Ετοιμόρροπα και μουντά κτίρια, έτοιμα να σωριαστούν από τη φθορά του χρόνου, αποτελούν κίνδυνο για τη δημόσια υγεία και την ασφάλεια. Ιστορικά ερείπια, άλλα κηρυγμένα διατηρητέα, άλλα πάλι δίχως κάποια αξιόλογη αρχιτεκτονική αξία, παραμένουν για δεκαετίες έρμαια της εγκατάλειψης από τους ιδιοκτήτες τους, αλλά και την πολιτεία.
Εδώ και οκτώ χρόνια το υπουργείο Περιβάλλοντος επιχειρεί να εισαγάγει προς ψήφιση στη Βουλή ένα νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο θα αντιμετωπίζει το πρόβλημα των ετοιμόρροπων και εγκαταλελειμμένων κτιρίων, επικαιροποιώντας το απαρχαιωμένο θεσμικό πλαίσιο. Ωστόσο, όλες οι προσπάθειες έχουν πέσει στο κενό, καθώς οι ρυθμίσεις για παραχώρηση κτιρίων σε δημοτικούς φορείς ή, μέσω αυτών, σε ιδιώτες για αποκατάσταση και αξιοποίηση εγείρουν συνταγματικά ζητήματα αφού η προστασία της ιδιοκτησίας τελεί υπό την εγγύηση του Συντάγματος.
Αναζητώντας συνταγματική… λύση
Ετσι, σύμφωνα με πληροφορίες, παραπέμπεται για μετά τις εκλογές η προσπάθεια και της σημερινής κυβέρνησης να καταλήξει σε έναν νόμο για τα εγκαταλελειμμένα κτίρια, η οποία είχε ξεκινήσει τον Οκτώβριο του 2020, οπότε δύο νέοι καταπλακώθηκαν από ερείπιο που κατέρρευσε την ώρα του σεισμού στη Σάμο. Μάλιστα, τον Νοέμβριο εκείνης της χρονιάς, σε σύσκεψη υπό τον τότε υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κωστή Χατζηδάκη, έπειτα από πιέσεις και του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, είχε ανακοινωθεί ότι βρίσκεται στο τελικό στάδιο της επεξεργασίας η σχετική νομοθετική πρωτοβουλία για την επικαιροποίηση του θεσμικού πλαισίου για τα ετοιμόρροπα κτίρια, που ανάγεται στο 1929 και την επίσπευση επεμβάσεων για την επισκευή τους από τους δήμους ή και άλλους φορείς. Οπως είχε ειπωθεί, το κόστος των επεμβάσεων θα καλυπτόταν άμεσα από δημόσιους πόρους.
Ακολούθησε στις αρχές του 2022 η απώλεια ενός ακόμη νέου, 22 ετών, ο οποίος «θάφτηκε» κάτω από τα συντρίμμια ετοιμόρροπου κτιρίου στη Λάρισα. Αλλά ούτε τότε επισπεύσθηκε η ολοκλήρωση του νομικού πλαισίου. Οι σχετικές ρυθμίσεις, οι οποίες θα περιλαμβάνονταν στο νομοσχέδιο για τις αστικές αναπλάσεις, ακόμη δεν έχουν τεθεί σε δημόσια διαβούλευση, παρότι το αρχικό «σκαρίφημα» είναι έτοιμο εδώ και τουλάχιστον έναν χρόνο.
Οπως αναφέρουν στο «Βήμα» στελέχη του ΥΠΕΝ, το σχέδιο νόμου αναμένεται να… σπάσει στα δύο ώστε τουλάχιστον να προωθηθούν προς ψήφιση στη Βουλή πριν από τις επερχόμενες εκλογές οι υπόλοιπες πολεοδομικές διατάξεις. Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, ακόμη δεν έχει βρεθεί μια συνταγματικά ανεκτή λύση, οπότε θεωρείται απίθανο οι σχετικές ρυθμίσεις για τα εγκαταλελειμμένα να είναι έτοιμες πριν από τις εκλογές.
Το μέγεθος του προβλήματος
Την ίδια ώρα, η παρακμή του αστικού περιβάλλοντος αλλοιώνει τη φυσιογνωμία των πόλεων, με τις ελάχιστες πλέον «νησίδες» αρχιτεκτονικής μνήμης και πολιτισμού άλλων εποχών να σβήνουν χρόνο με τον χρόνο. «Η οριστικοποίηση από το ΥΠΕΝ του νόμου που αντιμετωπίζει το πρόβλημα των εγκαταλελειμμένων ιστορικών κτιρίων αποτελεί σοβαρό κοινωνικό αίτημα που θα λύσει πολλά προβλήματα» αναφέρει μιλώντας στο «Βήμα» η αρχιτέκτων, ομότιμη καθηγήτρια ΕΜΠ, κυρία Ελένη Μαΐστρου.
