Ενα από τα πιο δύσκολα και αμφιλεγόμενα κεφάλαια της μεταρρυθμιστικής πολιτικής του ΕΣΥ επεξεργάζεται η ηγεσία στην οδό Αριστοτέλους, που θέλει το νοσηλευτικό σύστημα υγείας να μετατρέπεται σε έναν ανεξάρτητο (και συνεπακόλουθα διοικητικά απαγκιστρωμένο από την οδό Αριστοτέλους) Οργανισμό, που θα λάβει τη μορφή Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ).

Δειλά και συνεπακόλουθα όμως ανοίγει ένα ακόμη «καυτό» ζήτημα: Αυτό της μετατροπής των νοσοκομείων σε Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου (ΝΠΙΔ) μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, ως το δυνητικά επόμενο βήμα για τη συγκρότηση ενός σύγχρονου συστήματος που συμβαδίζει με το ευρωπαϊκό πρότυπο. Οι αντιδράσεις, κάθε φορά που θίγεται αυτό το σενάριο, είναι πάντως αντανακλαστικές, καθώς διαφοροποιείται από τις κλασικές συνταγές. Τα επιχειρήματα για μια στρατηγική προσπάθεια ιδιωτικοποίησης του συστήματος υγείας δυναμιτίζουν τον διάλογο, με αποτέλεσμα κατά το πρόσφατο παρελθόν να έχουν καταγραφεί αρκετές κυβερνητικές αναδιπλώσεις.

Γράφε-σβήνε

Το σχέδιο, συμπεριλαμβανομένων των εναλλακτικών εκδοχών του, γράφεται και ξαναγράφεται εδώ και καιρό. Οι μεταρρυθμιστικές προθέσεις είχαν άλλωστε διατυπωθεί πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας, όμως η υγειονομική κρίση σταμάτησε βίαια κάθε εξέλιξη.

Οι εμπνευστές των αλλαγών – τις προτάσεις επεξεργάζεται ενδελεχώς ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας, Μάριος Θεμιστοκλέους, με τις σχετικές αποφάσεις να δρομολογούνται για μετά το καλοκαίρι – επιμένουν πως η επανίδρυση του ΕΣΥ στοχεύει στο να μπει τέλος στην (κακο)διαχείριση ενός δημοσίου συστήματος-γίγαντα. Στο πλαίσιο αυτό, ένα από τα επικρατέστερα σενάρια που μελετάται είναι η επανίδρυση του ΕΣΥ σε ΝΠΔΔ.

Σε κάθε περίπτωση, και κατά το πρότυπο του NHS England, στόχος είναι να δημιουργηθεί ένας ανεξάρτητος οργανισμός που θα ελέγχει τις δαπάνες του συστήματος και θα διαχειρίζεται το προσωπικό. Σκοπός είναι του πουργείο Υγείας να απεγκλωβιστεί από την αντιμετώπιση προβλημάτων της καθημερινότητας, καθώς έως και σήμερα πολιτικοί και τεχνοκράτες στην οδό Αριστοτέλους έχουν την αποκλειστική ευθύνη της οργάνωσης και της διοίκησης των νοσοκομείων. Παράλληλα, όμως, προτείνεται και η αναβάθμιση του ρόλου των Υγειονομικών Περιφερειών (ΥΠΕ) ώστε αφενός να εισηγούνται στην κεντρική διοίκηση του ΕΣΥ προτάσεις για την αποδοτικότερη λειτουργία των υγειονομικών μονάδων που βρίσκονται υπό την «ομπρέλα» τους και αφετέρου να έχουν έναν πιο στενό εποπτικό ρόλο ως προς την υλοποίηση των κεντρικών αποφάσεων.

«Μία από τις βασικές διαχρονικές παθογένειες του ΕΣΥ είναι η κακοδιοίκηση. Εδώ και χρόνια το ΕΣΥ διοικείται κεντρικά από αδύναμες υπηρεσίες του υπουργείου Υγείας, και κυρίως από τα επιτελεία τής εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας» παρατηρεί η διαΝΕΟσις σε πρόσφατη πρότασή της για τη διακυβέρνηση του ΕΣΥ. Οι συγγραφείς, αναλύοντας τα κακώς κείμενα ενός συστήματος που μετρά ήδη τέσσερις δεκαετίες ζωής, στέκονται στην ανάγκη επανίδρυσης του ΕΣΥ ως ΝΠΔΔ. Και έπειτα, σε δεύτερο χρόνο, συνιστούν τη μετατροπή των νοσοκομείων σε ΝΠΙΔ μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, «αποκτώντας έτσι μεγαλύτερη διαχειριστική ευχέρεια για την αύξηση της κλινικής αποτελεσματικότητας και της οικονομικής αποδοτικότητάς τους».

Τι ΕΣΥ θέλουμε

«Ποια είναι τα νοσοκομεία που θέλουμε τον 21ο αιώνα;». Με το ερώτημα αυτό ανοίγει τη συζήτησή μας στο «Βήμα» ο καθηγητής Πολιτικής της Υγείας στο LSE Ηλίας Μόσιαλος. «Ποια θα είναι δευτεροβάθμια και ποια τριτοβάθμια νοσοκομεία; Πώς θα διασυνδέονται; Τα περιφερειακά νοσοκομεία πόσους ασθενείς μπορούν να συγκρατήσουν με βάση τις δεξιότητες του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού αλλά και του τεχνολογικού εξοπλισμού τους; Τι προσωπικό και υπηρεσίες χρειαζόμαστε;».

Η ανάγκη μέτρησης της ποιότητας και της πραγματικής αξίας που παράγουν οι δημόσιες δομές υγείας αποτελεί διαχρονικό αίτημα, εν μέσω μίας εξίσου διαχρονικής συνθήκης ένδειας δεδομένων. «Θα πρέπει όμως να απαντηθούν ενδελεχώς όλα αυτά πριν εξετάσουμε τις νομικές μορφές που θα εξυπηρετήσουν καλύτερα το σύστημα» σημειώνει.

Ο αχαρτογράφητος χάρτης υγείας

Εως και σήμερα ο «Χάρτης Υγείας» παραμένει… αχαρτογράφητος, πόσω μάλλον η ποιοτική αποτύπωση του συστήματος κατά τόπους, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αξιολογηθεί η επάρκεια και η αποδοτικότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών. Είναι εν τούτοις τεκμηριωμένο πως επί χρόνια καταγράφεται μία σημαντική ροή ασθενών σε κεντρικά νοσοκομεία (π.χ. πανεπιστημιακά), παρότι στον τόπο διαμονής των μετακινούμενων ασθενών λειτουργούν νοσηλευτικές μονάδες.

«Μήπως ήρθε η ώρα να σχεδιάσουμε έναν υγειονομικό χάρτη με βάση τις νέες συγκοινωνιακές συνθήκες της χώρας αλλά και με δεδομένο πως τα μεγαλύτερα νοσοκομεία, λόγω στελέχωσης και εξοπλισμού, προσφέρουν καλύτερες υπηρεσίες; Αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει να καταργηθούν δομές αλλά, πιθανώς, να αλλάξουν χαρακτήρα. Το βέβαιο είναι πως η χώρα δεν μπορεί να συνεχίσει με αυτό το νοσοκομειακό stock για πολύ ακόμη» συμπληρώνει με νόημα.

