Εκείνο που ξεχωρίζει αμέσως μόλις μπεις στην είσοδο του φημισμένου ξενοδοχείου είναι ο τεράστιος, σχεδόν διάφανος τοίχος, διακοσμημένος με εκατοντάδες διαφορετικά χειροποίητα πλακάκια σε τόσες αποχρώσεις του μπλε που σε εκπλήσσουν. Ο σύντροφός μας στη δημοσιογραφική αυτή περιήγηση χαμογελάει. «Αυτή είναι η διαφορά του ανθρώπου από τη μηχανή…» σχολιάζει χαριτολογώντας. Και πραγματικά: πλησιάζοντας, μπορείς να δεις τις μικρές αναπαίσθητες χαραγματιές, τα μικροσπασιματάκια, τις φθορές που δεν διορθώνονται, αλλά μένουν εκεί για να δείχνουν ότι ο χρόνος δεν ισοδυναμεί μόνο με τη φθορά.
Ο τεχνίτης που έφτιαξε τα πλακάκια του περίφημου τοίχου είδε την (διάσημη επί σειρά ετών) τεχνική του να παλιώνει, αλλά και να επανέρχεται ύστερα από 15 χρόνια. Να τοποθετείται στη νέα εποχή και να τη νικάει. Και δεν είναι ο μόνος.
Θέμα ζήτησης
Το ρεπορτάζ δείχνει ότι μια τέχνη, ένα επάγγελμα μπορεί να περνάει κρίση, ωστόσο οι συνθήκες το κάνουν περιζήτητο ξανά. Η διαπροσωπική επαφή του πελάτη με τον ράφτη που θα του φτιάξει ένα σακάκι ή η τελευταία πινελιά σε ένα μεγάλο κτίριο από το χέρι του τεχνίτη που βάζει κάτι από την ψυχή του στο μωσαϊκό που στρώνει, το παραδοσιακό σχέδιο που ξαναζεί μέσα από τον αργαλειό, η αγάπη του μελισσουργού για τον μαγικό κόσμο της μέλισσας.
Στον αγώνα του «παλιού» με το «νέο» η έκβαση δεν είναι πάντα προκαθορισμένη. Πολλές φορές μπορεί να αποδειχθεί ντέρμπι. Και αρκετές να σε εκπλήξει τελείως.
Ο σύμβουλος σταδιοδρομίας δρ Χρήστος Ταουσάνης λέει ότι «υπάρχουν επαγγέλματα τα οποία δείχνουν να αντέχουν στο πέρασμα του χρόνου αλλά και να μην επηρεάζονται από την επέλαση των νέων τεχνολογιών». Και συμπληρώνει: «Τα επαγγέλματα από το παρελθόν που αντέχουν στο μέλλον έχουν δύο ξεκάθαρα χαρακτηριστικά: είτε απαιτούν μια περίπλοκη τέχνη που είναι δύσκολη ή αρκετά σύνθετη για να αυτοματοποιηθεί είτε έχουν να κάνουν με μια απευθείας διαπροσωπική επαφή που είναι – επί του παρόντος – τρομερά δύσκολο να αντικατασταθεί από ένα τεχνικό μέσο ή σύστημα».
