Οι παγίδες και οι κίνδυνοι από την αλλαγή νομοθεσίας στο θέμα της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας έγκεινται στην αποφυγή της συλλογικής συζήτησης και στη βιασύνη λήψης αποφάσεων, λέει η Εφη Βαγενά, καθηγήτρια Βιοηθικής στο Ελβετικό Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Ζυρίχης (ETH Zürich). Στα ερωτήματα του «Βήματος» απάντησε τα παρακάτω:

Ποια ηθικά διλήμματα ή προβληματισμοί θεωρείτε ότι ανακύπτουν από μια συζήτηση περί υποβοηθούμενης αυτοκτονίας και πώς πρέπει να τα αντιμετωπίσει η ελληνική πολιτεία;

«Η συζήτηση για την υποβοηθούμενη αυτοκτονία εγείρει πλήθος ηθικών διλημμάτων. Ενα βασικό δίλημμα αφορά την αυτονομία του ατόμου. Το να μπορεί κάποιος να προβεί σε υποβοηθούμενη αυτοκτονία (για παράδειγμα, στην περίπτωση ανίατης και επίπονης ασθένειας που υποβαθμίζει την ποιότητα της ζωής του σε σημείο ανυπόφορο για τον ίδιο) διευρύνει τις επιλογές του, επιτρέποντάς του να εξασκήσει στο μέγιστο την αυτονομία του. Παράλληλα, η προστασία της αυτονομίας χρήζει διασφάλισης της αυθεντικότητας μιας τέτοιας επιλογής, δηλαδή απαλλαγή από κάθε είδος εξωτερικών πιέσεων, φανερών ή υποδορίων. Εδώ έρχεται στο προσκήνιο ο ηθικός προβληματισμός περί εξαναγκασμού.

Οι οικογενειακές και κοινωνικές δυναμικές μπορεί να δημιουργήσουν συνθήκες υπό τις οποίες οι ασθενείς ενδέχεται να νιώσουν υποχρεωμένοι/ες να επιλέξουν ή να απορρίψουν την υποβοηθούμενη αυτοκτονία. Οι πιέσεις αυτές μπορεί να προέρχονται από οικονομικές ή συναισθηματικές επιβαρύνσεις αλλά και από κοινωνικές διεργασίες, όπως ο στιγματισμός περί αυτοκτονίας. Ετσι, η ανάγκη για ελεύθερη επιλογή περιπλέκεται, καθώς θολώνουν τα όρια μεταξύ προσωπικής βούλησης (υπέρ ή κατά της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας) και εξωτερικών επιρροών.

Εξίσου σημαντικά ηθικά διλήμματα αναδύονται, όμως, και σε σχέση με τον ρόλο των ιατρών και στην ηθική τους δέσμευση για τη διατήρηση της ζωής. Στο πλαίσιο της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας, ο ρόλος των ιατρών ενδέχεται να δώσει την εντύπωση ότι μετατοπίζεται εν μέρει από τη θεραπεία προς την παροχή ενός μέσου που θα μπορούσε να οδηγήσει σκόπιμα και, φυσικά, κατ’ επιλογήν, στον τερματισμό ζωής. Μια τέτοια μετάβαση συγκρούεται με τη θεμελιώδη αρχή της ωφελιμότητας αλλά και με μέρος του όρκου του Ιπποκράτη: Ούτε θα δίνω θανατηφόρο φάρμακο σε κάποιον που θα μου το ζητήσει ούτε θα του κάνω μια τέτοια υπόδειξη. Ωστόσο, αυτή η διάσταση μπορεί να αλλάξει στην περίπτωση ασθενών τελικού σταδίου, όπου η υποβοηθούμενη αυτοκτονία ενδέχεται να θεωρηθεί επιλογή προς μια πιο άμεση ανακούφιση.

Επίσης, προβληματισμοί εγείρονται και περί κατανομής πόρων και κοινωνικοοικονομικών ανισοτήτων. Λόγου χάρη, ασθενείς που θέλουν να επιλέξουν την υποβοηθούμενη αυτοκτονία (αλλά δεν επιτρέπεται στη χώρα τους) δύναται να την επιδιώξουν σε χώρες που είναι επιτρεπτή, όπως η Ελβετία και τώρα πια μέρη της Μεγάλης Βρετανίας. Αλλωστε παρόμοια φαινόμενα ιατρικού τουρισμού και διασυνοριακής κυκλοφορίας υπηρεσιών παρατηρούνται εκτενώς, με ασθενείς να ταξιδεύουν στο εξωτερικό για θεραπείες που δεν είναι διαθέσιμες ή εύκολα προσβάσιμες στην Ελλάδα, αλλά και το αντίστροφο. Ομως, τέτοιες επιλογές είναι δυνατές μόνο σε όσους έχουν την οικονομική ευχέρεια για τα ανάλογα κόστη, διαιωνίζοντας ανισότητες στην πρόσβαση υπηρεσιών. Πρέπει, επίσης, να σημειώσουμε ότι σε χώρες που δεν επιτρέπεται η υποβοηθούμενη αυτοκτονία και όπου οι πολίτες δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να την αναζητήσουν στο εξωτερικό, μπορεί να καταφύγουν σε άτυπες και επικίνδυνες πρακτικές.

