Ο κύβος ερρίφθη. Η πολυαναμενόμενη μεταρρύθμιση της πάσχουσας Δικαιοσύνης εισέρχεται σε φάση εφαρμογής. Ο υπουργός Δικαιοσύνης κ. Γιώργος Φλωρίδης, έπειτα από επεξεργασία και κυοφορία τριών μηνών, έλαβε το πράσινο φως από τον Πρωθυπουργό και σήμερα θέτει σε διαβούλευση το πρώτο σχετικό νομοσχέδιο, που προβλέπει πλήθος παρεμβάσεων και στοχεύει διπλά, τόσο στην επιτάχυνση του χρόνου απονομής του δικαίου, όσο και στην αυστηροποίησή του ώστε να καμφθεί το διάχυτο και επικρατούν στην ελληνική κοινωνία αίσθημα ατιμωρησίας.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης υποστηρίζει ότι από σήμερα Δευτέρα εκκινεί η διαδικασία αναμόρφωσης όλου του ποινικού συστήματος που επικράτησε τα τελευταία πενήντα χρόνια στη χώρα στρεβλώνοντας τα πάντα, σε σημείο που σήμερα να αναφέρεται και να περιγράφεται ως μείζον διαρθρωτικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.
Το νομοσχέδιο θα προβλέπει πλήθος παρεμβάσεων σε πολλά επίπεδα, ιδιαιτέρως στην προδικασία, ώστε να κερδίζεται κρίσιμος χρόνος και οι υποθέσεις να δικάζονται εγκαίρως πριν πολυχρονίσουν, πριν δηλαδή αμβλυνθεί το ενδιαφέρον γι’ αυτές και οδηγηθούν είτε σε προβληματικές παραγραφές είτε σε κακοδικίες.
Ο κ. Φλωρίδης πιστεύει, για παράδειγμα, ότι η κατάργηση του βουλεύματος για πλήθος υποθέσεων θα επιταχύνει την απονομή του δικαίου. Υπολογίζει ότι για το 80%-90% των υποθέσεων η παραπομπή σε δίκη μπορεί να γίνεται αυτόματα με την ολοκλήρωση της ανάκρισης και με απόφαση του υπεύθυνου εισαγγελέα χωρίς να χρειάζεται η συνήθως πολύμηνη σύνταξη και καταγραφή του βουλεύματος.
Η έννοια της «ποινικής συνδιαλλαγής»
Αντιστοίχως η ενίσχυση των μονομελών δικαστηρίων, πρώτου και δευτέρου βαθμού, θα διευκολύνει τα πράγματα, γιατί απλούστατα θα ελευθερώσει μεγάλο αριθμό δικαστών και θα επιταχύνει την εκδίκαση των υποθέσεων. Στο ίδιο πλαίσιο και με τον αυτό σκοπό ο υπουργός Δικαιοσύνης έχει συμπεριλάβει στο νομοσχέδιο την έννοια της «ποινικής συνδιαλλαγής», σύμφωνα με την οποία ο τελών υπό κατηγορίες κατηγορούμενος, κατά την προδικασία ακόμη, θα μπορεί να αποδεχθεί τη διάπραξη του αδικήματος και να προτείνει την κατ’ αυτόν δέουσα ποινή. Κατόπιν είναι θέμα του εισαγγελέα που διενεργεί την ανάκριση να την αποδεχθεί, να την επαυξήσει ή να την απορρίψει και να παραπέμψει την υπόθεση σε δίκη. Η «ποινική συνδιαλλαγή» είναι δάνεια έννοια και ιδέα από άλλα δικαστικά συστήματα, όπου εφαρμόζεται επιτυχώς.
