Τη στιγμή που έγινε απόπειρα να συνδεθεί η πλατεία Συντάγματος με τους συγγενείς που βρίσκονταν στο μνημόσυνο στις ράγες του τρένου, τα καλώδια από τα Τέμπη ως το Σύνταγμα και οι δορυφόροι στο Διάστημα δυσκολεύτηκαν για λίγο να αντέξουν το φορτίο.
«…εκεί που χάσαμε τα παιδιά μας κι εκεί κοντά που πετάξανε οι θρασύδειλοι τα απομεινάρια τους…»
Η πρώτη πρόταση που ακούστηκε από τα μεγάφωνα κοβόταν κι επαναλαμβανόταν ξανά και ξανά: «Είμαστε εδώ, στο σημείο μηδέν, εκεί που χάσαμε τα παιδιά μας κι εκεί κοντά που πετάξανε οι θρασύδειλοι τα απομεινάρια τους». Και ήταν σαν όλα όσα δεν κατάφερνες να νιώσεις δύο χρόνια να πλημμύριζαν τους δρόμους της πόλης και να μη χωρούσαν, να μη γινόταν να εκτονωθούν χωρίς να σε συντρίψουν. Μετά πάλι σιωπή.

Από την Ιπποκράτους, στις δέκα παρά, κόσμος κατέβαινε σε συνεχόμενες ροές. Ολος ο κόσμος. Ηταν όλος ο κόσμος, κάθε άνθρωπος, κάθε ηλικίας, κάθε φυσιογνωμία που μπορείς να σχηματίσεις στο κεφάλι σου ήταν εκεί. Από πάνω ο ουρανός ήταν γκρι και βαρύς και ανήσυχος, και για λίγο ψιχάλισε.
Ανθρωποι ανέβαιναν την Ακαδημίας, άνθρωποι κατέβαιναν από κάθε δρόμο και κάθε στενό, από τα Εξάρχεια ως τον Ευαγγελισμό, από το Μοναστηράκι, την Ομόνοια, την Πατησίων, τη Συγγρού, δεν έχει νόημα να το περιγράφεις με λέξεις, δεν έχει νόημα, δεν έχεις ξαναδεί κάτι τέτοιο, δεν έχει ξανασυμβεί κάτι τέτοιο όσο ζεις.

Το ερώτημα είναι: γιατί; Σου μοιάζει αυτονόητη η απάντηση, σου μοιάζει προφανής. Αλλά δεν μπορείς να τοποθετήσεις τη μια λέξη μπροστά στην άλλη και να την πεις. Γιατί είναι τόσο δύσκολο να μιλήσεις για τα Τέμπη; Γιατί είναι τόσο δύσκολο να εξηγήσεις γιατί όλοι αυτοί οι άνθρωποι, οι άνθρωποι, οι άνθρωποι, γιατί έμοιαζε σαν κάθε σώμα αυτής της χώρας να έχει ενωθεί στους δρόμους της;
Στριμωχτήκαμε ανάμεσα στους άλλους, Πανεπιστημίου και Βασιλίσσης Σοφίας, μπροστά μας η Βουλή γειρτή, θαβόταν μέσα στον κόσμο. Συνθήματα κάθε τόσο ξεπετάγονταν και δυνάμωναν, αλλά όλα γρήγορα τα κάλυπτε η ίδια σιωπή. Μια κυρία γύρω στα εξήντα στάθηκε μπροστά μας. Εβαζε το χέρι της μέσα σε μια μπλε τσάντα ΙΚΕΑ, έβγαζε χαρτόνια με τα ονόματα των νεκρών και τα μοίραζε. Βρέθηκες να κρατάς το όνομα «Θώμη Πλακιά», όταν ξεκίνησαν από τα μεγάφωνα να ακούγονται ένα-ένα και τα 57 ονόματα.
Και τότε, για πρώτη φορά μετά από δύο χρόνια, αιφνίδιο κλάμα. Κλάμα για τους νεκρούς, κλάμα για κάθε όνομα που υψωνόταν στα χέρια γύρω σου, κλάμα για τη Θώμη Πλακιά που την κρατούσες στα δικά σου χέρια και δεν ήξερες τι να κάνεις πέρα από το να την κρατάς, κλάμα για τους γονείς της που δεν μπόρεσαν να την κρατήσουν, κλάμα για εσένα τον ίδιο. Αιφνίδιο κλάμα για τα δύο ολόκληρα χρόνια που βιάστηκε με τέτοιον κυνισμό η αξιοπρέπειά σου, που έτυχε τέτοιας εκμετάλλευσης το μούδιασμα και η απογοήτευσή σου που βρισκόσουν σε μια μόνιμη κατάσταση σοκ – τόσο μόνιμη που παραλίγο να τη συνηθίσεις – απέναντι στο αποκορύφωμα του μη-ανθρώπινου: την αδηφάγα επικοινωνιακή πολιτική.
Ενός λεπτού σιγή. Λίγους μήνες πριν τα Τέμπη, παίρνουμε το τρένο από Θεσσαλονίκη για Αθήνα. Περιμένουμε να φτάσουμε, από τα παράθυρα περνάει το σκοτάδι, είμαστε σκόρπιοι στο βαγόνι ανάμεσα στους άγνωστους συνταξιδιώτες μας. Ξαφνικά, ακούγεται η λέξη «Αθάνατοι» απ’ τα ηχεία του βαγονιού, και ύστερα μια καταιγίδα από χειροκροτήματα σαν παράσιτα. Θα μπορούσαμε να είμαστε εμείς στη θέση τους.

