Την ώρα που το πρόβλημα της βίας στον χώρο των ανηλίκων σοκάρει και οι καταγγελίες στη χώρα μας αλλά και άλλες χώρες του πλανήτη διαδέχονται η μία την άλλη, στη Δανία το φαινόμενο είναι σε ύφεση τα τελευταία 20 χρόνια. Κι αυτό διότι με παρότρυνση του κράτους, ερευνητές που ειδικεύονται στον σχολικό εκφοβισμό σχεδιάζουν αντι-μπούλινγκ στρατηγικές βασιζόμενοι αποκλειστικά σε επιστημονικά δεδομένα.
Μία από αυτούς είναι και η Χέιλ Ράμπολ Χάνσεν (Helle Rabøl Hansen), δικηγόρος με ειδίκευση στην Ψυχολογία της Μάθησης και ερευνήτρια εκφοβισμού, που τα τελευταία 16 χρόνια σχεδιάζει στρατηγικές που εφαρμόζονται στα σχολεία της χώρας. Η ίδια μιλά στο «Βήμα» για τους λόγους που η Δανία έχει από τα χαμηλότερα ποσοστά μπούλινγκ στην Ευρώπη (12%) και σχολιάζει τα μέτρα αντιμετώπισης της ελληνικής πολιτείας.
Η εκμάθηση ενσυναίσθησης στη Δανία είναι υποχρεωτική από το 1993. Πιστεύετε πως αυτό παίζει κάποιον ρόλο στα χαμηλά ποσοστά μπούλινγκ που σημειώνει η χώρα σας;
«Φυσικά. Μέσα από την έρευνα φαίνεται ξεκάθαρα ότι αυτό έχει θετικό αντίκτυπο. Το μάθημα αυτό δίνει την ευκαιρία στους μαθητές από πολύ μικρή ηλικία να ακούν τα προβλήματα των άλλων, να δουλεύουν σε ομάδες και να διδάσκονται την αξία της ενσυναίσθησης, της αμοιβαίας υποστήριξης και του σεβασμού στον διπλανό τους».
Ποιοι άλλοι παράγοντες συνετέλεσαν στη μείωση των περιστατικών εφηβικής βίας στη χώρα σας;
«Πρώτα απ’ όλα, άλλαξε η αντίληψή μας γύρω από το μπούλινγκ και η αλλαγή αυτή ήλθε μέσα από έρευνες που κάναμε και οι οποίες έδειξαν ότι ο εκφοβισμός δεν έχει να κάνει με την προσωπικότητα κάποιου. Το μπούλινγκ είναι μια κοινωνική διαδικασία που δίνει σε όσους το ασκούν το αίσθημα ότι ανήκουν κάπου. Μετά την παρουσίαση των ευρημάτων μας στην UNESCO, επαναπροσδιορίστηκε επίσημα ο ορισμός του μπούλινγκ. Κατά τη διάρκεια της έρευνας, είδαμε ότι σε μια αίθουσα ο εκφοβισμός μπορεί να ήταν έντονος και στη διπλανή να μην υπήρχε καθόλου ως φαινόμενο ενώ τα παιδιά είχαν το ίδιο οικογενειακό και ψυχοσυναισθηματικό υπόβαθρο. Κάποιος μαθητής μπορεί να είναι επιθετικός επειδή αισθάνεται ότι το περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί στη σχολική τάξη είναι αδύναμο. Ετσι, νιώθει την ανάγκη να δημιουργήσει ένα άλλο περιβάλλον και ο εκφοβισμός είναι ένα «μικρο-περιβάλλον»».
Ποιος είναι ο ρόλος του δασκάλου σε αυτή την περίπτωση;
«Τεράστιος. Το επάγγελμα του δασκάλου σήμερα είναι το σημαντικότερο όλων. Ο δάσκαλος έχει τη δύναμη να αποβάλει έναν μαθητή που ασκεί μπούλινγκ ή να καλλιεργήσει ένα περιβάλλον συμπερίληψης και σεβασμού μέσα στην αίθουσα. Τι πιστεύετε ότι είναι πιο αποτελεσματικό; Στη Δανία δημιουργήσαμε εκπαιδευτικά προγράμματα που εφοδιάζουν τους δασκάλους με γνώσεις κοινωνικής ψυχολογίας και εκφοβισμού. Μου φαίνεται αδύνατον να είναι κάποιος δάσκαλος χωρίς αυτά τα εφόδια».
