Στα μέσα της περασμένης εβδομάδας, οι επίπονες προσπάθειες των συνεργείων της Περιφέρειας Θεσσαλίας έφεραν αποτέλεσμα. Η επιχείρηση  απομάκρυνσης των νεκρών ψαριών που είχαν κατακλύσει την παραλιακή ζώνη του Παγασητικού καθιστώντας την απόκοσμη και δυσώδη ολοκληρώθηκε και η εικόνα των γαλανών νερών στην παραλία του Βόλου ήρθε ως (οπτικό τουλάχιστον) βάλσαμο.

Ωστόσο, οι ανοιχτές πληγές παραμένουν και το θέαμα των καλυμμένων με εκατομμύρια ψάρια ακτών, το οποίο έγινε διεθνής είδηση, αλλά και η αποκρουστική μυρωδιά που το συνόδευε θα μείνουν για καιρό χαραγμένα στη μνήμη των κατοίκων. Οι οποίοι, έναν χρόνο μετά τις πλημμύρες που προκάλεσε η κακοκαιρία «Daniel», έρχονται για άλλη μια φορά αντιμέτωποι (και) με τις οικονομικές συνέπειες αυτού του γεγονότος που εκμηδένισε κυριολεκτικά την τουριστική κίνηση.

Τα κρίσιμα ερωτήματα

Πώς φτάσαμε όμως σε αυτό το σημείο; Πού βρέθηκαν τόσα ψάρια και γιατί πέθαναν; Θα μπορούσαν άραγε να έχουν αποφευχθεί όλα αυτά τα δεινά; Και, το κυριότερο, ποιος εγγυάται ότι κάτι τέτοιο δεν θα ξανασυμβεί;

Προτού απαντηθούν τα παραπάνω ερωτήματα θα ήταν χρήσιμο να δούμε την ιστορία των παρεμβάσεων στη λίμνη Κάρλα, η οποία μοιάζει να είναι αποκαλυπτική του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί το Ελληνικό Δημόσιο, τουλάχιστον ως προς την αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών θεμάτων.

Ιστορικά η λίμνη έδινε σε τακτά χρονικά διαστήματα πλημμυρικά φαινόμενα και ο αρχικός σχεδιασμός, στα τέλη της δεκαετίας του 1950, προέβλεπε την οριοθέτησή της με τη δημιουργία αναχωμάτων έτσι ώστε αφενός τα φαινόμενα αυτά να εκλείψουν, αφετέρου ο πυρήνας της (γύρω στα 60.000 στρέμματα) να λειτουργήσει ως ταμιευτήρας νερού. Παρ’ όλα αυτά η λίμνη αποξηράνθηκε πλήρως το 1962 και είναι ίσως γνωστές σε όλους οι φωτογραφίες της εποχής με τις χαρακτηριστικές ραγαδώσεις του ξηρού πια εδάφους της.

Τα προβλήματα που ενδεχομένως έλυσε η αποξήρανση στη δεκαετία του 1960 (π.χ. αναχαιτίστηκε η ελονοσία) ήταν πολύ λιγότερα από όσα δημιούργησε και τα οποία, προϊόντος του χρόνου και καθώς το μοντέλο εκμετάλλευσης των αγροτικών εδαφών άλλαζε, αυξάνονταν. Σύμφωνα με μελέτες της δεκαετίας του 1990, το νερό που εξαγόταν σε κάποιες από τις πολυάριθμες και σε μεγάλο βάθος γεωτρήσεις που γίνονταν στην περιοχή ήταν υφάλμυρο, πράγμα που καταδείκνυε την εισχώρηση θαλασσίων υδάτων στον υδροφόρο ορίζοντα.

Με τα νέα αυτά δεδομένα, στα τέλη του 20ού αιώνα άρχισε να συζητιέται η αποκατάσταση της λίμνης, η οποία και τελικά άρχισε να δημιουργείται το 2009. Για την ανασύσταση της λίμνης απαιτήθηκε η δημιουργία αναχωμάτων αλλά και αντλιοστασίων.