Στα χρόνια της πανδημίας

Στα χρόνια της πανδημίας προβλήθηκε κυβερνητικά ένα νέο μοντέλο νοσοκομειακής οργάνωσης, αυτό τον «Hub and Spokes» (Κόμβου και Ακτίνας). Ο καθηγητής Διοίκησης Υπηρεσιών Υγείας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Νίκος Πολύζος, υπερθεματίζει: Οι προ 12ετίας διασυνδέσεις πρέπει να μετατραπούν σε «ολιστικές συνδέσεις» (20+) νοσοκομείων κόμβων (περιφερειακών – πανεπιστημιακών), που θα περιλαμβάνουν όλες τις ειδικότητες και τεχνολογίες, με ως 50 (νομαρχιακά) ακτινωτά νοσοκομεία που θα περιλαμβάνουν όλες τις αναγκαίες ειδικότητες και τεχνολογίες και θα «απορροφήσουν» (χωρίς να κλείσουν) τα υπόλοιπα (ως 50) των βασικών ειδικοτήτων.

«Ο στόχος των Περιφερειακών Διοικήσεων ας είναι η αποτελεσματική λειτουργία τους σε δίκτυο εξωνοσοκομειακών και νοσοκομειακών υπηρεσιών, που θα ελαχιστοποιήσει τις διαπεριφερειακές ροές και επακόλουθα τα ράντζα, βελτιώνοντας την πρόσβαση» συμπληρώνει ο ίδιος.

Και προσθέτει, πως «ο κύκλος φροντίδας στη χώρα μας πρέπει να διαμορφωθεί και με βάση τα χρόνια νοσήματα, αρχικά σε (επικεφαλής) κέντρα αναφοράς, σε κάθε νοσοκομείο κόμβο, σε συνεργασία με τα ακτινωτά τους νοσοκομεία και τα συνδεόμενα με αυτά βασικά νοσοκομεία και κέντρα υγείας». Και «φυσικά απαιτείται σύζευξη νοσοκομείων, με τις μονάδες πρωτοβάθμιας και της πρόνοιας, με ενδεικτικό παράδειγμα των σκανδιναβικών χωρών (Φινλανδίας κ.ά.) στις περιφέρειές τους».

«Κόκκινο πανί»

Για την ιστορία, την πρόταση είχε καταθέσει το 2019 ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος (ΠΙΣ) στην τότε ηγεσία του υπουργείου Υγείας, ξεσηκώνοντας κύμα αντιδράσεων. «Πάγωσε» όμως ουσιαστικά όταν η χώρα εισήλθε στον πανδημικό κυκεώνα. Εν έτει 2022, εν μέσω ύφεσης του 5ου πανδημικού κύματος, η τότε αναπληρώτρια υπουργός Υγείας Μίνα Γκάγκα επανήλθε στο θέμα, τονίζοντας πως τα νοσοκομεία που λειτουργούν ως ΝΠΙΔ είναι κατά 70% αποδοτικότερα από αυτά του δημόσιου τομέα ως προς την εξοικονόμηση πόρων και την παροχή ποιοτικότερων υπηρεσιών.

Στα τέλη του 2023, η ίδια πρόταση επαναλαμβάνεται από τη διαΝΕΟσις. Ομως, «η μετατροπή αυτή προτείνεται να υλοποιηθεί μετά τη συγκρότηση του ΕΣΥ ως ΝΠΔΔ και την αναδιάταξη των ΥΠΕ και κυρίως μετά την αναδιαμόρφωση του νοσοκομειακού χάρτη».  Γιατί όμως η αλλαγή αυτή αποτελεί «κόκκινο πανί» για τους εκπροσώπους των υγειονομικών; Πρόκειται για την αρχή της ιδιωτικοποίησης του ΕΣΥ; Η απάντηση που δίνει ο κ. Μόσιαλος είναι καθησυχαστική: «Η νομική αυτή μορφή θα προσφέρει ιδανικά στα νοσοκομεία μεγαλύτερη ευελιξία στη διαχείριση των προϋπολογισμών. Και ενδεχομένως στη διαχείριση του προσωπικού. Δεν θα χρειάζεται να αναζητούν τον υπουργό Υγείας για να λάβουν υπογραφές και εγκρίσεις, συνεπώς θα είναι αποδοτικότερα».