Τριβές και θύελλα αντεπιχειρημάτων προκαλεί το σχέδιο του υπουργείου Υγείας για την ανασύνταξη της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ). Η τοποθέτηση αποφοίτων Ιατρικής ως προσωπικών γιατρών στη θέση των αγροτικών αλλά και οι υψηλές αμοιβές σε ειδικευόμενους γενικούς γιατρούς και παθολόγους, όπως και σε επιστήμονες με εμπειρία που θα επαναπατριστούν, στο πλαίσιο πιλοτικού προγράμματος, είναι τα σημεία αιχμής.
Οι νοσοκομειακοί γιατροί (ΟΕΝΓΕ) λαμβάνουν θέση μάχης, κάνοντας λόγο για υποβάθμιση του θεσμού του προσωπικού γιατρού, καθώς «ο πληθυσμός αναφοράς θα έχει κάθε χρόνο και διαφορετικό προσωπικό γιατρό με αποτέλεσμα την ασυνέχεια στην παρακολούθηση του ασθενούς». Και προσθέτουν πως οι νέοι γιατροί «αναλαμβάνουν ευθύνες που δεν τους αναλογούν».
«Καταφανής αδικία και αποκλεισμοί»
Σημείο αιχμής είναι όμως και οι αποδοχές-δέλεαρ (30.000 ευρώ καθαρά ετησίως), ώστε να επιλέξουν οι απόφοιτοι των ιατρικών σχολών τις ειδικότητες της γενικής ιατρικής και της παθολογίας. Οι εκπρόσωποι των νοσοκομειακών γιατρών κάνουν λόγο για καταφανή αδικία, αφενός επειδή οι ειδικευόμενοι εξομοιώνονται μισθολογικά με έναν διευθυντή ΕΣΥ και αφετέρου καθώς από το ίδιο σχέδιο αποκλείονται άλλες κρίσιμες ειδικότητες που βρίσκονται στα… αζήτητα (π.χ. αναισθησιολογία και ακτινολογία).
Οι εκπρόσωποι της γενικής ιατρικής διατηρούν μια πιο μετριοπαθή στάση, σχολιάζοντας ως ιδιαίτερα ενθαρρυντικό το γεγονός πως η πολιτεία έχει αντιληφθεί τον κίνδυνο να μείνει χωρίς γενικούς οικογενειακούς ιατρούς και παθολόγους, που αποτελούν τη «ραχοκοκαλιά» κάθε συστήματος Υγείας. Προειδοποιούν εν τούτοις και για δυνητικούς κινδύνους. Οπως σημειώνειο γενικός γραμματέας της Ελληνικής Ακαδημίας Γενικής/Οικογενειακής Ιατρικής και Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, Ευάγγελος Φραγκούλης, πέραν των οικονομικών κινήτρων «προέχει να γίνουν επαρκώς ελκυστικές οι συνθήκες εργασίας, οικονομικές απολαβές και όχι μόνο, του ειδικευμένου γιατρού της ΠΦΥ. Σε αντίθετη περίπτωση, ακόμα και αν ο νέος γιατρός επιλέξει μια από αυτές τις ειδικότητες, τελειώνοντας την εκπαίδευσή του είναι δυνατόν να αναζητήσει την τύχη του στο εξωτερικό, όπου οι προτάσεις εργασίας είναι ιδιαίτερα γενναιόδωρες».
Τι οδηγεί στην έξοδο από την Ελλάδα
Οι αμφισβητούμενες προοπτικές εξέλιξης αλλά και οι επισφαλείς συνθήκες εργασίας ήταν οι αιτίες που οδήγησαν τον γενικό – οικογενειακό γιατρό Δημήτρη Αλεπίδη να εγκατασταθεί πριν από περίπου έναν χρόνο στην Κύπρο. Οι πρωτοδιοριζόμενοι επιστήμονες σε πρωτοβάθμιες υπηρεσίες εκεί λαμβάνουν 56.000 ευρώ ετησίως (με αφορολόγητο όριο τα 19.000 ευρώ), χωρίς να συμπεριλαμβάνονται τα επιδόματα (π.χ. εφημερίες).
Για τον ίδιο, όμως, ο οικονομικός παράγοντας δεν αποτελεί το μοναδικό ζητούμενο. «Γνωρίζω τι πάει να πει αγροτικό. Υπό ποιες συνθήκες εργάζονται οι νέοι γιατροί, τι πληθυσμούς διαχειρίζονται» σημειώνει, εστιάζοντας μεταξύ άλλων και στην αστική ευθύνη σε περίπτωση ενός ιατρικού λάθους. Και προσθέτει με νόημα πως είναι αναγκαίο να «συναποφασίσουμε τι είναι η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας», δεδομένου πως στη χώρα μας παραμένει ένα άναρχο τοπίο κατακερματισμένων δομών, χωρίς σαφή στόχευση.
Επειτα, μέσα από τις εμπειρίες του σταχυολογεί όλα εκείνα τα «κακώς κείμενα» που διώχνουν τους γιατρούς στον ιδιωτικό τομέα ή στο εξωτερικό. Αναφέρεται στο Κέντρο Υγείας Διαβατών και στα περιστατικά βίας (λεκτικής ή σωματικής) που βίωσε εκείνος και οι συνάδελφοί του. «Σχεδόν σε κάθε εφημερία καλούσαμε την Αστυνομία» σημειώνει και προσθέτει πως οι γιατροί στην Ελλάδα έχουν μετατραπεί σε «κυματοθραύστες» της οργής των πολιτών.
Θίγει όμως και τις εξοντωτικές και συνεπώς επισφαλείς συνθήκες εργασίας. Οταν εργαζόταν ως παρατασιακός ειδικευόμενος στο Νοσοκομείο Παπανικολάου Θεσσαλονίκης, υπολόγισε πως σε διάστημα 8 ωρών εξέταζε περί τα 70-80 άτομα. Δηλαδή, αφιέρωνε έξι λεπτά σε κάθε ασθενή με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
«Καλά τα λεφτά, αλλά χρειάζονται εγγυήσεις»
Στα σχέδια του υπουργείου Υγείας συμπεριλαμβάνεται και η υλοποίηση ενός πιλοτικού προγράμματος επαναπατρισμού Γενικών Γιατρών και Παθολόγων από την Κύπρο και τη Μεγάλη Βρετανία με στόχο τη στελέχωση των Πανεπιστημιακών Μονάδων ΠΦΥ. Εκτός όμως από τα πανεπιστημιακά κίνητρα παρέχονται και οικονομικά, καθώς οι ετήσιες οικονομικές απολαβές θα κυμαίνονται από 100.000-150.000 ευρώ και θα συνοδεύονται από μειωμένη φορολόγηση.
Η Κυριακή Σονίδου, γενικός γιατρός με εξειδίκευση στην Καρδιολογία και στον Διαβήτη, διευθύντρια στην Πρωτοβάθμια Περίθαλψη στο Λονδίνο και πρόεδρος του Ιατρικού Ελληνικού Συλλόγου στο Ηνωμένο Βασίλειο, έφυγε από την Ελλάδα το 2008 και έκτοτε υπηρετεί το βρετανικό σύστημα Υγείας. Και παρότι τα τελευταία δύο χρόνια νιώθει την επιθυμία να επιστρέψει στην πατρίδα της δεν το έχει τολμήσει.
Κατά τη συζήτηση παραδέχεται πως οι προσφερόμενες οικονομικές απολαβές, όπως ανακοινώθηκαν, είναι αντίστοιχες με αυτές στο εξωτερικό. «Είναι απαραίτητο όμως να υπάρξουν εγγυήσεις για εργασιακή συνέχεια και ασφάλεια» συμπληρώνει. Οπως εξηγεί, ο λόγος που έφυγε από την Ελλάδα ήταν η αναξιοκρατία: «Ενιωθα πως βάλτωνα. Πως δεν είχα εξέλιξη».
Στο Ηνωμένο Βασίλειο από την άλλη της δόθηκαν «συγκλονιστικές ευκαιρίες», αποκτώντας στην επαγγελματική της πορεία πολύτιμη γνώση και τεχνογνωσία. «Αυτά που κάνει εδώ ο γενικός γιατρός παραμένουν άγνωστα στην Ελλάδα. Θα ήταν σημαντικό να συμβάλουμε και να καινοτομήσουμε σε αυτό το πολύπαθο πεδίο στη χώρα μας. Θα αξιοποιηθούν όμως αυτά τα προσόντα;» αναρωτιέται μιλώντας στο «Βήμα».
Προϋπόθεση, όπως εξηγεί, είναι να εξασφαλιστεί ένα κλίμα συνεργασίας και αποδοχής. «Μια τόσο σημαντική μισθολογική απόκλιση με τους συναδέλφους μας θα οδηγήσει μοιραία σε αντιπαλότητες, δυναμιτίζοντας το απαραίτητο κλίμα συναίνεσης που θα μας επέτρεπε να ορίσουμε έναν κοινό στόχο». Θέτει επίσης το θέμα της απουσίας ενός συστήματος αξιολόγησης στη χώρα μας, όπως ισχύει στο Ηνωμένο Βασίλειο. «Ποιος θα δεχθεί κάτι αντίστοιχο στην Ελλάδα;» διερωτάται.