Δεν σταμάτησε μόνο για ένα ολόκληρο χρόνο κάθε επαγγελματική δραστηριότητα. Εξαναγκάστηκε να εγκαταλείψει, κυριολεκτικώς κακήν κακώς, ακόμη και την κατοικία της. Στο μεταξύ, είχε ξενυχτήσει «ατέλειωτες βραδιές» τηλεφωνώντας στο 100, είχε ξημεροβραδιαστεί στο ΑΤ Ακροπόλεως, είχε οργώσει, χτυπώντας όλα τα κουδούνια, τη γειτονιά της, είχε συναντηθεί με παράγοντες του δήμου και της Υγειονομικής Υπηρεσίας και είχε ξοδευτεί, κάνοντας περί τα 15 εξώδικα, ασφαλιστικά μέτρα και μία αγωγή…
Στο τέλος όμως ενός Γολγοθά με καφκικές εκφάνσεις, που επιβεβαιώνει το εγχώριο όργιο ανομίας, που προσβάλλει και τη σφαίρα της ιδιωτικότητας, η θεωρητικός του θεάτρου-σκηνοθέτις Δέσποινα Παναγιωτοπούλου, μόνιμος κάτοικος του ιστορικού κέντρου Αθηνών, βγήκε νικήτρια στην πρώτη φάση του άνισου αγώνα κατά της παράνομης ηχορρύπανσης από μπαρ ώρες κοινής ησυχίας («με σκυλάδικα σε ντεσιμπέλ που σπάγαν τα ηχεία», σύμφωνα με αυτοψία αξιωματικού της Αστυνομίας): μαζί με 4 ομοιοπαθείς συμπολίτισσές της και έναν γείτονα, κέρδισε τα ασφαλιστικά μέτρα και 5 διοικητικά δικαστήρια-«καταπέλτη» κατά της επιχείρησης, που δεν τους άφηνε να κλείσουν μάτι. Το μπαρ σφραγίστηκε για δύο μήνες.
«Χρονοβόρα και άγρια διαδικασία»
«Η διαδικασία για να βρεις το δίκιο σου, όταν ένα μαγαζί αποδεδειγμένα παίζει σε εκκωφαντικά ντεσιμπέλ μέχρι τα ξημερώματα, είναι χρονοβόρα και άγρια. Ο πολίτης εξοντώνεται» αναφέρει, μιλώντας στο «Βήμα», η γυναίκα που αγωνίστηκε για την ανάκτηση της οικιακής και ψυχικής της γαλήνης.
Η καθημερινότητα στους πεζοδρόμους της ιστορικής γειτονιάς της, όπως μας αφηγείται, ήταν «κανονική» έως τα τέλη Μάρτη του 2022, οπότε σε απόσταση αναπνοής από την πολυκατοικία, όπου διαμένουν η ίδια, η μητέρα της και η μορφωτική ακόλουθος της γαλλικής πρεσβείας, άνοιξε το επίμαχο, σημειωτέον, 35 τετραγωνικών, χωρίς εσωτερικό χώρο για θαμώνες, μπαρ (που «βγάζει το μαγαζί και τα ηχεία… έξω, λειτουργώντας ως άτυπο club!»). Μετά τα θορυβώδη εγκαίνια, οι ξενυχτισμένοι κάτοικοι στο ευρύτερο οικοδομικό τετράγωνο καθησυχάστηκαν ότι δεν θα ξαναπαραβιαστεί το ωράριο κοινής ησυχίας. Τη διαβεβαίωση καταρρίπτει πληθώρα εγγράφων (καταγγελίες κατοίκων, μηνύσεις του δήμου και της αστυνομίας κ.ο.κ.), τονίζει η κυρία Παναγιωτοπούλου, που εισήλθε αποφασισμένη σε έναν κυκεώνα διεκδίκησης του αυτονόητου, ξεκινώντας με καθημερινά τηλεφωνήματα στο 100 και στη Δημοτική Αστυνομία.
«Παρότι κάναμε όλοι οι κάτοικοι της γειτονιάς, μέσα στην άνοιξη του 2022, τουλάχιστον 50 τηλεφωνικές κλήσεις και καταγγελίες, οι απαραίτητοι έλεγχοι δεν γίνονταν» αναφέρει.
Είναι ο λόγος που μαζί με τους 5 συμπολίτες της επισκέφθηκαν αυτοπροσώπως το ΑΤ Ακροπόλεως. «Συσπειρωθήκαμε, γιατί η κατάσταση έγινε αφόρητη» προσθέτει η Δέσποινα Παναγιωτοπούλου, που για να μην «τρελαθεί» εγκατέλειψε το σπίτι της. Η μορφωτική ακόλουθος της γαλλικής πρεσβείας, ένοικος στο ρετιρέ της πολυκατοικίας, κάθε Παρασκευή, «φυγαδευόταν» σε γειτνιάζον ξενοδοχείο.
