Η 54χρονη Β.Γ. διαγνώστηκε πρόσφατα με σοβαρή διαταραχή του στομάχου, η οποία απαιτούσε μια γρήγορη απεικονιστική εξέταση του προβλήματός της.

Το παραπεμπτικό της εκδόθηκε από τον ΕΟΠΥΥ. Στην πρώτη προσπάθειά της να κλείσει ραντεβού για την εξέτασή της σε ένα ιδιωτικό διαγνωστικό κέντρο η απάντηση ήταν ότι τα διαθέσιμα ραντεβού δίνονταν για περίπου έναν μήνα αργότερα. Τηλεφώνησε σε 4 διαφορετικά κέντρα. Οι καθυστερήσεις έφθασαν τον ενάμιση μήνα ενώ σε ένα από αυτά την ενημέρωσαν ότι θα πρέπει να περιμένει δύο μήνες. «Για την εκτέλεση του παραπεμπτικού σας από τον ΕΟΠΥΥ, το επόμενο διαθέσιμο ραντεβού για υπέρηχο προγραμματίζεται για αρχές Φεβρουαρίου του 2025…».

«Πληρώστε από την… τσέπη σας»

Φυσικά, η δυνατότητα να κάνει το ραντεβού της ιδιωτικά της επισημάνθηκε. Σε αυτή την περίπτωση θα μπορούσε να το κάνει αμέσως την επόμενη ημέρα. Αλλά θα έπρεπε να καλύψει η ίδια το ποσό της εξέτασης.

Η έρευνα του «Βήματος» που ξεκίνησε μετά τη συνομιλία με την ίδια κατέληξε στα ίδια συμπεράσματα. Οι καθυστερήσεις (συχνά μηνών) των εξετάσεων σε ιδιωτικά ή άλλα διαγνωστικά κέντρα είναι μια καθημερινότητα για τους εκατοντάδες ασφαλισμένους που ζητούν την εκτέλεση ενός απλού παραπεμπτικού.

Ταυτόχρονα, οι καθυστερήσεις είναι μεγάλες και για τις επισκέψεις σε ιατρούς του ιδιωτικού τομέα που δέχονται με ραντεβού ασφαλισμένους του ΕΟΠΥΥ.

Ετσι, στον δρόμο της… δωρεάν υγείας, οι ασθενείς βρίσκονται συχνά μπροστά στην επιλογή (όσοι έχουν επιλογή) της ιδιωτικής κάλυψης του κόστους των περισσότερων εξετάσεων. Κάτι το οποίο φυσικά και συμφέρει τα διαγνωστικά κέντρα αλλά τελικά έμμεσα και τον ίδιο τον ΕΟΠΥΥ, ο οποίος δεν επιβαρύνεται με τα κόστη αποζημίωσης.

Σε συνομιλία του με «Το Βήμα» εκπρόσωπος μεγάλου ιατρικού διαγνωστικού κέντρου δεν αρνήθηκε ότι υπάρχουν καθυστερήσεις και μεγάλες αναμονές, ειδικά δε όταν πρόκειται για εξετάσεις που αφορούν υπερήχους.

Οπως ανέφερε, «υπάρχει αφενός μεγάλη ζήτηση, αφετέρου περιορισμένο επιστημονικό προσωπικό, το οποίο δεν έχει τον χρόνο να ασχοληθεί με μια ιδιαίτερα χαμηλά αποζημιούμενη ιατρική πράξη». «Οι δε επιστήμονες που θα ασχοληθούν με τη συγκεκριμένη εξέταση πραγματοποιούν και μια σειρά άλλων και ο χρόνος δεν επαρκεί, ειδικά όταν δεν αμείβεται λογικά» κατέληξε ο ίδιος.

Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ακόμη το γεγονός ότι η διατίμηση των εξετάσεων, δηλαδή ο κρατικός τιμοκατάλογος με βάση τον οποίο κοστολογούνται και αποζημιώνονται οι εξετάσεις, δεν έχει ανανεωθεί εδώ και πλέον των τριών δεκαετιών. Σε πολλές περιπτώσεις δε, οι τιμές είναι δραματικά χαμηλές και αποτελούν βασικό αντικίνητρο σε έναν επιστήμονα υγείας.

