Οι απώλειες σε ανθρώπινες ζωές ήταν και παραμένει η απόλυτη μονάδα μέτρησης της επίπτωσης του πανδημικού ιού. Και παρότι ο SARS-CoV-2 έχει πάψει να αποτελεί υγειονομική κρίση, σε καμία περίπτωση δεν έχει εξελιχθεί σε αμελητέα απειλή. Κάθε 24ωρο που περνά, σύμφωνα με τα τελευταία δεδομένα του ΕΟΔΥ, 17 ασθενείς που έχουν μολυνθεί από τον πανδημικό ιό αφήνουν την τελευταία τους πνοή.

Κοιτώντας δε κανείς τη μεγαλύτερη εικόνα, όπως αυτή καταγράφεται από τον χάρτη του Πανεπιστημίου του John Hopkins, η θνητότητα των ασθενών από κορωνοϊό στη χώρα μας παραμένει παγκοσμίως από τις υψηλότερες, παρότι τα νοσοκομεία έχουν πάψει προ πολλού να βρίσκονται σε ασφυκτικό κλοιό. Ενώ όσο πλησιάζουμε στην καρδιά του χειμώνα, οι προβλέψεις κάνουν λόγο για μία ακόμη δύσκολη περίοδο, με τους πλέον ευάλωτους να εισέρχονται πάλι σε μία συνθήκη που κρίνεται αναγκαία η αυξημένη προστασία τους, καθώς στην εξίσωση μπαίνει και η ιός της εποχικής γρίπης.

Σήμα κινδύνου από το ECDC

Το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC) στα τέλη της εβδομάδας εξέπεμψε «σήμα κινδύνου» όταν σημείωνε πως ο πληθυσμός 55 ετών και άνω αποτελεί το περίπου 50% των εισαγωγών στα νοσοκομεία της Γηραιάς Ηπείρου εξαιτίας της γρίπης. Στη χώρα οι ειδικοί εκτιμούν πως μας χωρίζουν μόλις μερικές εβδομάδες από ένα δυναμικό ξέσπασμα. Και ελπίζουν να μην προκύψουν ταυτόχρονες κορυφώσεις (όπως για παράδειγμα της γρίπης και του κορωνοϊού).

Εν τούτοις και όπως υπογραμμίζει μιλώντας στο «Βήμα» η καθηγήτρια Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής του ΕΚΠΑ, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, σήμερα οι θάνατοι από COVID-19 δεν αποτελούν τον κανόνα αλλά την εξαίρεση. «Καθημερινά καταγράφονται κατά μέσο όρο 300 θάνατοι στην Ελλάδα. Από αυτούς οι 100-130 (δηλαδή, περίπου το 40%) οφείλονται σε καρδιαγγειακά νοσήματα και οι 70-80 σε νεοπλασίες (περί το 25%). Αντιθέτως, οι θάνατοι που αποδίδονται στην COVID-19 σύμφωνα με τα τελευταία δεδομένα δεν ξεπερνούν το 5,6%».

Και συνεχίζει: «Η τρέχουσα πανδημία οδήγησε στη μεγαλύτερη μείωση του προσδόκιμου επιβίωσης στις ανεπτυγμένες χώρες, μετά το πέρας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Παρ’ όλα αυτά, με το εμβόλιο, τις διαθέσιμες θεραπείες αλλά και τη συσσωρευμένη εμπειρία σε κλινικό επίπεδο εφεξής η COVID-19 δεν φαίνεται να επηρεάζει σημαντικά το προσδόκιμο ζωής, που στη χώρα μας διαμορφώνεται κατά μέσο όρο στα 80 έτη».

 

Το προφίλ της υγείας των ηλικιωμένων

Εν τω μεταξύ, η «ακτινογραφία» του πληθυσμού, εστιάζοντας στην ηλικία του αλλά και στην κατάσταση της υγεία του, δείχνει πως στην Ελλάδα οι ευάλωτες ομάδες δεν αποτελούν μειονότητα.

Δύο στους δέκα Ελληνες (22%) είναι άτομα άνω των 65 ετών, με τις προβλέψεις να κάνουν λόγο για εκτίναξη στο 30% τις επόμενες τρεις δεκαετίες. Ο ολοένα γηρασμένος πληθυσμός στη χώρα μας – φαινόμενο που συχνά περιγράφεται και ως «δημογραφικό αδιέξοδο» – αυξάνει μοιραία και το ποσοστό των νοσημάτων, καθώς παράλληλα φθείρεται και η υγεία του. Πριν από την πανδημία το 50% των νοσοκομειακών κλινών ήταν κατειλημμένες από ασθενείς άνω των 70 ετών.

Οι ειδικοί δε προειδοποιούν πως το μέλλον καταγράφεται ακόμη πιο δυσοίωνο όσο το ισοζύγιο γεννήσεων – θανάτων παραμένει αρνητικό. «Ποιους θεωρούμε ηλικιωμένους;» είναι το ερώτημα που θέτει ο καθηγητής Καρδιολογίας στην Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ, Κωνσταντίνος Τσιούφης. Παλαιότερα, όπως εξηγεί, οι οδηγίες όριζαν τα 65 έτη ως όριο της φάσης του κύκλου ζωής που ξεκινά το γήρας. Πλέον όμως η τάση είναι να επιμηκύνεται το όριο στα 69 έτη, καθώς παράλληλα επιμηκύνεται και το προσδόκιμο ζωής σε συνδυασμό με τις ιατρικές εξελίξεις.

