Εξι μήνες πριν πεθάνει, ο 60χρονος Γ. Π., εύπορος έμπορος από τη Θεσσαλονίκη, κλήθηκε να κάνει μια δύσκολη συζήτηση με τον γιατρό του. Θα μπορούσε κάποιος να χαρακτηρίσει ως μια μορφή παραίτησης, σχεδόν προγραμματισμένης αυτοκτονίας, την απόφασή του να μη λάβει καμία απολύτως θεραπεία για τον ήδη προχωρημένο καρκίνο που διαγνώστηκε στο σώμα του, αλλά να ζήσει τους τελευταίους μήνες της ζωής του χωρίς χημειοθεραπείες, ακτινοβολίες, εξάντληση, αναμονή για την επιλογή του κατάλληλου φαρμάκου, νέο κύκλο εξετάσεων ή όχι. Ετσι έκανε.
Τις τελευταίες εβδομάδες της ζωής του τις πέρασε στο πολυτελές δωμάτιο ενός νοσοκομείου με μοναδική επιθυμία να μην αφήσουν την πρώην σύζυγό του να τον δει πριν πεθάνει για να μην έχει εικόνα της φθοράς του. Εκείνη ωστόσο τα κατάφερε και μπήκε στο δωμάτιό του λίγο πριν αφήσει την τελευταία του πνοή. Τον είδε, έκλαψαν, συγχώρεσαν ο ένας τον άλλο για τα λάθη μιας ολόκληρης ζωής και ο ίδιος έφυγε ήρεμος και ανακουφισμένος.
Την ιστορία διηγείται στο «Βήμα» ο νεαρός νοσοκόμος που παρακολουθούσε τον ασθενή, ο οποίος περιγράφει τον βαθμό που τον συγκλόνισε η εμπειρία αλλά και τον έκανε να αρχίσει να σκέφτεται την ιδέα του θανάτου ελαφρύτερη όταν υπάρχει αγάπη.
Η τελική απόφαση
Η υπόθεση αυτή βεβαίως αποκαλύπτει ότι δεν είναι λίγες οι φορές κατά τις οποίες οι γιατροί, σε συνεννόηση πάντα με την οικογένεια ασθενών σε προχωρημένο στάδιο ανίατων παθήσεων, αποφασίζουν τελικά μόνοι τους να μπουν σε διαδικασίες επίσπευσης του θανάτου τους όταν όλες οι ελπίδες έχουν εξανεμιστεί.
Η παύση της μηχανικής υποστήριξης ή λήψης αγωγής και η χορήγηση πολύ ισχυρών παυσίπονων (οπιοειδών) είναι μια πρακτική. Και αυτό σε συνεννόηση με τον ίδιο τον ασθενή, καθώς το αντίθετο θα δημιουργούσε σκέψεις περί τέλεσης εγκληματικών πράξεων.
Με τις διεθνείς εξελίξεις στο θέμα να τρέχουν, η Ελλάδα μπαίνει στην παγκόσμια κοινωνική και πολιτική συζήτηση περί υποβοηθούμενης αυτοκτονίας με ένα μεγάλο βάρος: την έλλειψη οργανωμένων δομών παρηγορητικής – ανακουφιστικής φροντίδας, κάτι που καταδικάζει πολλούς ασθενείς τελικού σταδίου ή ασθενείς που είναι ανίκανοι λόγω χρόνιου προβλήματος να αυτοεξυπηρετηθούν (σε κώμα ή με έλλειψη νοητικών λειτουργιών) να βιώνουν έναν πραγματικό γολγοθά στη διαχείριση της τελευταίας περιόδου της ζωής τους.
Δεν είναι λίγες οι φορές που ασθενείς σε τελικά στάδια μιας νόσου, με συνειδητοποιημένη – ή και όχι – την πορεία προς το τέλος, παραιτούνται από την ψευδαίσθηση της ελπίδας και αναλογίζονται την αξιοπρέπεια της εξόδου από τη ζωή. Συντροφιά των ασθενών αυτών, που βρίσκονται λίγο πριν από το τέλος της ζωής τους, συνήθως είναι το προσωπικό ενός νοσηλευτικού ιδρύματος ή ένας φροντιστής. Οι συνάνθρωποί μας που ανήκουν στις παραπάνω κατηγορίες δεν είναι λίγοι. Υπολογίζονται σε πάνω από 3.000-4.000 κάθε χρόνο.
