Η δημόσια συζήτηση για τη μορφή και τον τρόπο διακυβέρνησης μιας χώρας αποτελεί συχνά πεδίο αντιπαράθεσης και ανταλλαγής επιχειρημάτων. Η οργάνωση και λειτουργία της κυβέρνησης και της Κεντρικής Διοίκησης σε ένα ιδιαίτερα συγκεντρωτικό κράτος, όπως το ελληνικό, αποτελεί κρίσιμο παράγοντα καθορισμού της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών προς τον πολίτη, της ορθής λήψης αποφάσεων και της αντιμετώπισης επειγουσών και έκτακτων καταστάσεων.

Οι ρυθμίσεις που μεταπολιτευτικά άγγιξαν το ζήτημα προσπάθησαν να καινοτομήσουν, άλλοτε χρησιμοποιώντας εκθέσεις εμπειρογνωμόνων, άλλοτε ακολουθώντας την πολιτική συγκυρία της εποχής και άλλοτε βασιζόμενες και στα δύο. Πλέον μπορούμε να κατατάξουμε τις σχετικές μεταπολιτευτικές ρυθμίσεις σε 2 κατηγορίες: (α) ρυθμίσεις, κυρίως των περιόδων 1993-2004 και 2010-2019, οι οποίες προσέθεταν διατάξεις πάνω σε υφιστάμενες ρυθμίσεις, δημιουργώντας μια πανσπερμία κανόνων που οδηγούσαν σε πολυνομία και κακονομία και (β) ρυθμίσεις που συγκέντρωναν, κωδικοποιούσαν και ανασχεδίαζαν τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας του κράτους. Στη δεύτερη κατηγορία συναντάμε ρυθμίσεις, όπως οι νόμοι 400/1976, 1558/1985, το Π.Δ. 63/2005 και βέβαια ο Ν. 4622/2019 για το επιτελικό κράτος του σημερινού πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη.

Παραδοσιακά, όλες σχεδόν οι παραπάνω ρυθμίσεις έδιναν μεγάλη βαρύτητα στην υποστήριξη του ρόλου του Πρωθυπουργού ως συντονιστή της κυβέρνησης, οργανώνοντας τον τρόπο με τον οποίο οι σχετικές δημόσιες υπηρεσίες, όπως η Γενική Γραμματεία του Υπουργικού Συμβουλίου ή της κυβέρνησης αργότερα, η Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και Επικοινωνίας που επόπτευε την ΕΡΤ, η ΕΥΠ, υπάγονταν σε αυτόν. Για παράδειγμα, η ΕΥΠ, η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο το τελευταίο διάστημα, είχε υπαχθεί στον Πρωθυπουργό πολλές φορές στο παρελθόν, τόσο το 1953 όταν και ιδρύθηκε με το Ν.Δ. 2421/1953, όσο και το 1986 με τον Νόμο 1645/1986.

Η βαρύτητα στην υποστήριξη του συντονιστικού ρόλου του Πρωθυπουργού σχετίζεται άμεσα με το ζήτημα του σωστού σχεδιασμού και της αποτελεσματικής υλοποίησης των δημοσίων πολιτικών και τελικώς με την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των πολιτών στον κυβερνητικό θεσμό, γεγονός που αποτελούσε πάντα μια παθογένεια για το ελληνικό πολιτικό-διοικητικό σύστημα. Για παράδειγμα, το 2011 ο ΟΟΣΑ σε σχετική Εκθεσή του προέτρεπε να δημιουργηθεί μια δυνατή δομή υπό τον Πρωθυπουργό η οποία θα λειτουργήσει ως ένα αποτελεσματικό συντονιστικό Κέντρο Διακυβέρνησης. Πιο συγκεκριμένα, ανέφερε: «Despite efforts at reform, the Centre of Government only has limited capacity to set strategic directions and priorities, to steer and co-ordinate developments in line ministries, and to ensure that policies are effectively implemented». Επιπρόσθετα, η Εκθεση αποκάλυπτε μια σειρά παθογένειες της Ελληνικής Κεντρικής Διοίκησης, τις οποίες ο νόμος για το επιτελικό κράτος ήρθε να αποκαταστήσει. Από τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η νομοθέτηση μέχρι τη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού και από το πώς υλοποιείται η ψηφιακή πολιτική μέχρι το πώς διαμοιράζονται τα δεδομένα και πώς συνεργάζονται τα υπουργεία.