Επειτα και με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία (καθώς η δημιουργία ενός εθνικού «χάρτη υγείας» παραμένει σε εκκρεμότητα), επιχειρεί να σκιαγραφήσει το προφίλ υγείας των ηλικιωμένων. «Εκτιμάται πως πλέον του 40% των πολιτών 70 ετών και άνω είναι υπερτασικοί. Ενα ποσοστό άνω του 60% πάσχουν από υπερλιπιδαιμία. Επιπρόσθετα, υπολογίζεται πως περίπου το 50% των ατόμων της συγκεκριμένης ηλικιακής ομάδας είναι υπέρβαροι. Οι παραπάνω παράγοντες δημιουργούν τη βάση για την καρδιαγγειακή νόσο» σημειώνει ο κ. Τσιούφης.

«Αναφερόμενος στην ίδια πληθυσμιακή ομάδα, το 5%-10% έχει ιστορικό στεφανιαίας νόσου ενώ πέντε στους 100 έχουν ιστορικό παροδικού ή μονίμου αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου. Επιπλέον ένας στους δέκα διαγιγνώσκεται με καρδιακή ανεπάρκεια (είτε με διατηρημένο κλάσμα εξώθησης είτε με μη διατηρημένο)» συμπληρώνει ο κ. Τσιούφης. Και προσθέτει με νόημα πως πολλοί πάσχουν από περισσότερες της μία νόσους, οι οποίες λειτουργούν αθροιστικά και συνεργικά, με αποτέλεσμα να καταγράφεται αυξημένη νοσηρότητα και κίνδυνος επιπλοκών όταν μολύνονται από ενδημικούς ιούς.

Αυτή είναι άλλωστε και η εικόνα στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) της χώρας. Εκεί οι ασθενείς που νοσηλεύονται και χάνουν τη ζωή τους από ή και με λοίμωξη COVID-19 είναι κατά κανόνα ηλικιωμένοι με συνοδά νοσήματα – για παράδειγμα, με Πάρκινσον, με άνοια, με σοβαρά αιματολογικά προβλήματα, όπως η λευχαιμία κ.ο.κ.  Μοιραία η μόλυνση επιδεινώνει την κατάσταση της υγείας τους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Τα εμβόλια σώζουν αλλά δεν… πείθουν

Και ενώ τα εμβόλια «νέας γενιάς» έναντι των νέων υποπαραλλαγών της Ομικρον υπόσχονται υψηλή προστασία από σοβαρή νόσηση και επιπλοκές, οι πολίτες που ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες δείχνουν στην πράξη σημάδια έντονης κόπωσης και δυσπιστίας. Πιο συγκεκριμένα και σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία σε ό,τι αφορά τους εμβολιασμούς πληθυσμού άνω των 60 ετών έως και την 1η Δεκέμβρη είχαν πραγματοποιηθεί: 2.436.714 εμβολιασμοί 1ης αναμνηστικής δόσης, που αντιστοιχεί στο 79,4% του πληθυσμού της συγκεκριμένης ηλικιακής ομάδας. Επιπλέον,  είχαν εκτελεστεί 892.626 εμβολιασμοί 2ης και 3ης αναμνηστικής δόσης – αριθμός που αναλογεί μόλις στο 29,1%.

Για να διαπιστώσει δε κανείς τους χαμηλούς ρυθμούς με τους οποίους εξελίσσεται η εμβολιαστική εκστρατεία κατά τον τρίτο χρόνο της πανδημίας, αρκεί να συνεκτιμήσει πως στα μέσα του περασμένου Νοέμβρη το αντίστοιχο ποσοστό στην ευάλωτη αυτή ομάδα που είχε λάβει 1η αναμνηστική δόση ήταν 79,3%, ενώ για τις επόμενες (booster) δόσεις 26,1%.

Στα παραπάνω ανησυχητικά δεδομένα προτίθεται και ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο: Περί τα 2 εκατ. αντιγριπικά εμβόλια παραμένουν αδιάθετα στα ψυγεία των φαρμακείων. Αναλυτικότερα και σύμφωνα με πληροφορίες, έως τις αρχές της εβδομάδας στη χώρα μας έχουν πραγματοποιηθεί 2.203.426 αντιγριπικά εμβόλια, ενώ συνολικά έχουν συνταγογραφηθεί 2.460.453. Ειδικά σε ό,τι αφορά τα άτομα άνω των 60 ετών έχουν πραγματοποιηθεί 1.465.826 αντιγριπικά εμβόλια, ενώ έχουν εμβολιαστεί 359.914 άτομα που φροντίζουν ή διαβιούν με άτομα με υποκείμενο νόσημα. Παράλληλα, κατά των ιών της γρίπης έχουν εμβολιαστεί 229.192 ενήλικοι με άσθμα ή άλλες χρόνιες πνευμονοπάθειες.

Οπως εν τούτοις επιμένει η κυρία Ψαλτοπούλου, η απουσία εμβολιασμού αποτελεί σημαντικό κριτήριο αξιολόγησης του  κινδύνου. Και προσθέτει πως σε κάθε περίπτωση η θνητότητα είναι ένα πολυπαραγοντικό φαινόμενο. Στο πλαίσιο αυτό δίνει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: «Συχνά στην τρίτη ηλικία παρατηρείται μία τάση καθυστερημένης αντίδρασης. Οι ενοχλήσεις από άλλα νοσήματα είναι πιθανόν να κάνουν τους ασθενείς να υποεκτιμούν συμπτώματα της COVID-19, με αποτέλεσμα να καθυστερούν να πάνε στο νοσοκομείο. Υπάρχουν συνεπώς και συμπεριφορικοί παράγοντες που οφείλουμε να λαμβάνουμε υπόψη».

Παράλληλα όμως, η τρέχουσα υγειονομική κρίση ανέδειξε μία ακόμη σημαντική «μαύρη τρύπα» στο ελληνικό σύστημα υγείας, που δεν είναι άλλη από την απουσία ενός ισχυρού και συντονισμένου συστήματος Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας.