη στιγμή που βγήκα από ένα πρόγραμμα και έπρεπε να επανενταχτώ στην κοινωνία. Ηταν σαν ένα δώρο από τον Θεό. Ακόμα και συμβολικά ήταν κάτι καινούργιο για τον καινούργιο μου εαυτό. Ξαναγεννήθηκα με το τρέξιμο» καταλήγει.

Επτά μαραθώνιοι σε επτά εβδομάδες;

Ο Κωνσταντίνος Χουβαρδάς, δρομέας μεγάλων αποστάσεων, προπονητής τρεξίματος, τοτεμική μορφή της δρομικής κοινότητας ή απλώς ο άνθρωπος που έτρεξε 7 μαραθωνίους σε 7 εβδομάδες σε χρόνο κάτω των τριών ωρών, έχει δει πολλούς ανθρώπους να γεννιούνται ξανά ή έστω να επανεφευρίσκουν τον εαυτό τους μέσα από το τρέξιμο. «Τρέχοντας έρχεται η όρεξη» λέει με την πηγαία χαρά που μόνο σε έναν δρομέα μπορείς να αναγνωρίσεις.

«Ηταν ένα παράθυρο προς τον έξω κόσμο. Μετά ήρθε η αναγνώριση και η φήμη. Οσο κι αν καμωνόμαστε τους μετριόφρονες, σε όλους αρέσει να μας θαυμάζουν» – Κώστας Χουβαρδάς

Στα 48 του χρόνια ο Χουβαρδάς έχει τρέξει 54 μαραθωνίους σε όλον τον κόσμο, ενώ φέτος προετοιμάζεται για την 21η συμμετοχή του στον Αυθεντικό Μαραθώνιο της Αθήνας – για εκείνον η διαδρομή από τον Μαραθώνα στην Αθήνα σηματοδοτεί το πάρτι της χρονιάς. Η πρώτη επαφή του με το τρέξιμο λέει πως ξεκίνησε από ανάγκη.

«Η πρώτη μου σχέση με το τρέξιμο ήταν όταν έκλεισε το σχολείο του χωριού μου στη Μυτιλήνη. Επρεπε τότε να πηγαίνω καθημερινά στο διπλανό χωριό που βρισκόταν σε απόσταση 3 χιλιομέτρων. Θα μπορούσα να κάνω τη διαδρομή περπατώντας. Ομως ειδικά στην επιστροφή έτρεχα να γυρίσω σπίτι για να προλάβω τα επεισόδια της σειράς «Τόλμη και Γοητεία». Ενας δάσκαλος αντιλήφθηκε τότε ότι ήμουν γρήγορος και με παρότρυνε να συμμετέχω στους σχολικούς αγώνες του νησιού. Στην πραγματικότητα πήγα για να γλιτώσω τη μέρα από το σχολείο. Ούτε αθλητικά ρούχα δεν είχα βάλει. Είχα πάει με το τζιν. Ετρεξα και βγήκα πρώτος. Ετσι ξεκίνησε η ιστορία» αφηγείται.

Για χρόνια ο σημερινός γκουρού της ελληνικής δρομικής κοινότητας εργάστηκε ως δημοσιογράφος, κριτικός κινηματογράφου και ως στέλεχος στα Φεστιβάλ Βερολίνου και Κανών. Ομως από το 2008 αποφάσισε να εστιάσει τη ζωή και τις δραστηριότητές του αποκλειστικά στο τρέξιμο. Εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς τι έχει βρει σε αυτή τη συνήθεια που τον ακολουθεί (και την ακολουθεί) εδώ και σαράντα χρόνια. «Σε κάθε περίοδο της ζωής μου μού έχει δώσει διαφορετικά πράγματα» λέει.

«Ηταν διέξοδος όταν ήμουν μικρός, γιατί μεγάλωσα σε ένα μικρό χωριό ενός απομονωμένου νησιού. Οταν οι συμμαθητές μου μέχρι τα 18 τους δεν είχαν πάει ποτέ στην Αθήνα, εγώ είχα γυρίσει όλη την Ελλάδα, λόγω ακριβώς των αγώνων. Ηταν ένα παράθυρο προς τον έξω κόσμο. Μετά ήρθε η αναγνώριση και η φήμη. Οσο κι αν καμωνόμαστε τους μετριόφρονες, σε όλους αρέσει να μας θαυμάζουν. Αργότερα το τρέξιμο έγινε και επάγγελμα και ακόμα πιο μετά ψυχανάλυση. Το ξέρω, είναι κάτι που λένε όλοι και ο καθένας εννοεί κάτι άλλο. Οταν πας να τρέξεις είσαι εσύ και ο εαυτός σου. Το τρέξιμο σου δίνει ιδιωτικότητα».