Ο σχεδιασμός ανασύστασης

Ο σχεδιασμός ανασύστασης προβλέπει ότι για την καλή λειτουργία της λίμνης, ο όγκος νερού που φιλοξενεί δεν θα πρέπει να πέφτει κάτω από τα 60 εκατομμύρια κυβικά μέτρα και δεν θα πρέπει να ξεπερνά τα 180 εκατομμύρια κυβικά μέτρα.

Ετσι, τα αντλιοστάσια είναι δύο ειδών: τα τροφοδοτικά (η λίμνη δέχεται νερό από τον Πηνειό το οποίο με τη βοήθεια αντλιών υψώνεται κατά περίπου 4 μέτρα και στη συνέχεια χάρη στη βαρύτητα ρέει προς τη λίμνη μέσω της τάφρου 2Τ) και τα αποστραγγιστικά (τα οποία παροχετεύουν το νερό στην τάφρο 1Τ). Στην πράξη, η λίμνη αποτελεί έναν ταμιευτήρα δεχόμενη κατά τους χειμερινούς μήνες το νερό του Πηνειού, ένα μέρος του οποίου αποδίδεται, κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, για την άρδευση των παρακείμενων αγρών μέσω κλειστού υπόγειου αρδευτικού συστήματος.

Αυτά, υπό κανονικές συνθήκες. Ομως η κακοκαιρία «Daniel» δεν ήταν μια κανονική συνθήκη. Ο ποταμός Πηνειός υπερχείλισε με αποτέλεσμα να σπάσουν τα αναχώματα στην περιοχή της Γυρτώνης, και σύντομα η λίμνη δεν μπορούσε πια να λειτουργήσει ως ταμιευτήρας καθώς το ύψος του νερού άγγιζε το ανώτατο επιτρεπτό όριο. Επιπροσθέτως, η τάφρος 1Τ δεν μπορούσε να λειτουργήσει αποστραγγιστικά καθώς όχι απλώς είχε υπερχειλίσει αλλά βρισκόταν θαμμένη κάτω από 2 μέτρα νερό! Εν ολίγοις, η κατάσταση έγινε μη διαχειρίσιμη!

Ετσι, βάσει του σχεδίου της Πολιτικής Προστασίας για την αντιμετώπιση πλημμυρικών φαινομένων και με γνώμονα την προστασία της ανθρώπινης ζωής ορθώς (κατά την κρίση εισαγγελικών αρχών) ελήφθη η απόφαση να ανοίξει τότε το θυρόφραγμα το οποίο επέτρεψε την παροχέτευση του νερού της τάφρου 1Τ στο ρέμα του Ξηριά και από εκεί στον Παγασητικό. Το ανοιχτό θυρόφραγμα επέτρεψε ωστόσο και την πρόσφατη μεταφορά των ψαριών στον Παγασητικό. Ο λόγος για τον οποίο η Πολιτική Προστασία δεν έκλεισε το θυρόφραγμα έναν χρόνο μετά την κακοκαιρία «Daniel» και ενώ ο κίνδυνος για την ανθρώπινη ζωή είχε εκλείψει, αποτελεί σήμερα πηγή αντιπαράθεσης, η οποία έχει πάρει τον δρόμο της Δικαιοσύνης.

 

Τα προβλήματα

Το εν λόγω θυρόφραγμα δεν είναι ωστόσο το μόνο πρόβλημα αναφορικά με τη διαχείριση των υδάτων της Κάρλας, το έργο ανασύστασης της οποίας παραμένει ημιτελές. Είναι αλήθεια ότι το 2015 παραδόθηκε ένα λειτουργικό μέρος αυτού. Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι από τα 80.000 στρέμματα τα οποία αναμένονταν να αρδεύονται μέσω συστήματος κλειστών αγωγών, το έργο στη σημερινή μορφή του αρδεύει γύρω στα 20.000 στρέμματα.