Αύξηση 80% στις διαγνωστικές εξετάσεις

Κάθε χρόνο στην Ελλάδα διενεργούνται εκατομμύρια διαγνωστικές εξετάσεις, η πλειονότητα των οποίων είναι μικροβιολογικές (εξετάσεις βιολογικών υλικών). Οπως λέει ο προϊστάμενος Διεύθυνσης Στρατηγικού Σχεδιασμού του ΕΟΠΥΥ Σπύρος Γούλας, «το 2024 περίπου 47.000 ενεργοί ιατροί συνταγογραφούν μέσω της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης από ένα «καλάθι» 886 διαγνωστικών εξετάσεων που αποζημιώνει ο ΕΟΠΥΥ, εκδίδουν ένα παραπεμπτικό και κάθε ασφαλισμένος, δικαιούχος του ΕΟΠΥΥ, αναζητεί την εκτέλεσή του μέσα από ένα δίκτυο 3.900 παρόχων σε όλη τη χώρα. Οι πάροχοι αυτοί μπορεί να είναι διαγνωστικά εργαστήρια, όπως βιοπαθολογικά,  απεικονιστικά, πυρηνικής ιατρικής. Μπορεί να είναι και γιατροί, οι οποίοι στο ιατρείο τους εκτελούν διαγνωστικές πράξεις ή μπορεί να είναι ακόμη και τα εξωτερικά διαγνωστικά εργαστήρια ιδιωτικών κλινικών που βλέπουν εξωτερικούς ασθενείς».

Την τρέχουσα  χρονιά ο αριθμός των διαγνωστικών εξετάσεων φαίνεται να κλείνει στις 170.000.000, έναντι των 95.000.000 το 2016 (αύξηση 80%), ενώ η αξία αυτών εκτιμάται ότι θα φθάσει στα 900 εκατ. ευρώ από 450 εκατ. ευρώ πριν από 8 χρόνια, με τον ΕΟΠΥΥ να καλύπτει μόνο τα 489 εκατ. ευρώ.

Οπως επισημαίνει ο πρόεδρος του Πανελλήνιου Συνδέσμου Ιατρικών Διαγνωστικών Κέντρων (ΠΑΣΙΔΙΚ) Ιωάννης Καραμηνάς, «τα τελευταία χρόνια με την απαξίωση των αμοιβών των απεικονιστικών εξετάσεων από τον ΕΟΠΥΥ με την επιβολή των μηχανισμών απομείωσης του κόστους υπάρχει άρνηση των νέων ιατρών να πάρουν την εξειδίκευση του Ακτινοδιαγνώστη.

Αρκετοί από τους εξειδικευμένους μετανάστευσαν σε χώρες του εξωτερικού και οι εναπομείναντες επιθυμούν να ασχοληθούν με τις διαγνώσεις αξονικών και μαγνητικών τομογραφιών γιατί επιτυγχάνουν καλύτερες αμοιβές από το να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στους υπερήχους σώματος και αγγείων.

Αποτέλεσμα είναι οι πολίτες να ταλαιπωρούνται. Η αναμονή στον ιδιωτικό τομέα κινείται από 20 ημέρες το λιγότερο έως και 2 μήνες το μέγιστο. Στις δημόσιες δομές είναι ακόμα μεγαλύτερες οι αναμονές. Την ίδια στιγμή οι ασφαλιστικές εταιρείες για την εξυπηρέτηση των ασφαλισμένων τους απαιτούν άμεσα εξυπηρέτηση και αμείβουν με καλύτερες τιμές τους υπερήχους. Ετσι, πολλοί πάροχοι διατηρούν ζώνες στα ραντεβού τους για να εξυπηρετήσουν τα περιστατικά αυτά και αν δεν συμπληρωθούν, διαθέτουν τα ραντεβού αυτά στην ιδιωτική τους πελατεία».

Μιλώντας για τις αιτίες της αύξησης στις εξετάσεις, ο κ. Γούλας αποκαλύπτει και άλλους παράγοντες όπως η γήρανση του πληθυσμού της χώρας, η οποία οδηγεί σε αυξημένη συχνότητα χρόνιων νοσημάτων, η αλλαγή νοοτροπίας που έχει σημειωθεί τα τελευταία χρόνια με έμφαση στην προληπτική ιατρική και η πανδημία που ανέδειξε τον κρίσιμο ρόλο των διαγνώσεων στη διαχείριση των λοιμωδών νοσημάτων.

Εντατικοί έλεγχοι και «κόφτες»

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ΕΟΠΥΥ έχει δεχθεί δεκάδες καταγγελίες ακόμη και για υπερχρεώσεις και αθέτηση δεσμεύσεων από παρόχους. Για τον λόγο αυτόν προχωρεί σε συνεχείς ελέγχους, τα αποτελέσματα των οποίων αναμένονται το προσεχές διάστημα.

H διοικήτρια του ΕΟΠΥΥ Θεανώ Καρποδίνη μιλώντας στο «Βήμα» αναφέρεται στον ψηφιακό μετασχηματισμό του Οργανισμού και στη μελλοντική άμεση παρακολούθηση των ιατρικών πράξεων σε πραγματικό χρόνο. Ο υπουργός Υγείας από την πλευρά του έχει ήδη εκδώσει νομοθετικές ρυθμίσεις θεσπίζοντας «κόφτες» στην υπερσυνταγογράφηση εξετάσεων, ωστόσο δεν λείπουν και τα παράπονα ότι οι «κόφτες» μπλοκάρουν και τη συνταγογράφηση απαραίτητων εξετάσεων.