Για τον Χουβαρδά κάθε αγώνας είναι μια παράσταση, η οποία πίσω της έχει πολλές πρόβες, δηλαδή κόπο, προπονήσεις, χαρές αλλά και απογοητεύσεις. Το 2022 εκείνος αποφάσισε να δώσει επτά συνεχόμενες παραστάσεις, τρέχοντας σε επτά μαραθωνίους σε ισάριθμες εβδομάδες. Πραγματοποίησε τον προσωπικό άθλο του τρέχοντας στην Κολωνία, το Μόναχο, το Αμστερνταμ, τη Βενετία, τη Φρανκφούρτη, την Κωνσταντινούπολη και την Αθήνα και κατέγραψε την εμπειρία και τις σκέψεις του στο βιβλίο «Επτά».

«Η απόφαση να τρέξω επτά αγώνες σε επτά εβδομάδες ήταν μάλλον τυχαία. Μετά την καραντίνα είχα τελματώσει σε επίπεδο στόχων. Είχα φτάσει σε μια στιγμή που αναρωτιόμουν «και τώρα τι;». Τότε λοιπόν συμπτωματικά έτρεξα στον μαραθώνιο της Βαρκελώνης, μια εβδομάδα μετά στης Αθήνας και μια εβδομάδα αργότερα στης Θεσσαλονίκης. Ετσι μου μπήκε η ιδέα να δω αν υπήρχε ένα ρεκόρ συνεχόμενων μαραθωνίων στο βιβλίο Γκίνες. Αρχισα λοιπόν να καταστρώνω τον προγραμματισμό, τις προπονήσεις, τα ταξίδια, τους αγώνες. Ξεκίνησα αρχές Οκτώβρη ώστε ο τελευταίος αγώνας να είναι εκείνος της Αθήνας. Τι σκεφτόμουν όταν τον τερμάτιζα; Δεν ήταν πολύ διαφορετικές οι σκέψεις από τις άλλες χρονιές. Εκείνο που θυμάμαι είναι ότι λίγο πριν από τον τερματισμό ήθελα να φτάσω. Ηθελα πια να τελειώσει» καταλήγει. Και τελείωσε με τον ιδανικό τρόπο και στον ιδανικό – για τον Χουβαρδά – τερματισμό του Παναθηναϊκού Σταδίου.

«Ηθελα να αφεθώ σε αυτόν τον μαγικό δρόμο»

Το ίδιο αίσθημα, όχι μόνο για τον τερματισμό μα και για τον Μαραθώνιο της Αθήνας, μοιράζεται και η Μαρία Πολύζου. «Είναι ο κορυφαίος στον κόσμο. Αρκετά δύσκολη διαδρομή, αλλά δεν συγκρίνεται με καμία άλλη. Ολοι οι άλλοι μαραθώνοι είναι αποστάσεις. Στην Αθήνα γίνεσαι κομμάτι της Ιστορίας» εξηγεί. Η παλαίμαχη πρωταθλήτρια των μεγάλων αποστάσεων και κάτοχος του πανελληνίου ρεκόρ μαραθωνίου (2.33.40) μόνο ως ένα ανεκτίμητο δώρο μπορεί να εκλάβει το γεγονός πως ο φετινός αγώνας πραγματοποιείται ανήμερα των γενεθλίων της. Εχοντας διανύσει περισσότερα από 400 χιλιάδες χιλιόμετρα στη ζωή της η Πολύζου λέει πως πλέον έχει κερδίσει ξανά τη χαρά του τρεξίματος. Εκείνη που ένιωσε από την πρώτη κιόλας φορά που έτρεξε στην εφηβεία της.

«Ξεκίνησα να τρέχω στα 12 μου. Πήγαινα στην Α’ Γυμνασίου. Ηταν αυτό που λέμε έρωτας με την πρώτη ματιά. Ηδη στους δυο-τρεις μήνες που έτρεχα κατάφερα να ανέβω στο βάθρο. Είχα ταλέντο αλλά είχα και πειθαρχία, στόχους και όνειρα. Το 1984 έβαλα για πρώτη φορά στόχο να τρέξω τον μαραθώνιο. Ημουν 15 ετών. Και το κατάφερα. Το 1996 έγινα η πρώτη Ελληνίδα που αγωνίστηκε σε Ολυμπιακούς Αγώνες στον μαραθώνιο» λέει.

«Με την ίδια χαρά που είχα όταν ξεκινούσα, δένω τα κορδόνια μου και φεύγω κάθε πρωί στους δικούς μου δρόμους. Είναι η αυτοθεραπεία μου. Σωματικά, ψυχικά, πνευματικά» – Μαρία Πολύζου

Το ίδιο κομβικός για εκείνην ήταν και ο πρώτος μαραθώνιος της ζωής της, στον οποίο, όπως αφηγείται έτρεξε σχεδόν απροπόνητη.