Ισως γι’ αυτό να ήμασταν τόσοι στο Σύνταγμα, τόσοι σε όλη την Ελλάδα. Γιατί μπορεί να είναι κοινή μας μοίρα ο θάνατος, όμως αυτός ο θάνατος δεν ήταν μοιραίος. Δεν ήταν μοιραίο δυστύχημα. Ηταν παράλογο. Ηταν αδιανόητο. Και τα επόμενα δύο χρόνια που ακολούθησαν, κάθε μέρα, επαναλαμβανόταν ξανά και ξανά, στις τηλεοράσεις και τα κινητά και τις εφημερίδες μας. Οταν, ώρες μετά, ο Πρωθυπουργός της χώρας έβγαινε να δηλώσει ότι «όπως όλα δείχνουν, το δράμα οφείλεται, δυστυχώς, κυρίως σε τραγικό ανθρώπινο λάθος». Οταν έπαιζαν με τις λέξεις για το τι είναι και τι δεν είναι τηλεδιοίκηση. Οταν υποστήριζαν ότι οι δικηγόροι των θυμάτων επιμένουν να λένε έγκλημα το δυστύχημα για να εξασφαλίσουν μεγαλύτερες αποζημιώσεις. Οταν έπαιζαν στις ειδήσεις ηχητικά και βίντεο ντοκουμέντα που είχαν περάσει από μονταζιέρα, όταν γερανοί και τρακτέρ μπάζωναν τον «ιερό» τόπο του εγκλήματος, όταν ο Πρωθυπουργός έλεγε «ποιο μπάζωμα, ρωτώ εγώ;», όταν τα βίντεο ανασύρθηκαν «συμπτωματικά» δεκαέξι μήνες μετά, όταν, όταν, όταν δεν πιστεύεις πλέον σε τίποτα. Οταν αισθάνεσαι αναλώσιμος, ασήμαντος, δυνητικά νεκρός απλά και μόνο επειδή κινείσαι σε αυτή τη χώρα. Οταν στοχοποιούνται ακόμα και οι γονείς νεκρών παιδιών.
Δεν είναι εύκολο να θρηνείς συνεχώς. Ούτε είναι εύκολο να είσαι συνέχεια εξοργισμένος.
Δεν σχηματίζουμε κάποιο ταυτοτικό σύνολο, δεν εντασσόμαστε σε επικοινωνιακά τεμαχισμένες κατηγορίες, δεν είμαστε όλοι ψηφοφόροι της Ζωής Κωνσταντοπούλου, δεν έχουμε απέναντί μας «οργισμένους Νεοδημοκράτες». Πιο εύκολα μπορείς να μας δώσεις μορφή μέσω του συμπληρωματικού χώρου γύρω μας. Μέσω όλων όσων δεν είμαστε. Δεν είμαστε τα κατάφωρα ψέματα, δεν είμαστε η κατάλυση της Δικαιοσύνης, δεν είμαστε η δημόσια εκτέλεση της ενσυναίσθησης. Είμαστε αυτό που μένει.
Δεν είναι εύκολο να θρηνείς συνεχώς. Ούτε είναι εύκολο να είσαι συνέχεια εξοργισμένος. Ξυπνούν οι άμυνες του οργανισμού και σηκώνουν φράγματα για να σε προστατέψουν. Κατεβαίνεις την Ιπποκράτους και θέλεις να γυρίσεις σπίτι σου, να κλειδώσεις την πόρτα, να μπεις κάτω από τα σκεπάσματα και να δεις ό,τι σου προβάλλεται. Θες να πιστέψεις τα αφηγήματα που αγκαλιάζουν το τρομαγμένο παιδί μέσα σου, που του λένε τι είναι αλήθεια, που του δείχνουν ποιον να φοβάται. Ομως όσα απωθείς λιμνάζουν κάπου μέσα σου και έτσι αρχίζει η σήψη. Και δεν έχουμε περιθώριο για άλλη σήψη.
Μαθήτριες στα Προπύλαια με σφιγμένα φρύδια. Ηλικιωμένοι στα σκαλιά της τράπεζας με σφιγμένα χέρια πάνω στα γόνατα. Ουρλιαχτά που βγαίνουν σκίζοντας σωθικά και φωνάζουν «παρούσα» και «παρών» μετά από κάθε όνομα, 57 φορές, και σου σφίγγουν την καρδιά τόσο που επιτέλους θυμάσαι ότι υπάρχει. Αυτή δεν ήταν καμία βουβή συγκέντρωση μνήμης. Δεν χρειάζεται οξυγόνο η μνήμη, το μέλλον είναι που ασφυκτιά. Η μνήμη είναι μεγαλύτερη από εσένα, μεγαλύτερη από όλους τους.
Ηταν μια εκκωφαντική συγκέντρωση θλίψης και οργής. Απολύτως πολιτική, από άκρη σ’ άκρη. Και είχε αιτήματα.
Ο κ. Φοίβος Οικονομίδης είναι συγγραφέας, έχει βραβευθεί με το κρατικό βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα.