Κάθε της παρέμβαση συγκλονίζει. Η τοποθέτησή της στην εξεταστική επιτροπή της Βουλής για τα Τέμπη καθήλωσε μια ολόκληρη χώρα.
«Ξέρετε τι είναι να παρακαλάς να έχεις το παιδί σου τραυματισμένο από το να το έχεις νεκρό; Φανταστείτε 57 ανθρώπους δίπλα μου, και τις οικογένειές τους. Να περιμένουμε για την ταυτοποίηση, και μετά… το χάος».
Η Μαρία Καρυστιανού έχασε τη Μάρθη της στο μοιραίο δυστύχημα των Τεμπών. Ήταν 19 ετών. Από τότε πέφτει κάθε βράδυ για ύπνο εξαντλημένη και ελπίζει ότι η Μάρθη θα έρθει στα όνειρά της. Παίρνει δύναμη από την υπόσχεση που της έδωσε για δικαίωση. Από την υπόσχεση που έδωσε να τιμωρηθούν οι ένοχοι. Όλοι όσοι δεν της επέτρεψαν να κάνει τα όνειρά της πραγματικότητα.
«Δεν μπορώ να γυρίσω στο σπίτι μας»
Σχεδόν έναν χρόνο, από τις 28 Φεβρουαρίου του 2023, δεν έχει επιστρέψει στο σπίτι τους. «Νοικιάζω αλλού. Το σπίτι έκλεισε. Επιστρέφω μόνο όταν θέλω να μείνω λίγο στο δωμάτιό της» λέει μιλώντας στο «Βήμα» η ίδια. «Δεν μπορώ να γυρίσω στο σπίτι μας και αυτό είναι το μόνο κομμάτι στο οποίο μου επιτρέπω να είμαι αδύναμη».
Η μοναδική στιγμή που ξεχνιέται για λίγο είναι όταν εξετάζει κάποιο μωρό στο παιδιατρείο της ή όταν βρίσκεται δίπλα στον γιο της. Η τιμωρία των ενόχων έχει γίνει ο σκοπός της ζωής της, το κίνητρο για ζωή, γι’ αυτό ξυπνάει κάθε πρωί, με αυτή τη σκέψη βγάζει την ημέρα της.
Σχεδόν έναν χρόνο μετά το δυστύχημα, τα συναισθήματα που νιώθει είναι πόνος, θυμός, οργή αλλά και ελπίδα. «Ο πόνος δεν θα φύγει ποτέ. Πόνος γιατί η απουσία γίνεται όλο και πιο έντονη. Μας λείπει. Και ο θυμός μεγαλώνει όσο βλέπουμε την ατιμωρησία, όπως και η οργή απέναντι στη Δικαιοσύνη που δεν κάνει τη δουλειά της. Την ίδια στιγμή, όμως, η ελπίδα γίνεται όλο και πιο έντονη, η ελπίδα για δικαίωση» λέει η κυρία Καρυστιανού.
«Δικαίωση είναι να μπουν στη φυλακή – 57 φορές ισόβια!» τονίζει η πρόεδρος του Συλλόγου θυμάτων των Τεμπών.
«Δικαίωση θα είναι η τιμωρία όλων όσοι θεωρούν ότι έχουν το ακαταδίωκτο εξαιτίας της θέσης τους, ακόμη και όταν πρόκειται για δολοφονία. Και φυσικά, δικαίωση είναι να μη συμβεί ποτέ ξανά κάτι τέτοιο, γιατί παρά το τραγικό δυστύχημα τα τρένα λειτούργησαν και πάλι έναν μήνα μετά! Χωρίς τηλεδιοίκηση. Χωρίς κανένα σύστημα ασφαλείας. Βασιζόμενοι και πάλι στον ανθρώπινο παράγοντα και απλά μειώνοντας την ταχύτητα. Είναι αδιανόητο και δεν θα έπρεπε να έχει επιτραπεί από κανέναν μας. Γιατί πλέον δεν είναι ένα σενάριο, πλέον ξέρουμε τι μπορεί να συμβεί. Εγώ έχω πάψει να περνάω ακόμα και έξω από τον σταθμό των τρένων. Ομως εγώ είπα στο παιδί μου «πάρε το τρένο» γιατί το θεώρησα πιο ασφαλές από το αυτοκίνητο. Σκέφτηκα… μόνο του πάει σε μια γραμμή, τι μπορεί να συμβεί… Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ότι επί 19 λεπτά δύο συρμοί πήγαιναν στην ίδια γραμμή;».