«Ο πρώτος μου μαραθώνιος ήταν χωρίς προπόνηση. Δεν είχα τρέξει ποτέ πάνω από 20 χιλιόμετρα. Ομως η επιμονή μου έπεισε τον προπονητή μου να με αφήσει. Θυμάμαι ήταν στο πανελλήνιο πρωτάθλημα στις Σέρρες και ο αγώνας έγινε υπό 42oC. Ημουν σχεδόν 18 ετών. Μια πιτσιρίκα στην εκκίνηση με αθλήτριες πολύ μεγαλύτερες από μένα. Αλλά είχα πάθος για αυτό το αγώνισμα. Ηθελα να αφεθώ σε αυτό τον μαγικό δρόμο των 42.195 μέτρων. Τερμάτισα δεύτερη. Την αμέσως επόμενη χρονιά συνέτριψα το πανελλήνιο ρεκόρ και στα 20 μου το έσπασα ξανά. Για μένα το πιο σημαντικό κι από τα ρεκόρ και τις επιδόσεις είναι το αποτύπωμα που αφήνει ο μαραθώνιος μέσα σου. Είναι μια άσκηση με τον εαυτό σου» επισημαίνει.

Και αυτή την άσκηση η ίδια την επαναλαμβάνει καθημερινά τόσο με τους αθλητές που προπονεί όσο και με τον εαυτό της: «Με την ίδια χαρά που είχα όταν ξεκινούσα, δένω τα κορδόνια μου και φεύγω κάθε πρωί στους δικούς μου δρόμους. Είναι η αυτοθεραπεία μου. Σωματικά, ψυχικά, πνευματικά. Το τρέξιμο είναι πολλά παραπάνω από απλώς αμέτρητα χιλιόμετρα των ποδιών πάνω στην άσφαλτο».

«Ολοι μπορούμε, αρκεί να το θέλουμε»

Θα μπορούσε ακόμα να παρατηρήσει κανείς πως είναι και το πιο ανοιχτό και συμπεριληπτικό άθλημα. Δεν έχει περιορισμούς, ηλικιακό ταβάνι και δεν απαιτεί παρά ελάχιστα για να το κάνει κανείς – μια φόρμα κι ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια αρκούν.

Ο Πλούταρχος Πουρλιάκας τον ερχόμενο Ιανουάριο θα συμπληρώσει 88 χρόνια ζωής. Γεννημένος στις 7 Ιανουαρίου του 1937, ο δρομέας από την Καστοριά ετοιμάζεται αυτές τις ημέρες με λαχτάρα και προσμονή για τη δωδέκατη συμμετοχή του στον Αυθεντικό Μαραθώνιο της Αθήνας, τον οποίο θα διανύσει παρέα με τον γιο του Πέτρο – πέρυσι τερμάτισαν σε 6 ώρες και 47 λεπτά. Το τρέξιμο είναι για εκείνον μια μάλλον όψιμη συνήθεια, αφού το ξεκίνησε στα 73 του χρόνια. Και, όπως λέει, δεν έχει σκοπό να το εγκαταλείψει στο εγγύς μέλλον.

«Αν κουράζομαι; Καθόλου. Είμαι πάντα 60 κιλά, τρώω λίγο απ’ όλα, δεν κάπνισα ποτέ στη ζωή μου, δεν έκανα ποτέ καταχρήσεις, τρώω 30 κιλά μέλι τον χρόνο και πίνω κάθε μέρα ένα τσιπουράκι. Σαν φάρμακο» – Πλούταρχος Πουρλιάκας

«Ξεκίνησα να τρέχω στα 73 μου. Το σπίτι μου είναι λίγο έξω από την πόλη της Καστοριάς και περιβάλλεται από ένα μεγάλο κτήμα, με το οποίο ασχολούμαι όλη τη μέρα. Με είδε λοιπόν έτσι αεικίνητο ο γιος μου, ο οποίος είναι υπερμαραθωνοδρόμος, και μου είπε «γιατί δεν έρχεσαι να τρέξουμε μαζί;». Από τότε ξεκίνησα τις προπονήσεις και τους αγώνες. Αν κουράζομαι; Καθόλου. Είμαι πάντα 60 κιλά, τρώω λίγο απ’ όλα, δεν κάπνισα ποτέ στη ζωή μου, δεν έκανα ποτέ καταχρήσεις, τρώω 30 κιλά μέλι τον χρόνο και πίνω κάθε μέρα ένα τσιπουράκι. Σαν φάρμακο» λέει ο γηραιότερος (και μάλλον σοφότερος) μαραθωνοδρόμος της φετινής διοργάνωσης.

Ο Πλούταρχος Πουρλιάκας, που με το απόσταγμα σοφίας του επισημαίνει ότι «όλοι μπορούμε να τρέξουμε, αρκεί να το θέλουμε», τρέχει καθημερινά 4 με 5 χιλιόμετρα και μια φορά την εβδομάδα από 10 ως 20, κάθε φορά που τερματίζει την αυθεντική διαδρομή λέει πως σκέφτεται και ευχαριστεί τον Θεό ενώ πάντα στο Παναθηναϊκό Στάδιο τον περιμένουν η σύζυγος και τα εγγόνια του.