Με τη φράση «ο θάνατος είναι ένα πρόβλημα των ζωντανών», η Γεωργία Π. περιγράφει στο «Βήμα» την περιπέτεια που ακολούθησε τον θάνατο του πατέρα της: «Πέραν του πένθους, το οποίο από μόνο του είναι μια ιδιαίτερα επώδυνη διαδικασία, έχεις να ασχοληθείς και με όλα τα σκληρά διαδικαστικά. Γι’ αυτό και οι συνθήκες κατάληξης ενός ανθρώπου οφείλουν να είναι, αν μη τι άλλο, αξιοπρεπείς. Εμείς κηδέψαμε τον πατέρα μου στο Κοιμητήριο Ζωγράφου και από την αρχή μας είπαν ότι αν θέλουμε στο μέλλον να αγοράσουμε τον τάφο θα ήταν πιο εύκολο να πάμε στη Γ’ ζώνη. Επειδή η μητέρα μου πήγαινε καθημερινά, στα τρία χρόνια κάναμε αίτηση για αγορά. Ωστόσο, απορρίφθηκε και ήταν κάτι πολύ δύσκολο. Πήραμε παράταση και κάναμε δύο ενστάσεις. Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε γιατί δεν προχωρούσε το αίτημα».

Στο τέλος, όπως αναφέρει, επειδή πλησίαζαν οι… εκλογές – και μετά από αμέτρητα τηλεφωνήματα – το αίτημα έγινε δεκτό. Βέβαια, πληρώσαμε 10.000 ευρώ, ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό για μία συνταξιούχο. Αλλά δεν θέλαμε να ζήσουμε τη φρίκη της εκταφής. Νιώθω ότι έχω απέναντι ένα σύστημα που έχει εξελιχθεί σε μία ιδιαίτερα επικερδή βιομηχανία. Ενα σκοτεινό σύστημα από υπηρεσίες της αυτοδιοίκησης και γραφεία τελετών που εν τέλει εκμεταλλεύονται τον ανθρώπινο πόνο» λέει.

Ο Ηλίας Κ. χαρακτηρίζει την εκταφή του πατέρα του ως πιο σκληρό κι από τον ίδιο τον θάνατο. «Τον είχαμε θάψει στο Κοιμητήριο Χολαργού, ωστόσο, λόγω έλλειψης χώρου και μόλις ολοκληρώθηκε η τριετία έπρεπε να γίνει η εκταφή. Μια δεύτερη κηδεία. Πρέπει να είσαι εκεί και αφού σου εξηγήσουν όλες τις μακάβριες λεπτομέρειες να το δεις. Τα παπούτσια του δικού σου ανθρώπου άθικτα, το μαντιλάκι που κάποτε σκέπαζε το πρόσωπό του να στέκει εκεί. Οχι όμως και ο ίδιος, όχι όπως τον θυμόσουν. Τουλάχιστον ήμασταν τυχεροί και η φύση είχε κάνει το έργο της, σε αντίθεση με άλλες περιπτώσεις…».