«Ασφυκτιούν» τα ελληνικά πανεπιστήμια, με το εκπαιδευτικό τους επίπεδο να υποβαθμίζεται διαρκώς από συνεχόμενα λάθη της πολιτείας. Στα πανεπιστήμια μπαίνουν σε ένα ποσοστό 70% περισσότεροι φοιτητές από όσους μπορούν να εκπαιδεύσουν (αποτέλεσμα της διαρκούς αύξησης του αριθμού των εισακτέων τους). Η χρηματοδότησή τους επί σειρά ετών μειώθηκε τραγικά και η αναλογία φοιτητών – διδασκόντων έφτασε στο 44/1 (δηλαδή σε καθένα διδάσκοντα αναλογούν 44 φοιτητές). Μόνο το 50% των φοιτητών τελειώνει τις σπουδές του σε προβλεπόμενο χρόνο, ενώ οι «αιώνιοι» φοιτητές έχουν… ανακάμψει και σήμερα αποτελούν το 37%.
Η Ελλάδα, αν και κατέχει το μεγαλύτερο ποσοστό πανευρωπαϊκά πτυχιούχων της ανώτατης εκπαίδευσης συγκριτικά με τον πληθυσμό της (6,58%), ωστόσο παραμένει η χώρα με το μεγαλύτερο ποσοστό φοιτητών που σπουδάζει στο εξωτερικό (0,34%) από όλες της χώρες της ΕΕ, αλλά και μια χώρα αδιάφορη για σπουδές από ξένους φοιτητές.
Στον αντίποδα υπάρχει η ηρωική παρουσία των καθηγητών τους, που ενάντια στις αντίξοες συνθήκες κρατούν το ερευνητικό επίπεδο σε υψηλές θέσεις σε σύγκριση με άλλες χώρες της ΕΕ.
Τα παραπάνω είναι τα συμπεράσματα της έκθεσης της ΑΔΙΠ (Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην ανώτατη εκπαίδευση) για το 2107, η οποία και παραδόθηκε στον Πρόεδρο της Βουλής το μεσημέρι της Παρασκευής και περιγράφει τα μεγάλα προβλήματα των ΑΕΙ της χώρας: Μειωμένη χρηματοδότηση, μεγάλος αριθμός φοιτητών, μεγάλη αναλογία φοιτητών ανά διδάσκοντα, παρατεταμένη διάρκεια σπουδών για το 42% («αιώνιοι» και φοιτητές που απλά καθυστερούν να τελειώσουν τις σπουδές τους), αδυναμία προσέλκυσης φοιτητών και διδακτικού προσωπικού από το εξωτερικό και δυσκολίες ανάπτυξης αποτελεσματικών διοικητικών υπηρεσιών.
Οπως προκύπτει από τα συμπεράσματα της ΑΔΙΠ για το 2017:
Μόνο οι μισοί φοιτητές των ελληνικών πανεπιστημίων ολοκληρώνουν τις σπουδές τους στο προβλεπόμενο όριο σπουδών (ν έτη), ενώ ένα 37% είναι οι «αιώνιοι» (έχουν δηλαδή ξεπεράσει τα ν+2 έτη). Από αυτούς δεν παίρνουν… εύκολα πτυχίο οι φοιτητές των διοικητικών και νομικών επιστημών (47%), των ανθρωπιστικών επιστημών και τεχνών (46%) και των φυσικών επιστημών (45%). Πιο σοβαρά έχουν πάρει τις σπουδές τους οι φοιτητές των ιατρικών και πολυτεχνικών σχολών και της εκπαίδευσης.
Στα πανεπιστήμια υπερκαλύπτονται οι δυνατότητες διδασκαλίας καθώς δέχονται περισσότερες θέσεις από εκείνες που μπορούν να εκπαιδεύσουν κατά ένα ποσοστό 70%. Δηλαδή εισάγονται ετησίως 70 περισσότεροι φοιτητές από τους 100 που μπορεί να εκπαιδεύσει ένα τμήμα. Οι απόφοιτοι των πανεπιστημίων είναι ετησίως το 15% του συνόλου των ενεργών φοιτητών.
Οι άριστοι απόφοιτοι των πανεπιστημίων, με βαθμό πτυχίου άνω του 18, είναι το 18% του συνόλου των φοιτητών.
Η χώρα μας έχει το υψηλότερο ποσοστό άνεργων πτυχιούχων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ηλικίας 25-25 ετών (28%) σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Το 2000-2016 το ποσοστό των άνεργων πτυχιούχων στη χώρα μας αυξήθηκε κατά 10% με τις περισσότερες χώρες της ΕΕ να μειώνουν τα αντίστοιχα ποσοστά τους (Σλοβενία, Δανία και Ιταλία βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο με την Ελλάδα).