Σταθερή ανάγκη
«Είναι κάποια επαγγέλματα που δεν θα σβήσουν ποτέ – και το ράψιμο είναι ένα από αυτά» λέει σήμερα ο κ. Τάκης Γιαννέτος, τέταρτη γενιά του γνωστού οίκου που ξεκίνησε πριν από 116 χρόνια, όταν ο Δημήτρης Γιαννέτος άνοιξε το πρώτο ραφτάδικο στο Αριοχώρι της Μεσσηνίας και συνεχίζει σήμερα στα χειροποίητα ρούχα με πολλούς διάσημους πελάτες. Στη βιοτεχνία σήμερα εργάζονται περίπου 30 άτομα. «Η ανάγκη να φτιάξει κανείς ένα κοστούμι είναι κάτι πολύ βαθύ και σύνθετο. Γιατί υπάρχουν πολλοί στους οποίους το επιβάλλει η εργασία τους, κάποιοι άλλοι ίσως έχουν μια ιδιορρυθμία στο σώμα τους και δεν μπορούν να καλυφθούν από τα έτοιμα – και δεν συζητώ για αυτούς που το ζητούν για το luxury, για το κέφι τους» συνεχίζει. Ο κ. Γιαννέτος μας διηγείται πώς κατάφεραν με καλή οργάνωση στην αρχή της πανδημίας, όταν όλα ήταν αυστηρά περιορισμένα, να ικανοποιήσουν το αίτημα ενός πελάτη τους – ξένου πολιτικού που βρέθηκε για λίγες μέρες στην Ελλάδα – για ένα χειροποίητο κοστούμι που ζητήθηκε μέσα σε δυο μέρες. Τη λύση έδωσε ένας από τους ράφτες τους που το έραψε στο… σπίτι του. Πλέον κάθε πατρόν ζωγραφίζεται στο κομπιούτερ πριν μεταφερθεί στο ύφασμα.
Η επιστροφή
Πριν από μερικά χρόνια ο αργαλειός θεωρήθηκε ξεπερασμένος. Σήμερα όμως είναι ξανά μέρος της καθημερινότητάς μας. Ολο και πιο συχνά βλέπει κανείς προσεγμένα υφαντά σε νέα καταστήματα που πουλούν αποκλειστικά ελληνικά προϊόντα σε αυτή την περίοδο της άνθησης του τουρισμού μας. Σε κάποιες γειτονιές επίσης, όπως στο Κουκάκι, ξεφυτρώνουν καταστήματα που πωλούν μόνο υφαντά – σε κάποια μάλιστα παραδίδονται και μαθήματα υφαντικής.
Ο Ηλίας Πολίτης μαζί με τη γυναίκα του Κατερίνα έχουν από το 2013 μια οικογενειακή επιχείρηση που κατασκευάζει στον αργαλειό φακέλους και πορτοφόλια σε σχέδια εμπνευσμένα από την ελληνική παράδοση. Η ιστορία τους ξεκίνησε το 2012 από έναν μικρό αργαλειό που πήραν ως δώρο οι κόρες τους. Η Κατερίνα, που εργαζόταν στη συντήρηση έργων τέχνης, θυμήθηκε πώς ύφαινε η γιαγιά της στον αργαλειό και τις βοηθούσε. Οταν είδε πόσο επιτυχημένο ήταν το αποτέλεσμα, αποφάσισαν να στήσουν τη δική τους επιχείρηση. Σε αυτή βοηθούν και τα έξι παιδιά τους. «Απ’ όταν ξεκινήσαμε, πριν από 10 χρόνια», μας λέει ο κ. Πολίτης, «βλέπεις ολοένα να ανοίγουν σχολές και καταστήματα».