Οπως αναφέρει στο «Βήμα» έλληνας ογκολόγος ο οποίος έχει διαχειριστεί πολλά περιστατικά ασθενών σε μια δραματική τελική ευθεία προς τον θάνατο, «ουσιαστικά, όταν φτάνεις στο σημείο να επιβαρύνεσαι για να φύγεις από τη ζωή, αυτό σημαίνει δύο πράγματα. Το πρώτο είναι η αποτυχία της υποστηρικτικής – ανακουφιστικής αγωγής, που οδηγεί στον πόνο και ενδεχομένως στην αφόρητη μοναξιά σε ένα κρεβάτι. Αυτό στην Ελλάδα είναι μέγιστο θέμα, καθώς δεν έχει προχωρήσει πολύ αυτή η νομοθεσία. Το δεύτερο είναι η έλλειψη της αυτονομίας. Στα παραπάνω πρέπει να αναζητήσουμε την ισορροπία».
Χωρίς υποστήριξη
Η τοποθέτησή του θίγει βεβαίως ακριβώς το σημαντικό κενό που υπάρχει στην Ελλάδα και το οποίο έχει να κάνει με το ζήτημα της παρηγορητικής – ανακουφιστικής φροντίδας. Το στάδιο εκείνο όπου συγκεκριμένες δομές και επιστήμονες υγείας αναλαμβάνουν να εξασφαλίσουν τις καλύτερες συνθήκες για τον ασθενή που οδεύει προς το τέλος του.
Δυστυχώς, παρά τις εξαγγελίες ήδη από το 2019, τη σχετική μελέτη που είχε γίνει από το Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος και το νομοσχέδιο που έχει ψηφιστεί από το 2022, δεν έχει γίνει σχεδόν τίποτα προς αυτή την κατεύθυνση. Οι ασθενείς προσπαθούν να βρουν ανακούφιση σε ιατρεία πόνου, ενώ η οικογένεια είναι αυτή που επιβαρύνεται από την υποχρέωση της φροντίδας εντός βαριά ασθενούς.
«Το DNA μας δεν διαφέρει πουθενά από το DNA των υπόλοιπων Ευρωπαίων» επισημαίνει επιστήμονας εντατικολογίας υψηλού κύρους στο «Βήμα», θέλοντας με τον τρόπο αυτόν να τονίσει ότι η Ελλάδα διατηρεί ως ένα αναχρονιστικό ταμπού το ζήτημα της ανακούφισης και της λύτρωσης μέσω του υποβοηθούμενου θανάτου. Ο ίδιος τονίζει πως δυστυχώς δεν θέλουμε να αναφερθούμε στο θέμα ούτε καν σε περιπτώσεις που έχουν να κάνουν και με τα περιστατικά δωρεάς οργάνων, όπου εντοπίζονται διαφορές μεταξύ εγκεφαλικού και καρδιακού θανάτου.
«Δυστυχώς στην Ελλάδα το θέμα αυτό δεν θέλει κανείς να το αγγίξει καθώς μπορεί να επιφέρει σημαντικές αντιδράσεις, αφού η ελληνική κοινωνία δεν είναι προετοιμασμένη για κάτι τέτοιο» λέει χαρακτηριστικά.
Από την πλευρά του έλληνας χειρουργός, ο οποίος έχει δει επίσης βαριές, μη αναστρέψιμες περιπτώσεις ασθενών, στέκεται στο ότι ακόμη και η διαδικασία διαμόρφωσης θεσμικού πλαισίου βρίσκει αντίθετη μεγάλη μερίδα της ελληνικής κοινωνίας, της νομοθετικής και δικαστικής λειτουργίας. «Ιδεοληψίες και παλιές νοοτροπίες μάς απομακρύνουν από την έναρξη του διαλόγου» αναφέρει.