Τα παραπάνω ηθικά διλήμματα δεν καθιστούν την υποβοηθούμενη αυτοκτονία ηθικά ανεπίτρεπτη. Υποδεικνύουν, όμως, ότι για να επιτραπεί χρειάζεται νομικό πλαίσιο με σαφείς δικλίδες ασφαλείας, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι πραγματοποιείται με διαφάνεια, μεγιστοποιώντας την αυτονομία τού κάθε ατόμου. Τέτοιες δικλίδες περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την ενήμερη συγκατάθεση του/της ασθενούς, την ανεξάρτητη ιατρική αξιολόγησή του/της, την εκτενή αξιολόγηση της ψυχικής κατάστασης και τον διαρκή έλεγχο των διαδικασιών».

Πολλές χώρες άλλαξαν πρόσφατα τη νομοθεσία τους για το θέμα, με τη συζήτηση περί ευθανασίας να έχει ανοίξει και πάλι μέσω μεγάλων κινηματογραφικών παραγωγών. Ποιες παγίδες και ποιες δυνατότητες «διεξόδου» βλέπετε;

«Πράγματι, η συζήτηση περί υποβοηθούμενης αυτοκτονίας έχει αναδειχθεί μέσω πολιτισμικών εκφράσεων, όπως η λογοτεχνία και ο κινηματογράφος, φέρνοντας στο προσκήνιο τις πολλαπλές κοινωνικές, πολιτικές και ηθικές διαστάσεις του ζητήματος της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας. Ετσι, ενθαρρύνεται ο δημόσιος διάλογος, που δεν συνδέεται απαραίτητα με την ενεργό υπεράσπιση ή απόρριψη της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας, αλλά λειτουργεί ως χρήσιμο εργαλείο για την προώθηση μιας βαθύτερης κατανόησης των ηθικών, κοινωνικών και πολιτικών προεκτάσεων του θέματος. Για να μπορέσει η ελληνική πολιτεία να προβεί σε μια ορθή απόφαση, είναι απαραίτητο να υπάρξει μια ευρεία δημόσια διαβούλευση.

Σε αυτή τη διαλεκτική διεργασία θα πρέπει να συμμετέχουν ασθενείς, οικογένειες αυτών, επαγγελματίες υγείας, ειδικοί στη βιοηθική, νομικοί και εκπρόσωποι εκκλησιαστικών και θρησκευτικών κοινοτήτων. Η συμμετοχή πολιτών σε μια τέτοια διεργασία θα ωφελήσει συνολικά την κοινωνία καλλιεργώντας μια ώριμη αντίληψη για ζητήματα που αφορούν τη ζωή, την αυτονομία και τον θάνατο και προάγοντας μια συλλογική αίσθηση συμπόνιας και αλληλεγγύης. Αλλωστε μια διαδικασία όπως αυτή της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας δεν αποτελεί μόνο απότοκο μιας αμιγούς ιατρικής ή νομικής διεργασίας, αλλά αφορά άμεσα τις θεμελιώδεις αξίες της ελληνικής κοινωνίας και την αίσθηση του συλλογικού καλού.

Τέλος, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ένα προνόμιο της ελληνικής περίπτωσης: κατέχουμε στη διάθεσή μας εμπειρικά δεδομένα άλλων χωρών, όπως η Ελβετία, το Βέλγιο και η Ολλανδία, που έχουν εδώ και χρόνια προχωρήσει στην αποδοχή της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας. Η αξιολόγηση των δικλίδων ασφαλείας που έχουν υιοθετηθεί σε αυτές τις χώρες, η εξέταση της αποδοτικότητας των μέτρων για την αποφυγή κατάχρησης και εξαναγκασμού και οι συνέπειες στις ευάλωτες ομάδες πληθυσμού αποτελούν διαθέσιμα στοιχεία για τη διαμόρφωση μιας ισχυρής νομοθετικής προσέγγισης που θα ανταποκρίνεται στις ηθικές, πολιτισμικές και κοινωνικές ιδιαιτερότητες του ελληνικού πλαισίου.

Οι παγίδες και οι κίνδυνοι σε μια τέτοια περίπτωση έγκεινται στην αποφυγή της συλλογικής συζήτησης και στη βιασύνη λήψης αποφάσεων. Η πραγματική «διέξοδος», λοιπόν, δεν είναι μια απλή λύση αλλά η δέσμευση για δημόσια διαβούλευση και η προσεκτική παρατήρηση και ενημέρωση από τις εμπειρίες άλλων χωρών. Μέσω αυτών θα μπορέσουμε να διαμορφώσουμε μια διαφοροποιημένη προσέγγιση που σέβεται τόσο την ατομική και σχεσιακή αυτονομία όσο και τις συλλογικές αξίες της ελληνικής κοινωνίας».