«Η αλήθεια είναι ότι δεν θυμάμαι πότε ακριβώς ξεκίνησα να θεωρώ μια ζυγαριά το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή μου. Αυτό που θα καθόριζε την επιτυχία ή την αποτυχία μου.

Το φαγητό ήταν πάντα αυτό που είχε σχέση με την ψυχολογική μου κατάσταση, με αυτό συνδέονταν τα πάντα.

Στην αρχή χαιρόμουν τρομερά που μπορούσα να φάω τόσο λίγο ή να περάσω μεγάλα χρονικά διαστήματα χωρίς φαγητό και μετά να βλέπω τα κιλά να πέφτουν.

Εκείνες τις στιγμές της επιτυχίας, η κατάθλιψη μου έφευγε και όσο περισσότερο έχανα τόσο περισσότερο αισθανόμουν χαρά. Σύντομα τίποτα δεν μου φαινόταν ασφαλές για να το φάω. Ολα έμοιαζαν να περιέχουν κάποιον κίνδυνο.

Κάθε φορά έβαζα ένα όριο στα κιλά που έπρεπε να φτάσω και όταν το έφτανα, απλά χαμήλωνα το όριό μου για να χάσω κι άλλα. Το φαγητό εκείνη τη φάση με φόβιζε. Ετρωγα λίγο και μετά αισθανόμουν υποχρεωμένη να περπατήσω χιλιόμετρα για να είμαι σίγουρη ότι θα το κάψω.

Νομίζω ότι είχα μπει στο τρένο χωρίς επιστροφή, όταν οι γονείς μου άρχισαν να γίνονται πιο πιεστικοί στην προσπάθειά τους να με οδηγήσουν στο νοσοκομείο. Πείστηκα λοιπόν να δεχτώ βοήθεια. Ακολούθησαν πολλές συναντήσεις με ψυχιάτρους, πολλά μπρος-πίσω.

Αυτή είναι μια μάχη που δεν μπορείς να την κερδίσεις μόνος σου. Ομως αυτό που θέλω να πω πια με βεβαιότητα είναι ότι σωτηρία υπάρχει».

Ζ.Π.