Οπως επισημαίνει η ίδια, η Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού για να συμβάλει στο έργο του ΥΠΕΝ ασχολήθηκε πρόσφατα με έμπειρους νομικούς, υπό την καθοδήγηση του τέως προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) κ. Κωνσταντίνου Μενουδάκου, με τη συγγραφή σχετικού σχεδίου νόμου που κοινοποίησε στην πολιτική ηγεσία του υπουργείου για να βοηθήσει στο έργο του. «Φροντίδα μας ήταν η εξασφάλιση της συνταγματικότητας του νόμου ο οποίος προτείνεται να καλύψει τα διατηρητέα κτίρια που έχουν εγκαταλειφθεί από τους ιδιοκτήτες τους και βρίσκονται σε πολύ κακή κατάσταση διατήρησης, ενώ παράλληλα με την υφιστάμενη νομοθεσία δεν επιτρέπεται η κατεδάφισή τους» υπογραμμίζει η ίδια.
Σε γενικές γραμμές, η τελευταία πρόταση του ΥΠΕΝ, που είχε διαρρεύσει, προέβλεπε ένα μοντέλο που θα επιτρέπει να περιέρχεται ένα εγκαταλελειμμένο ακίνητο στον Δήμο ή άλλον φορέα έως και για 50 έτη, προβλέποντας συναίνεση του ιδιοκτήτη (εάν εντοπιστεί) και με αντάλλαγμα την εκμετάλλευσή του για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα από τον φορέα που θα το αναπαλαιώσει. Σε περίπτωση μη συναίνεσης, θα πρέπει να προβεί ο ιδιοκτήτης σε επανάχρηση του ακινήτου και εάν δεν το πράξει έπειτα από εύλογο χρονικό διάστημα θα ξεκινά η διαδικασία από τον Δήμο.
Αναμένοντας το νομοσχέδιο, άγνωστος αριθμός αξιόλογων κτιρίων καταρρέει εξαιτίας της αδυναμίας των ιδιοκτητών να τα συντηρήσουν, της συναρμοδιότητας πολλών φορέων, γραφειοκρατικών αγκυλώσεων και του ανεπαρκούς θεσμικού πλαισίου. Τελευταία η έντονη σεισμική δραστηριότητα σε Εύβοια, Λέσβο, Κρήτη άνοιξε και πάλι τις συζητήσεις για την ανάγκη λήψης μέτρων σε ετοιμόρροπα κτίρια. «Η διάσωσή τους αποτελεί ένα πολύπλοκο νομικό ζήτημα» παραδέχεται ο πρόεδρος του Οργανισμού Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας, καθηγητής Ευθύμιος Λέκκας.
Λέσβος: Σε αποδρομή η σεισμική δραστηριότητα
Η προστασία από τους σεισμούς, όπως έχουν διατυπώσει σε όλους τους τόνους οι σεισμολόγοι, προϋποθέτει γερές κατασκευές. Σεισμικές δονήσεις και ερειπωμένα κτίρια αποτελούν ένα επικίνδυνο «κοκτέιλ».
Είναι ενδεικτικό ότι μόνο στη Σάμο (όπου λόγω του σεισμού του 2020 έγινε συστηματική καταγραφή) εντοπίστηκαν 410 επικίνδυνα κτίρια και 1.944 που έχρηζαν επισκευής, ενώ εκδόθηκαν 329 πρωτόκολλα κατεδάφισης επικινδύνως ετοιμόρροπων κτισμάτων. Γι’ αυτό όποτε καταγράφεται έξαρση στη σεισμική δραστηριότητα, η πρώτη παράκληση των επιστημόνων είναι «μακριά από ετοιμόρροπα κτίρια». Οπως και την τελευταία περίοδο που παρατηρείται μια διάσπαρτη σεισμική δραστηριότητα σε Εύβοια, Κρήτη και προσφάτως στη Λέσβο. Αν και η σεισμική ακολουθία στο νησί είναι σε αποδρομή, δηλαδή σταδιακά εκτονώνονται οι τεκτονικές δυνάμεις που συσσωρεύονται στο έδαφος, οι σεισμολόγοι συνιστούν προσοχή καθώς στη Λέσβο είχε σημειωθεί το 1867 ένας μεγάλος, πολύνεκρος σεισμός. Το ίδιο και στις άλλες περιοχές, αν και φαίνεται να απομακρύνεται το ενδεχόμενο ενός μεγάλου σεισμού.
Ελλιπής καταγραφή
Εως σήμερα τα μοναδικά επίσημα στοιχεία για το μέγεθος του προβλήματος είχαν δοθεί τον Δεκέμβριο του 2020, οπότε δήμοι από όλη τη χώρα είχαν κάνει μια αρχική καταγραφή και είχαν δηλώσει 9.500 ετοιμόρροπα κτίρια, αρκετά εκ των οποίων είναι επικινδύνως ετοιμόρροπα. Ωστόσο, όπως αναφέρει στέλεχος του ΥΠΕΝ, ο πραγματικός αριθμός είναι πολλαπλάσιος, καθώς λείπουν καταγραφές από μεγάλους ΟΤΑ όπως του Βόλου, της Λάρισας, της Πάτρας κ.λπ.