Εκτιμάται ότι αθροιζόμενες οι προαναφερθείσες παρεμβάσεις θα απαλλάξουν τα δικαστήρια από πλήθος απλούστερων υποθέσεων και θα διευκολύνουν την ταχύτερη εκδίκαση των σοβαρότερων και κρισιμότερων κακουργημάτων που χρονίζουν και πάνε από αναβολή σε αναβολή για λόγους εν πολλοίς αβάσιμους, αστήρικτους και κατά κοινή πεποίθηση με σκοπό την παράταση των δικαστικών εκκρεμοτήτων.
Φυλάκιση για όλα τα αδικήματα
Με το νέο νομοσχέδιο, ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο, θα δικαιολογείται μία και μόνη αναβολή των δικών και επιπλέον θα προβλέπεται ότι δίκες που έχουν ξεκινήσει θα περαιώνονται με την αυτή σύνθεση, χωρίς αλλαγές και αντικαταστάσεις στην έδρα.
Στη λογική της αυστηροποίησης και έκτισης των επιβαλλόμενων ποινών το νομοσχέδιο προσπερνά τη διάκριση της «ποινής φυλάκισης» από εκείνη της «κάθειρξης» και προβλέπει το μέτρο της φυλάκισης για όλα τα αδικήματα ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού της ποινής. Ως γνωστόν, σήμερα κατηγορούμενοι που τιμωρούνται με «ποινή φυλάκισης» μέχρι πέντε χρόνια δεν εκτίουν ούτε μέρα πίσω από της φυλακής τα σίδερα. Ηταν τέτοιας έκτασης η αλλοίωση που οι δικαστές προκειμένου να φυλακίσουν κάποιον κατά σύστημα και κατ’ επανάληψη κακοποιό επέβαλαν, καθ’ υπέρβαση των κωδίκων, ποινές «κάθειρξης».
Η αλλοίωση, ή καλύτερα το ξήλωμα, των βασικών ποινικών κωδίκων ξεκίνησε το 1982. Μέχρι τότε ποινές φυλάκισης άνω των έξι μηνών οδηγούσαν τους υπαιτίους στα σωφρονιστικά ιδρύματα. Με τα χρόνια εκείνος ο κανόνας του 1952 αλλοιώθηκε κατά σύστημα με αποκορύφωμα την τελευταία αλλαγή των ποινικών κωδίκων παραμονές των εκλογών του 2019, η οποία σύμφωνα με τον υπουργό Δικαιοσύνης άφησε ανέγγιχτη τη μεσαία εγκληματικότητα και διαμόρφωσε το γενικευμένο αίσθημα ατιμωρησίας που επικρατεί στην ελληνική κοινωνία.
Με το νομοσχέδιο προβλέπεται ότι η έκτιση ποινών φυλάκισης μέχρι έναν χρόνο θα αναστέλλεται. Ποινή φυλάκισης από ένα έως δύο χρόνια θα μπορεί να μετατρέπεται σε χρηματική ή σε κοινωνική εργασία. Ποινές από δύο έως τρία χρόνια θα απαιτούν υποχρεωτική έκτιση σε σωφρονιστικό κατάστημα από ένα έως έξι μήνες. Από τρία χρόνια και πάνω η φυλάκιση θα είναι αυτονόητη και αναπότρεπτη.
Ενδοοικογενειακή βία και τροχαία δυστυχήματα
Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση των αυτοκινητιστικών ατυχημάτων υπό ορισμένες συνθήκες.
Οδηγός που σκοτώνει κάποιον εξ αμελείας με το αυτοκίνητό του και με δική του υπαιτιότητα λόγω μέθης, υπερβολικής ταχύτητας και παραβίασης του ερυθρού σηματοδότη πλέον θα φυλακίζεται, λέει ο κ. Φλωρίδης.