Η Ελλάδα, σε σχέση με τον πληθυσμό της, έχει ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά φοιτητών που σπουδάζουν στο εξωτερικό (0,34%) ενώ δεν περιλαμβάνεται στις χώρες που προσελκύουν φοιτητές από άλλες χώρες. Οι ΗΠΑ αποτελούν σήμερα τη νούμερο ένα χώρα υποδοχής φοιτητών σε όλον τον κόσμο, με 900.000 φοιτητές από άλλες χώρες να σπουδάζουν στα πανεπιστήμιά της το 2016. Ακολουθούν το Ηνωμένο Βασίλειο και η Αυστραλία.
Στους διδάσκοντες στα ΑΕΙ η Ελλάδα έχει το μεγαλύτερο ποσοστό ανδρών (66,2%), ενώ στις άλλες χώρες της ΕΕ τα ποσοστά ανά φύλο δείχνουν μεν υπεροχή των ανδρών 57,60% έναντι 42,60% των γυναικών.
Η Ελλάδα έχει γερασμένο καθηγητικό προσωπικό. Σε καθηγητές κάτω των 35 ετών το ποσοστό της χώρας μας είναι μόνο 3,48% σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, με τελευταία στη σχετική κατάταξη τη Σλοβενία που έχει 3,05%.
Στη χώρα μας η ανώτατη εκπαίδευση έχει τον «υψηλότερο κίνδυνο» καθώς αντιμετωπίζει ταυτόχρονα μείωση της χρηματοδότησής της, αύξηση του αριθμού των φοιτητών και μείωση των διδασκόντων. Ωστόσο το 2017 η δημόσια χρηματοδότησή της αυξήθηκε κατά 8% σε σχέση με το 2016.
Πάνω από το 30% των αναγκών των πανεπιστημίων δεν καλύπτεται από την κρατική χρηματοδότηση αλλά από άλλους πόρους (ειδικοί λογαριασμοί έρευνας, δίδακτρα μεταπτυχιακών, παροχή υπηρεσιών εργαστηρίων, δωρεές κ.λπ.).
Η Ελλάδα είναι λίγο πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ σε πληθυσμό στην ανώτατη εκπαίδευση. Η πρώτη χώρα στην κατάταξη με τους περισσότερους πτυχιούχους ανώτατης εκπαίδευσης είναι η Κορέα (70%), με την Ελλάδα στο 41% και τελευταίο το Μεξικό με 22%. Το υψηλότερο ποσοστό φοιτητών με διδακτορικούς τίτλους καταγράφθηκε το 2017 στο Λουξεμβούργο (8,78%) και στο Λίχτενσταϊν (18,34%). Η Ελλάδα εδώ έχει ένα 4,68% (με τη Γερμανία στο 6,47% και τη Σουηδία στο 4,86%).
Στις 28 χώρες της ΕΕ με 6,58% κατέχει την υψηλότερη θέση ως προς την αναλογία φοιτητών στο σύνολο του πληθυσμού (πολύ πάνω από τον ευρωπαϊκο μέσο όρο 3,84%). Δεύτερη η χώρα μας μετά την Κροατία.
Ο τομέας υγείας πρώτος στην απασχόληση
Στην προτίμηση αντικειμένου σπουδών η Ελλάδα ακολουθεί τον ευρωπαϊκό μέσο όρο επιλέγοντας διοίκηση επιχειρήσεων πρώτο και μετά επιστήμες μηχανικών και μεταποίησης. Στη χώρα μας όμως οι ανθρωπιστικές επιστήμες έρχονται τρίτες σε σειρά προτίμησης έναντι των επιστημών υγείας που έρχονται τρίτες στον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Στην Ελλάδα ωστόσο, το μεγαλύτερο ποσοστό απασχόλησης πτυχιούχων είναι ακριβώς στις επιστήμες υγείας (77%), με δεύτερη την εκπαίδευση (73%) και τελευταίες τις ανθρωπιστικές επιστήμες (65%).
Το μεγαλύτερο ποσοστό φοιτητών βρίσκεται στα πανεπιστήμια της χώρας (68%), ενώ στα ΤΕΙ φοιτούν λιγότεροι φοιτητές (32%). Το μεγαλύτερο ποσοστό των προγραμμάτων σπουδών των ελληνικών ανωτάτων ιδρυμάτων βρίσκεται στην επιστημονική περιοχή των ανθρωπιστικών σπουδών και των τεχνών (21%) και ακολουθούν οι μηχανικοί και η μεταποίηση (19%). Ποσοστό 13% έχουν οι οικονομικές, κοινωνικές και φυσικές επιστήμες.