Στα μελίσσια
Παρά τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η μελισσοκομία (λόγω της συνεχούς κάμψης του πληθυσμού των μελισσών, τις δυσκολίες από τα ακραία καιρικά φαινόμενα, την άνοδο του κόστους παραγωγής), οι έλληνες μελισσοκόμοι αντιστέκονται. Τουλάχιστον αυτό φανερώνουν τα στοιχεία που μας παραχώρησε η Ομοσπονδία Μελισσοκομικών Συλλόγων Ελλάδας. Σύμφωνα με αυτά, η χώρα μας είναι τρίτη στην Ευρώπη σε αριθμό κυψελών μετά την Ισπανία και τη Ρουμανία με 2.183.000 κυψέλες καταμετρημένες το 2021. «Εχω φτιάξει τρεις φορές τα μελίσσια μου» μας είπε ο Κανάρης Τσίγκανος, μέλος της Κοινωνικής Συνεταιριστικής Επιχείρησης «Παλιοβράχα». «Την πρώτη πλημμύρισε ο Σπερχειός και πνίγηκαν. Τα ξαναέφτιαξα. Πριν από δυο χρόνια κάηκαν στην πυρκαγιά που ξέσπασε στην περιοχή. Εφέτος τα έφτιαξα πάλι». Οταν έβαλε για πρώτη φορά μελίσσια, ήταν ο δεύτερος μελισσοκόμος στην περιοχή. «Τώρα έχουμε γίνει πάρα πολλοί» δηλώνει. Ο κ. Τσίγκανος ήταν επαγγελματίας φωτογράφος. Πριν από δέκα περίπου χρόνια, παρακολουθώντας μαθήματα βιολογικής καλλιέργειας και αρωματικών φυτών στο Ινστιτούτο Γεωλογικών Ερευνών, ενδιαφέρθηκε για τα μαθήματα μελισσοκομίας και από περιέργεια αποφάσισε να τα παρακολουθήσει. Αυτό ήταν. «Γνώρισα τον μαγικό κόσμο του μελιού και κόλλησα τον… ιό» λέει. Οι δυσκολίες είναι πολλές. Ο μελισσοκόμος είναι αντιμέτωπος με τα απρόβλεπτα της αγροτικής ζωής. «Τα τελευταία 5 χρόνια το κόστος μας έχει υπερδιπλασιαστεί» λέει ο μελισσοκόμος. Εν τούτοις, ένας επαγγελματίας του μελιού με 200 παραγωγικές κυψέλες, ο οποίος εκμεταλλεύεται όλα τα προϊόντα τους (μέλι, γύρη, βασιλικό πολτό και πρόπολη), μπορεί να κερδίσει ικανοποιητικό εισόδημα.
Ξανά μωσαϊκό
Αλλά και η οικοδομική δραστηριότητα τον τελευταίο καιρό παρουσίασε άνοδο. Συγκεκριμένα, από τον Φεβρουάριο του 2022 μέχρι τον Ιανουάριο του 2023 αυξήθηκαν κατά 6,1% οι οικοδομικές άδειες σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο της προηγούμενης χρονιάς. Παράλληλα, όπως επισημαίνουν στο «Βήμα» επαγγελματίες του κλάδου, οι νέες τάσεις στην αρχιτεκτονική επαναφέρουν τεχνικές που στο πρόσφατο παρελθόν είχαν ξεχαστεί, είχαν γίνει «ντεμοντέ». Λαμπρό παράδειγμα είναι η επιστροφή του μωσαϊκού, του στούκο βενετσιάνο (τεχνοτροπίας τοίχου), των χειροποίητων πλακακιών (τεχνική που επανέρχεται ύστερα από 15 χρόνια). Η κατάσταση αυτή έχει κάνει τους συγκεκριμένους τεχνίτες περιζήτητους και οι αμοιβές τους έχουν ανέβει ξανά θεαματικά.
«Δεν υπάρχουν πια μάστορες, ίσως να είμαι ένας από τους τελευταίους» λέει με τη σειρά ο κ. Γιώργος Κοντογιάννης, ο οποίος διαθέτει βιοτεχνία με μαξιλάρια και στρώματα, χειροποίητα και μη, στην Κρήτη. «Φοβάμαι ότι θα πάρω την τέχνη μου μαζί μου».
Από το I958
Η βιοτεχνία του υπάρχει από το 1958. Δύσκολη η κατασκευή των χειροποίητων βαμβακερών στρωμάτων, αναφέρει. «Τα καινούργια παιδιά δεν τα ξέρουν πια». Ωστόσο, σε πολλά πολυτελή ξενοδοχεία της πόλης όλο και περισσότερα επιλέγουν τα βαμβακερά μαξιλάρια για τους καναπέδες τους.