Ας αφήσουμε τη φαντασία μας να οργιάσει. Να μπει στη σφαίρα της μυθοπλασίας και να κατασκευάσει έναν χαρακτήρα που θα έκανε τον Ταραντίνο να ζηλέψει. Ενας φανταστικός χαρακτήρας, ανίδωτος από την πραγματική ζωή. Μας συστήνεται μέσα από το τρανταχτό γέλιο του, καθώς διαπερνά την κλειστή πόρτα ενός μεγάλου γραφείου. Τι είναι, στα αλήθεια, αυτός ο άνθρωπος; Ελάτε να τον φτιάξουμε μαζί. Είναι πάνω από τη μέση ηλικία, σίγουρα. Η υγεία του έχει κλονιστεί, όμως αυτός ανθίσταται στον πόλεμο του χρόνου. Προσέχει τον εαυτό του, φιλοτεχνεί με φροντίδα τη δημόσια εικόνα του. Με τι ασχολείται; Ας πούμε με την εξουσία γενικώς. Επιχειρεί στη σφαίρα της επικοινωνίας, αλλά έχει αρχίσει να δοκιμάζει και τα νερά της πολιτικής – βάζει τα δάχτυλα του ποδιού, βρίσκει τη θερμοκρασία του νερού ιδανική.
Είπαμε κάτι για τον Ταραντίνο, σωστά; Ας δανειστούμε, λοιπόν, το πρόσωπο του Χάρβεϊ Καϊτέλ. Τώρα που έχουμε πρόσωπο μπορούμε να δούμε τη σκληράδα που του χάραξε η ζωή, όταν ο άνθρωπος αυτός ήταν στο πεζοδρόμιο, τα πρώτα χρόνια στην πιάτσα. Εγινε δημοσιογράφος γιατί ήξερε ότι αυτή η δουλειά μπορεί να σε οδηγήσει παντού. Σου δίνει εξουσία που δεν αξίζεις. Σε βάζει στην καλή ζωή, σου επιτρέπει να προσπεράσεις στην ουρά τους άξιους. Θα είμαστε γενναιόδωροι με τον χαρακτήρα που φτιάχνουμε. Θα τον βάλουμε καβάλα στο κύμα της αγοράς των μέσων ενημέρωσης, όταν άνοιξε στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Και επειδή στην τέχνη δεν υπάρχει παρθενογένεση, θα δανειστούμε στοιχεία από τον Ορσον Ουέλς και την εκπομπή που έκανε στο αμερικανικό ραδιόφωνο. Τον βλέπουμε σε ένα ραδιοφωνικό στούντιο όρθιο, με τα χέρια ψηλά, σαν να διευθύνει ορχήστρα, να ανεβάζει τους τόνους της φωνής του, να γίνεται ένας τενόρος της οργής. Θα του δώσουμε καλά λεφτά, δύναμη και επιρροή. Και επειδή, όπως λένε, ο φανταστικός χαρακτήρας φεύγει πάντα από τον έλεγχο του δημιουργού, θα τον συναντήσουμε ξανά, στο τέλος της ζωής του, σε μία επιβλητική βίλα στη Νότια Ισπανία. Και εκεί θα εκπλαγούμε δήθεν, ακούγοντάς τον να μας διηγείται πώς απέκτησε τόση ισχύ και πλούτο. Θα θυμηθεί τους ισχυρούς φίλους που πάντα έδιναν κάτι για να γίνει η «δουλειά» και τους επίσης ισχυρούς αλλά λιγότερο φίλους που έδιναν κι εκείνοι το κατιτίς τους για να μην ειπωθούν όσα δεν θα ‘πρεπε. Τους άλλους που σήκωσαν το τηλέφωνο και είπαν ότι δεν χάθηκε ο κόσμος να καθυστερήσει κάποιος έλεγχος και εκείνους που τη σωστή στιγμή έκλειναν τα μάτια και που μάλλον θα θυμηθούν πολύ βολικά να τα ανοίξουν όταν θα έχει κλείσει εκείνος τα δικά του για τα καλά. Μα γίνονται τέτοια πράγματα;
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.