Η συνομιλήτριά μας, παρότι ξεσπιτώθηκε, συνέχισε ακάθεκτη, αποστέλλοντας 15 και πλέον επιστολές προς τον Δήμο Αθηναίων. Ο δήμαρχος Αθηναίων αρνήθηκε να τη συναντήσει. Συναντήθηκε με τον διευθυντή του γραφείου δημάρχου Επαμεινώνδα Μούσιο, ο οποίος «έδειξε κατανόηση», ενώ τα «δέοντα» έπραξε, προσθέτει, και ο Βασίλης Κορομάτζος, αντιδήμαρχος Δημοτικής Αστυνομίας.
Απευθύνθηκε και στην Υγειονομική Υπηρεσία, όπου διαπίστωσε αποσβολωμένη ότι κάνει ελέγχους «ώρες και ημέρες Δημοσίου». Στα σκανδαλώδη «κενά» που προσέκρουσε, απαριθμεί και «το μόλις ένα περιπολικό» που διαθέτει το ΑΤ Ακροπόλεως, για τις ανάγκες ολόκληρου του ιστορικού κέντρου. «Φυσικά, η προτεραιότητά του δεν ήταν το μπαρ που κατέστρεψε τις ζωές μας».
Υιοθέτησε αμέσως νέα πρακτική: «Αρχισα να ξημεροβραδιάζομαι στον εκάστοτε αξιωματικό υπηρεσίας». Δεν άργησε να αντιληφθεί ότι πρέπει να κινηθεί και νομικά (εξώδικα και αναφορές στο ΑΤ Ακροπόλεως), για να έχει αποτελέσματα. Στις αρχές Σεπτέμβρη (2022) η αστυνομία άρχισε να κινητοποιείται. «Είναι ενδεικτικό ότι για το κλείσιμο της επιχείρησης οι δύο μηνύσεις προέρχονταν από την αστυνομία και η μία από τον δήμο. Αντιλαμβάνεστε όμως τι Γολγοθάς είναι όλο αυτό για έναν πολίτη;» ρωτά ρητορικά η μαχητική γυναίκα.
Ο αγώνας είχε ωστόσο αποτέλεσμα. «Καταφέραμε να κλείσουμε το μαγαζί στις 9.12 2022». Δεν κράτησε πολύ. Εκμεταλλευόμενο τα «παραθυράκια» του νόμου, που επιτρέπει στον ίδιο χώρο να μπορεί να ανοίξει η ίδια επιχείρηση με άλλον ΑΦΜ, ξαναλειτούργησε κανονικότατα 60 μέρες μετά το «λουκέτο», με νέο ΑΦΜ, εξασφαλίζοντας και μικρή παράταση χρήσης μουσικής (μέχρι τις 12 μ.μ.).
Βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας, μετά από τρεις μηνύσεις κλείνει ένα κατάστημα για 10 ημέρες. Στις επόμενες τρεις μηνύσεις, σφραγίζεται άλλες 10. Στον μακρύ δρόμο της δικαίωσης, απαιτούνται ακόμη τρεις μηνύσεις, οπότε κλείνει το μαγαζί για ακόμη 10 ημέρες. Μετά από 9 όμως συνολικά μηνύσεις η υπόθεση «μεταβιβάζεται στο Συμβούλιο Ποιότητας Ζωής και το κατάστημα σφραγίζεται οριστικά». Το μπαρ στο μεταξύ αντεπιτέθηκε με αγωγή, ζητώντας 29.000 εξ όλου ή ατομικώς από τους 5 κατοίκους του ιστορικού κέντρου «που διεκδικήσαμε πίσω τη ζωή μας».
Παρότι από τον Μάρτη του 2023 μέχρι το τέλος Μαΐου το μπαρ μηνύθηκε από τον δήμο 6 φορές, «δεν μπορεί να εκτελεστεί το νέο σφράγισμα». Αιτία; «Η ένσταση που έκανε στην Περιφέρεια».
Περιμένοντας να «ξεκολλήσει» η υπόθεση
Οι δεινοπαθούντες κάτοικοι, που μέχρι να κλείσει προσφάτως προσωρινά το μαγαζί (λόγω διακοπών) βίωναν εκ νέου το μαρτύριο του μέχρι πρωίας «σφυροκοπήματος» με σκυλάδικα, περιμένουν να «ξεκλειδώσει» η ένσταση, για να ξεκολλήσει η υπόθεση – με καταγγελίες τους, μηνύσεις από τον δήμο και την αστυνομία -, προκειμένου να επέλθει το τρίτο «σφράγισμά» του, που αναμένεται να φέρει το οριστικό κλείσιμο.
«Στο τέλος θα κερδίσουμε» υποστηρίζει με βεβαιότητα η Δέσποινα Παναγιωτοπούλου. «Αλλά πόσοι πολίτες μπορούν να εγκαταλείψουν τη δουλειά τους και το σπίτι τους για να το επιτύχουν;». «Δυστυχώς, το στοίχημα στην Αθήνα έχει χαθεί» προσθέτει. «Υπάρχουν 10 ανάλογες με τη δική μας περιπτώσεις στο κέντρο της Αθήνας. Χθες άνοιξε νέο μπαρ λίγα μέτρα μακρύτερα και προχθές ακόμη ένα παρακάτω. Είναι ζήτημα πολιτικής βούλησης εάν θέλουμε κάτω από την Ακρόπολη να φτιάξουμε το νέο Μπουρνάζι».