Η κυρία Καρυστιανού καταγγέλλει πως όταν επισκέφθηκε την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου πήρε κυνικά την απάντηση «αυτά συμβαίνουν…» και την προτροπή να επισκεφθεί μια εκκλησία για να τη βοηθήσει. Ύστερα από αυτό, ως πρόεδρος του Συλλόγου Θυμάτων των Τεμπών, πήρε μια ακόμη πρωτοβουλία, τη συγκέντρωση υπογραφών προκειμένου η υπόθεση να φτάσει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
«Είναι νόμος του κράτους. Με τη συγκέντρωση 500.000 υπογραφών μπορούμε να πάμε στον εισαγγελέα ως μια πολύ δυνατή φωνή. Ο εισαγγελέας πρέπει να παραδώσει τις υπογραφές στη Βουλή και η Βουλή να αποφασίσει. Με 500.000 υπογραφές δεν μπορεί να μας αρνηθεί να πάμε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Και εκεί θα καταδικαστούν» λέει χαρακτηριστικά.
«Η Δικαιοσύνη ελέγχεται»
Ακόμα και η ποινική δίωξη που ασκήθηκε στον πρώην περιφερειάρχη Θεσσαλίας Κώστα Αγοραστό για το μπάζωμα στο σημείο του δυστυχήματος, σύμφωνα με την κυρία Καρυστιανού, έγινε χρονικά αμέσως μετά την παρέμβαση της Ευρώπης.
Τα λόγια της γίνονται πιο σκληρά: «Οι ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί στη χώρα μας διορίζονται από την κυβέρνηση και έτσι η Δικαιοσύνη ελέγχεται. Αυτά συμβαίνουν μόνο στην Ελλάδα. Αυτή τη στιγμή γράφεται Ιστορία, δυστυχώς όμως για να γραφτεί χρειάστηκε να χαθούν 57 ζωές» κρίνει η μητέρα της Μάρθης.
Για τη Μαρία Καρυστιανού, κάθε βράδυ, η ώρα του δυστυχήματος, είναι η πιο δύσκολη ώρα, η ώρα που ο πόνος γίνεται πιο βαθύς. Είναι η ώρα που φαντάζεται το παιδί της. Στο μυαλό της έρχονται όλες οι στιγμές, οι καλές αλλά και κάπου-κάπου οι κακές, οι φορές που τη στενοχώρησε δηλαδή, και της ζητεί συγγνώμη για καθεμία από αυτές τις στιγμές ξεχωριστά.
Την ημέρα του δυστυχήματος η ίδια η κυρία Καρυστιανού δεν αισθανόταν καλά, δεν είχε διάθεση, δεν είχε όρεξη ούτε για ένα ποτήρι νερό, η Μάρθη της όμως ήταν χαρούμενη, δεν είχε κανένα κακό προαίσθημα. Ευτυχισμένη στην εκδρομή με τη φίλη της. Εκείνη την ημέρα μίλησαν ελάχιστα.
Η Μάρθη τής τηλεφώνησε, αλλά εκείνη εξέταζε έναν από τους μικρούς ασθενείς της. Το βράδυ προσπάθησαν και πάλι να μιλήσουν, αλλά το σήμα του τηλεφώνου της Μάρθης μέσα στο τρένο δεν ήταν καλό. Είπαν ελάχιστα πράματα. «Μαμά, δεν έχω τα κλειδιά, θα είσαι στο σπίτι να μου ανοίξεις;». Σκέφτεται τις τελευταίες τους επικοινωνίες. «Πόσο κρίμα… Σπανίως μιλούσαμε τόσο λίγο» σκέφτεται.
Οταν άκουσε τον διευθύνοντα σύμβουλο της Hellenic Train να απαντά μονολεκτικά και να αρνείται κάθε ευθύνη της εταιρείας, δείχνοντας ως μοναδικό υπεύθυνο τον σταθμάρχη, ένιωσε, όπως λέει, μόνο προσβολή. Η Μάρθη της σε δύο μήνες θα γινόταν 20 χρόνων και είχε δύο όνειρα. «Ήθελε να φτιάξει ένα σύγχρονο νηπιαγωγείο και να φύγει από τη Θεσσαλονίκη για να ζήσει στην Αθήνα…». Δεν πρόλαβε να κάνει τα όνειρά της πραγματικότητα, δεν την άφησαν. Η μητέρα της, όμως, της υποσχέθηκε ότι οι ένοχοι θα πληρώσουν και όπως λέει κάθε φορά η Μαρία Καρυστιανού: «Και μόνη μου να μείνω… το έγκλημα στα Τέμπη δεν θα συγκαλυφθεί».