Και το ερώτημα που τίθεται είναι: συνέβαλε τελικώς το επιτελικό κράτος στην ανάκτηση της εμπιστοσύνης των πολιτών στο θεσμό της κυβέρνησης;

Η απάντηση μπορεί να προέλθει πάλι από έναν βασικό διεθνή δείκτη του ίδιου του ΟΟΣΑ, τον δείκτη της εμπιστοσύνης των πολιτών στην κυβέρνηση. Σύμφωνα λοιπόν με τον Οργανισμό, η Ελλάδα σκοράρει προς τη μέση του μ.ό. του ΟΟΣΑ, μπροστά από χώρες όπως Ισπανία, Ιταλία, Ηνωμένο Βασίλειο και μόλις λίγο πίσω από τις ΗΠΑ.

Το ενδιαφέρον όμως επικεντρώνεται στη διαχρονική πορεία του δείκτη για την Ελλάδα.

Από το 2006 έως το 2015 η Ελλάδα κατρακυλάει στον δείκτη, με μια μικρή άνοδο κατά την περίοδο της διακυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου, ενώ παρουσιάζει κατακόρυφη αύξηση το 2015, ίσως λόγω της ψεύτικης ελπίδας που δημιούργησε η κυβερνητική αλλαγή. Αύξηση όμως η οποία είναι προσωρινή και διαρκεί ελάχιστα, καθώς τα επόμενα χρόνια η Ελλάδα ξαναβουλιάζει στον δείκτη, από 43,7 στο 13,2 σημειώνοντας μία από τις χαμηλότερες θέσεις στις οποίες βρέθηκε ποτέ.

Από το 2019 όμως η Ελλάδα, λόγω της κυβερνητικής αλλαγής που προήλθε με την άνοδο της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη, εκτινάσσεται στον δείκτη (39,6). Από εκείνο το σημείο συμβαίνει κάτι που δεν έχει ξανασυμβεί: η χώρα παραμένει για τα επόμενα δύο έτη ψηλά στον δείκτη, βελτιώνοντας και καταφέρνοντας παράλληλα να βελτιώσει την επίδοσή της (2020/39,7, 2021/40,2). Τα αποτελέσματα για το 2021 δημοσιεύτηκαν πριν από μερικές εβδομάδες.

Κατά την τελευταία, λοιπόν, τριετία η εμπιστοσύνη των πολιτών στην κυβέρνηση έχει αυξηθεί και το κυριότερο: έχει παραμείνει σε υψηλά επίπεδα για όλο το προαναφερθέν χρονικό διάστημα. Η ερμηνεία είναι πως οι πολίτες εμπιστεύονται τον Κυριάκο Μητσοτάκη και το επιτελικό κράτος για την παροχή δημοσίων υπηρεσιών, για την αντιμετώπιση έκτακτων καταστάσεων, αλλά και για την ικανότητα που δείχνει να διορθώνει, γρήγορα και αποτελεσματικά, τα όποια προβληματικά σημεία.

Σωστά ή λανθασμένα μοντέλα διακυβέρνησης δεν υπάρχουν. Υπάρχουν μοντέλα που είναι κατάλληλα για την κάθε εποχή. Και σε αυτή τη δύσκολη εποχή, το επιτελικό κράτος αποτελεί ένα μοντέλο που συνδυάζει τον αποτελεσματικό πρωθυπουργικό συντονισμό με τη συλλογική διαχείριση των δημόσιων πολιτικών από το Υπουργικό Συμβούλιο. Είναι ένα μοντέλο που διασφαλίζει τη θεσμική σταθερότητα μέσα από την ευελιξία προσαρμογής των διοικητικών δικλίδων τους και τη γρήγορη διόρθωση λαθών. Και, βέβαια, είναι ένα μοντέλο που χρησιμοποιεί τις νέες τεχνολογίες για να παίρνει καλύτερες και πιο γρήγορες αποφάσεις και να ανταποκρίνεται άμεσα στις κρίσεις αυξάνοντας τόσο την ευημερία όσο και την ανθεκτικότητα της χώρας.

Είναι ένα μοντέλο που εν τέλει οδηγεί την Ελλάδα στον 21ο αιώνα.

Ο κ. Λεωνίδας Χριστόπουλος είναι γενικός γραμματέας Ψηφιακής Διακυβέρνησης και Απλούστευσης Διαδικασιών.