Στην αυτή λογική το νομοσχέδιο προβλέπει αυστηρότερες ποινές και ειδικές προβλέψεις για τα αδικήματα ενδοοικογενειακής βίας. Και επιπλέον θα κατοχυρώνει το απόλυτο ακαταδίωκτο για τους εκπαιδευτικούς, τους γιατρούς, τους νοσηλευτές και τους κοινωνικούς λειτουργούς που διαπιστώνουν και καταγγέλλουν στις αστυνομικές αρχές τέτοια αδικήματα. Και αυτό γιατί έχει παρατηρηθεί οι εγκαλούμενοι να σέρνουν στα δικαστήρια όσους καταγγέλλουν περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας.
Ο κ. Φλωρίδης επιμένει, σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, στις απόψεις του και για την άρση του μέτρου της ασυλίας των τραπεζικών στελεχών, καθώς θεωρεί ότι τα πιστωτικά ιδρύματα, που κατά δήλωσή τους έχουν εισέλθει σε φάση κανονικότητας και επειδή οι έκτακτες συνθήκες της μεγάλης οικονομικής κρίσης έχουν παρέλθει, επιβάλλεται να μην απολαμβάνουν πια το μοναδικό προνόμιο του ακαταδίωκτου για ποινικές υποθέσεις. Το θέμα παραμένει εκκρεμές, αλλά εκτιμάται ότι το νομοσχέδιο θα δίδει απάντηση και σε αυτό το επίμαχο ζήτημα της προνομιακής μεταχείρισης των τραπεζικών στελεχών.
Την άνοιξη δεύτερος γύρος αλλαγών
Από εκεί και πέρα ο υπουργός Δικαιοσύνης ετοιμάζει δεύτερο κύκλο παρεμβάσεων και αλλαγών με επόμενο νομοσχέδιο που θα κατατεθεί στη Βουλή την προσεχή άνοιξη και θα προβλέπει την αναμόρφωση του δικαστικού χάρτη.
Σκοπεύει να ενοποιήσει ειρηνοδικεία και πρωτοδικεία και βεβαίως να καταργήσει τη διατηρούμενη εδώ και πολλές δεκαετίες αναχρονιστική διάκριση μεταξύ ειρηνοδίκη και πρωτοδίκη. Σήμερα στο δικαστικό σώμα υπηρετούν περίπου 1.000 ειρηνοδίκες και άλλοι τόσοι πρωτοδίκες. Με τη διαφορά ότι οι πρώτοι χειρίζονται το ένα τρίτο των δικαστικών υποθέσεων και οι δεύτεροι τα δύο τρίτα. Η ενοποίηση του κλάδου θα ανακατανείμει το δικαστικό έργο και θα επιταχύνει την απόδοσή του.
Εχει καταγραφεί σε έκθεση διεθνούς οργανισμού που ασχολήθηκε επιμελώς με το διαρθρωτικό θέμα της ελληνικής δικαιοσύνης ότι σε νησί του Αιγαίου υπηρετούν τέσσερις ειρηνοδίκες και ο καθείς εξ αυτών διαχειρίζεται πέντε υποθέσεις τον χρόνο! Το κόστος εκκαθάρισης κάθε μίας εξ αυτών είχε υπολογιστεί σε 25.000 ευρώ για το Ελληνικό Δημόσιο! Για τον κ. Φλωρίδη η ενοποίηση των ειρηνοδικείων με τα πρωτοδικεία θα βοηθήσει σημαντικά τη διαχείριση του δικαστικού έργου.
Στην αυτή λογική της διευκόλυνσης και επιτάχυνσης του χρόνου απονομής του δικαίου θα κινηθεί προς την αλλαγή της Πολιτικής Δικονομίας, της Δικονομίας του Συμβουλίου της Επικρατείας και των Διοικητικών Δικαστηρίων. Και μαζί θα προβλέψει τη μεταφορά κρίσιμης δικαστικής ύλης στους δικηγόρους και συμβολαιογράφους. Στους πρώτους θα ανατεθεί το έργο της εξάλειψης των υποθηκών και προσημειώσεων και στους δεύτερους αυτό της έκδοσης διαταγών πληρωμής.