Πώς αντιδρούν λοιπόν οι δάσκαλοι σε περιστατικά εκφοβισμού;
«Συμβουλεύουμε τους δασκάλους να μην τιμωρούν τους μαθητές. Σαφώς πρέπει να υπάρχουν συνέπειες για μια κακή συμπεριφορά, όπως προειδοποιήσεις ή στη χειρότερη περίπτωση αλλαγή σχολείου. Πριν όμως από αυτό, οι δάσκαλοι εργάζονται πάνω στις αξίες της ενσυναίσθησης και της συλλογικότητας μέσα στην τάξη μαζί με όλα τα παιδιά και αυτό δημιουργεί αίσθημα ασφάλειας στους μαθητές και σιγά-σιγά την αίσθηση ότι ανήκουν σε μια κοινότητα. Είναι σημαντικό να επισημάνω ότι πριν από 16 χρόνια το υπουργείο Παιδείας συνέστησε σε όλα τα σχολεία της χώρας να θέσουν ως προτεραιότητα την εξάλειψη του εκφοβισμού. Είναι εξαιρετικά σημαντικό και αποτελεσματικό να λαμβάνονται μέτρα που στηρίζονται σε επιστημονικά δεδομένα».
Στην Ελλάδα ανακοινώθηκαν πρόσφατα μέτρα κατά του σχολικού εκφοβισμού που περιλαμβάνουν τη φυλάκιση των γονέων καθώς και τη χρήση εφαρμογής που θα επιτρέπει στα θύματα να καλούν αμέσως την αστυνομία. Εκτιμάτε πως τα συγκεκριμένα μέτρα θα φέρουν αποτέλεσμα;
«Κατηγορηματικά όχι. Πρόκειται για τιμωρητική και εκδικητική μεταχείριση. Είναι σαν να κλείνει κανείς τα μάτια στις αιτίες του μπούλινγκ. Δεν υπάρχουν έρευνες που να αποδεικνύουν πως τέτοια μέτρα θα φέρουν αποτέλεσμα. Πρέπει μέσα στο περιβάλλον της σχολικής αίθουσας να καλλιεργηθεί η ιδέα της αλληλεγγύης, η σημασία τού να ρωτάμε τον διπλανό μας αν είναι καλά, αν χρειάζεται κάτι και να σεβόμαστε τον συνάνθρωπό μας ανεξαρτήτως βάρους, χρώματος, φύλου και οικονομικής κατάστασης. Οπως διδάσκονται τα Μαθηματικά, η Γεωγραφία και τα υπόλοιπα μαθήματα, έτσι πρέπει να διδάσκονται κι αυτά. Να δίνεται η ίδια βαρύτητα. Επίσης απαιτείται ιδιαίτερη μέριμνα για σχολεία οικονομικά ασθενέστερων περιοχών διότι η φτώχεια επιδεινώνει το πρόβλημα. Τα παιδιά φτωχών οικογενειών έχουν ανάγκη την ευημερία ενός σχολικού περιβάλλοντος, να αισθάνονται ότι κάποιος τα καταλαβαίνει».
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης φαίνεται πως άλλαξαν τον τρόπο άσκησης εκφοβισμού. Πλέον αρκετοί έφηβοι εκθέτουν τους συμμαθητές τους στο Διαδίκτυο ανεβάζοντας κοροϊδευτικά βίντεο ή διαδίδοντας για αυτούς ψευδείς πληροφορίες.
«Το Διαδίκτυο ένα πολύ αποτελεσματικό εργαλείο που μπορεί να κάνει τα πράγματα αρκετά χειρότερα αλλά δεν αποτελεί την αιτία του μπούλινγκ. Πολλές φορές οι γονείς λόγω ηθικού πανικού απαγορεύουν στα παιδιά να χρησιμοποιούν το Ιντερνετ ή θέτουν όρους σχετικά με τις ώρες χρήσης του. Ξεχνούν όμως την έννοια της δημοκρατίας. Χρειάζεται διάλογος με τα παιδιά, όχι απαγορεύσεις ή περιοριστικοί κανόνες. Ερωτήσεις του τύπου: «Θεωρείς ότι είναι δίκαιο να είσαι τόσες ώρες στο Ιντερνετ;», ή «Αφού γνωρίζουμε πως δεν είναι καλό για τα μάτια να είναι κανείς όλη μέρα πάνω από την οθόνη του τηλεφώνου, τι άλλο θα ήθελες να κάνεις αντί γι’ αυτό;» μπορούν να εμπλέξουν τα παιδιά στη διαδικασία της λήψης αποφάσεων και να αισθανθούν ότι είναι μέρος αυτής της διαδικασίας».
Ο εγκλεισμός λόγω της COVID-19 έπαιξε κάποιον ρόλο;
«Η πανδημία σίγουρα χειροτέρεψε την κατάσταση καθώς οι έφηβοι ένιωθαν μόνοι και απομονωμένοι. Είναι δύσκολο και σκληρό για έναν έφηβο να τον αποκόβεις από τους συνομηλίκους του. Το πρόβλημα έγινε απλά χειρότερο λόγω του εγκλεισμού, δεν δημιουργήθηκε εξαιτίας αυτού».