Με άλλα λόγια απαιτούμε σήμερα από την ημιτελή Κάρλα να παίξει τον ρόλο της ολοκληρωμένης Κάρλας! Επιπροσθέτως, φαίνεται να απαιτούμε από ένα έργο που σχεδιάστηκε στο κατώφλι του 21ου αιώνα και το οποίο παραμένει ημιτελές να ανταποκριθεί δύο δεκαετίες αργότερα στις συνθήκες που έχει επιβάλει η κλιματική κρίση.

Εκτιμάται ότι ακόμη και αν το έργο ήταν ολοκληρωμένο, πιθανότατα δεν θα μπορούσε να είχε προστατεύσει τους κατοίκους από την κακοκαιρία «Daniel» ακριβώς επειδή δεν σχεδιάστηκε για ακραίες συνθήκες. Μήπως λοιπόν θα πρέπει να επανασχεδιαστεί (και, κυρίως, να ολοκληρωθεί σε σύντομο χρόνο) το έργο λαμβάνοντας υπ’ όψιν και τη σημαντικότατη αυτή παράμετρο;

Ζούμε στην εποχή που χαρακτηρίζεται από λειψυδρία και το νερό τείνει να γίνει το πολυτιμότερο αγαθό. Υπό αυτό το πρίσμα, μοιάζει αυτοκτονικό το γεγονός ότι μαζί με τα ψάρια, πετάξαμε στον Παγασητικό και 500 εκατομμύρια κυβικά μέτρα γλυκού νερού(!), τα οποία με κατάλληλες υποδομές θα μπορούσαν ίσως να είχαν κατευθυνθεί στον υδροφόρο ορίζοντα. Και βεβαίως εξίσου αυτοκτονικό είναι το γεγονός ότι μια επόμενη κακοκαιρία τύπου «Daniel» θα βρει τη Θεσσαλία ανοχύρωτη.

Γιατί πέθαναν τα ψάρια

Η ύπαρξη τεραστίων ποσοτήτων ψαριών στις παρακάρλιες περιοχές δεν ήταν έκπληξη για τους επιστήμονες, οι οποίοι μάλιστα θεωρούν τον μαζικό θάνατό τους προδιαγεγραμμένο γεγονός. Οπως εξήγησε στο «Βήμα» η δρ Μαρία Στουμπούδη, βιολόγος-ιχθυολόγος, διευθύντρια Ινστιτούτου Θαλάσσιων Βιολογικών Πόρων και Εσωτερικών Υδάτων του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ): «Το φαινόμενο των νεκρών ψαριών στο ρέμα Ξηριά και στον Παγασητικό αποτελεί απότοκο της πλημμύρας στη Θεσσαλία που προκλήθηκε από την κακοκαιρία “Daniel”. Ψάρια των γλυκών νερών που διαβιούσαν στη λίμνη Κάρλα και στα αρδευτικά/αποστραγγιστικά κανάλια που υπάρχουν στην ευρύτερη περιοχή διαχύθηκαν και στην πλημμυρισμένη παρακάρλια περιοχή».

Με μεγαλύτερο γεωγραφικά πεδίο δράσης και άφθονη τροφή, οι πληθυσμοί των ψαριών αυξήθηκαν, ενώ «όταν τα νερά σταδιακά υποχώρησαν τα ψάρια νομοτελειακά συγκεντρώνονταν στις περιοχές που διατηρούσαν ακόμη νερό». Η περαιτέρω αποστράγγιση των υδάτων δημιούργησε ανοξικές συνθήκες για τα ψάρια, τα οποία άρχισαν να πεθαίνουν από ασφυξία. Σύμφωνα με την ελληνίδα ερευνήτρια, «υπό αυτές τις συνθήκες ο θάνατος των ψαριών ήταν αναπόφευκτος».